Η οικονομική κρίση έχει ήδη αρχίσει να ματώνει την υγεία των Ελλήνων. Τα τραύματα στην ψυχική υγεία με την αύξηση της κατάθλιψης και του άγχους, λόγω των οικονομικών προβλημάτων και της ανεργίας, είναι τα πιο εμφανή αλλά δεν είναι τα μόνα.
Ορισμένα λοιμώδη νοσήματα, όπως η ελονοσία, η φυματίωση και το AIDS, αυξάνονται, η εμβολιαστική κάλυψη ευπαθών ομάδων του πληθυσμού –Ρομά και μετανάστες –μειώνεται, ενώ η πρόσβαση στις αναγκαίες ιατρικές υπηρεσίες και στα απαραίτητα φάρμακα καθίσταται όλο και πιο δυσχερής.
Από την άλλη, στο πλαίσιο των μνημονιακών μας υποχρεώσεων, πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια, έστω και με καθυστερήσεις και λάθη, σημαντικές θεσμικές αλλαγές, με τη δημιουργία του ΕΟΠΥΥ, την ενιαία οργάνωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στο ΕΣΥ, τον εξορθολογισμό στον τομέα του φαρμάκου –δαπάνες και συνταγογράφηση –και την έναρξη της αναδιάταξης του νοσοκομειακού χάρτη.
Ολες οι παραπάνω αλλαγές και πολλές άλλες επί μέρους ρυθμίσεις εκκρεμούσαν για πολλά χρόνια λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης από το ΠαΣοΚ και τη ΝΔ και εξαιτίας των συντεχνιακών αντιδράσεων κυρίως της Αριστεράς. Τα εμπόδια αυτά ξεπεράστηκαν λόγω της κρίσης, η οποία καθιστά αναγκαία την υλοποίηση των διαρθρωτικών αυτών αλλαγών για την επιβίωση του δημόσιου συστήματος υγείας στη χώρα μας.
Η επιβίωση όμως του δημόσιου συστήματος υγείας και η ανασυγκρότησή του δεν εξαρτώνται μόνο από τις θεσμικές αλλαγές, αλλά πρωτίστως από την επαρκή χρηματοδότησή του και την αποτελεσματική διοίκησή του. Χωρίς τους αναγκαίους πόρους και χωρίς ικανή διοίκηση σε όλα τα επίπεδα, οι θεσμικές αλλαγές θα αποτύχουν, η πρόσβαση στις ιατρικές υπηρεσίες και στα φάρμακα θα γίνει ακόμη πιο δυσχερής και η υγεία των Ελλήνων θα αντιμετωπίσει πολύ πιο σοβαρούς κινδύνους.
Οι κίνδυνοι αυτοί είναι περισσότερο από ορατοί γιατί η υφιστάμενη χρηματοδότηση δεν επαρκεί και γιατί παραμένει στο απυρόβλητο η μακροχρόνια κακοδιοίκηση του ΕΣΥ. Οι κατά κεφαλήν δαπάνες υγείας το 2013 ήταν 2.361 δολάρια, όταν ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν 3.339 δολάρια. Για τον ίδιο χρόνο, οι συνολικές δαπάνες υγείας στις χώρες του ΟΟΣΑ αντιστοιχούσαν περίπου στο 7% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό για το 2014 θα είναι λιγότερο από 4,8%. Αν οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία δεν προσεγγίσουν το 6% του ΑΕΠ, το δημόσιο σύστημα υγείας θα κινδυνεύει με κατάρρευση.
Ειδικότερα για τα φάρμακα, οποιαδήποτε περαιτέρω μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης κάτω των 2,2 δισ. ευρώ –ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι υψηλότερος κατά 60% –θα δημιουργήσει ανυπέρβλητα προβλήματα στη διάθεση και στην πρόσβαση στα αναγκαία φάρμακα.
Η απαραίτητη αυτή αύξηση της δημόσιας δαπάνης είναι ευθύνη της κυβέρνησης και πρωτίστως του υπουργείου Οικονομικών που έχει και το κύριο βάρος της διαπραγμάτευσης με την τρόικα. Αλλά, ανεξάρτητα από τις διαπραγματεύσεις, δεν νοείται η κυβέρνηση από τη μία να προβαίνει σε μέτρα οικονομικής ελάφρυνσης και από την άλλη να μην εξασφαλίζει τους αναγκαίους πόρους για την υγεία. Τα πρόσφατα μέτρα για την ιατρικοφαρμακευτική κάλυψη των ανασφάλιστων είναι σημαντικά, αλλά δεν επαρκούν γιατί οι κίνδυνοι για την υγεία αφορούν πλέον τη συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού πληθυσμού.
Σε ό,τι αφορά την κακοδιοίκηση του ΕΣΥ, η Ελλάδα αποτελεί τη μόνη ευρωπαϊκή χώρα με Εθνικό Σύστημα Υγείας που διοικείται από το γραφείο του εκάστοτε υπουργού Υγείας, ο οποίος από τη Μεταπολίτευση ως σήμερα αλλάζει κατά μέσο όρο κάθε περίπου 15 μήνες. Για να μετατραπεί το ΕΣΥ από μια σπάταλη και αναποτελεσματική δημόσια υπηρεσία σε σύγχρονο δημόσιο οργανισμό, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποκτήσει κεντρικό όργανο σχεδιασμού, συντονισμού και ελέγχου με την αναγκαία τεχνοκρατική υποστήριξη.
Αλλά και οι διοικήσεις των υγειονομικών περιφερειών και των νοσοκομείων θα πρέπει επιτέλους να επιλέγονται με επαγγελματικά και αξιοκρατικά κριτήρια αντί με πολιτικούς διορισμούς που αποφασίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Οι δε επικεφαλής φορέων και επιτροπών υγείας θα πρέπει να εξαντλούν τη θητεία τους και να αξιολογούνται, αντί να αντικαθίστανται με κάθε κυβερνητική ή ακόμη και με κάθε υπουργική αλλαγή.
Η τριτοκοσμική αυτή πραγματικότητα, που διαιωνίζει τις χειρότερες όψεις του κομματικού πελατειακού κράτους, αποτελεί, παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις, θεσμό που αντιστρατεύεται κάθε δυνατότητα εκσυγχρονισμού και ανασυγκρότησης του δημόσιου συστήματος υγείας, για το οποίο ΝΔ και ΠαΣοΚ έχουν ιστορική ευθύνη.
Και όσοι εντός και εκτός Ελλάδας προτάσσουν τους αριθμούς, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η υγεία δεν είναι μόνο το πιο πολύτιμο αγαθό, αλλά και βασικός συντελεστής ανάπτυξης.
Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθήνας, διευθυντής Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ