Στις γειτονιές των πόλεων καθημερινά λαμβάνουν χώρα συγκρούσεις για τις οποίες ελάχιστες φορές θα ακούσουμε ή θα διαβάσουμε κάτι, μια και αναφέρονται σε ζητήματα με καθαρά τοπικό ενδιαφέρον. Ομως μέσα από αυτές τις τοπικές συγκρούσεις μπορεί κανείς να δει την ουσία των μεγάλων προβλημάτων και να αντιληφθεί ότι οι αλλαγές που χρειάζονται είναι και αυτές αλλαγές αναλόγων διαστάσεων.
Μια παρόμοια «μικροϊστορία» συμβαίνει τώρα στη Θεσσαλονίκη με τη δημιουργία ξενώνα στην Τούμπα, για οικογένειες προσφύγων που ζητούν πολιτικό άσυλο. Κατ’ εξοχήν προσφυγογειτονιά η Τούμπα, με αριστερό παρελθόν και με το χαμηλότερο ποσοστό ΧΑ σε ολόκληρη την πόλη.
Την ιστορία την έχουμε ξανακούσει πολλές φορές: από τη μία η δημοτική αρχή που θεωρεί αυτονόητη την παροχή φιλοξενίας σε οικογένειες προσφύγων και από την άλλη οι κάτοικοι που ενίστανται στη χωροθέτησή του, με βασικό επιχείρημα «γιατί δεν μας ρωτήσατε;» και «γιατί δεν έγινε καμία διαβούλευση για το θέμα με εμάς;». Ο δήμος κατηγορεί τους κατοίκους για ρατσισμό, οι κάτοικοι τον δήμο για αυταρχισμό στη λήψη αποφάσεων. Και οι δύο πλευρές επικαλούνται το αυτονόητο. Ο δήμος λέει «υπάρχει πιο αυτονόητο από τη στέγαση;», οι κάτοικοι απαντούν «ναι, αλλά εμάς δεν έπρεπε να μας ρωτήσετε;».
Παρόμοιες συγκρούσεις, με κατοίκους να αρνούνται την εγκατάσταση υπηρεσιών για χρήστες ναρκωτικών, μετανάστες ή οροθετικούς στην περιοχή τους (το σύνδρομο του «όχι στη δική μου πίσω αυλή») και ένα κράτος που δεν ρωτάει, δεν ενημερώνει καν, αλλά απλά εξαγγέλλει τα έργα, τις βλέπουμε συχνά. Το κράτος τις περισσότερες φορές στο τέλος υπαναχωρεί γιατί, πολύ απλά, κρίνει ότι μπορεί να ζημιωθεί περισσότερο αν οι κάτοικοι (και ψηφοφόροι) είναι δυσαρεστημένοι για ζητήματα που έχει χαμηλά στις προτεραιότητές του. Ενας φαύλος κύκλος με χαμένους και τις δύο πλευρές και μοναδικούς κερδισμένους τις φωνές του μίσους που σιγά-σιγά φωλιάζουν και αναπτύσσονται μέσα μας, στις γειτονιές μας, στις πόλεις μας, και που μπαίνουν ξανά και ξανά στη δημόσια συζήτηση.
Την ίδια στιγμή βλέπουμε όλο και περισσότερα παραδείγματα δήμων που ζητούν, διευκολύνουν ή προωθούν εθελοντικές δράσεις καθαρισμού και δενδροφύτευσης από κατοίκους και οργανωμένες εθελοντικές ομάδες της πόλης. Αλλά βέβαια μια δενδροφύτευση σπάνια προκαλεί συγκρούσεις ή αντιδράσεις. Μπορούμε όμως να ζητάμε μια à la carte συμμετοχή του πολίτη και να θέλουμε τη συμμετοχή του σε ό,τι είναι «εύκολο» και ουδέτερο όπως ένας καθαρισμός πάρκου αλλά να τους αποκλείουμε σε άλλα θέματα που θεωρούμε «επικίνδυνα» ή «δύσκολα» όπως είναι η χωροθέτηση ενός ξενώνα; Μπορεί η στέγαση των προσφύγων να γίνει άλλοθι για την έλλειψη ενός συστήματος λήψης αποφάσεων από τα κάτω, από τους ίδιους τους κατοίκους;
Υποτίθεται ότι έχουμε ξεφύγει ή θέλουμε να ξεφύγουμε από το μοντέλο κράτος-πατέρας, όπου το κράτος αποφασίζει για τις ανάγκες και επιθυμίες του «μέσου όρου». Οι κάτοικοι έχουν πια ενδυναμωθεί, θέλουν να έχουν λόγο και επεμβαίνουν στην πόλη τους. Η δράση αυτή μπορεί να πάρει πολλές μορφές από δίκτυα αλληλοβοήθειας έως δράσεις αποκλεισμού και βίας. Γι’ αυτό ο ρόλος της δημοτικής αρχής σήμερα είναι πιο σημαντικός από ποτέ. Ο δήμος πρέπει να παίρνει θέση και να διευκολύνει την επικοινωνία και τη συνεργασία μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων της πόλης περιορίζοντας και προλαμβάνοντας ταυτόχρονα τις ακραίες εκφάνσεις βίας και ρατσισμού.
Συγκρούσεις σαν και αυτή που λαμβάνει χώρα σε μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης και η ρητορική που έχει αναπτυχθεί και από τις δύο πλευρές το μόνο που πετυχαίνουν είναι να προσφέρουν εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη των δυνάμεων του μίσους. Ενώ χάνουμε παράλληλα την ευκαιρία να δημιουργήσουμε ένα νέο μοντέλο οργάνωσης της πόλης όπου η γειτονιά στο σύνολό της γίνεται τόπος φιλοξενίας, ανοιχτός σε όλους, με χρήσεις και υπηρεσίες για οικογένειες και παιδιά είτε πρόκειται για στέγαση οικογενειών είτε για παιδικό σταθμό και χώρους άθλησης.
Δεν υπάρχουν πια ούτε «αυτονόητα» ούτε «μέσοι όροι». Πρέπει να βρεθούν νέοι τρόποι συνεργασίας και νέες μέθοδοι λήψης αποφάσεων με την ισότιμη συμμετοχή των κατοίκων (γηγενών και μη) και των φορέων της πόλης, διαφορετικά θα συνεχίσουμε να βλέπουμε τις ακραίες δυνάμεις να κερδίζουν χώρο και φωνή εκμεταλλευόμενες ακριβώς την έλλειψη επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ μας. Γιατί η συμμετοχή των κατοίκων στη διαχείριση της πόλης δεν είναι κάτι διαδικαστικό αλλά έχει τη δύναμη να αλλάξει στερεότυπα και προκαταλήψεις και να φέρει στην επιφάνεια συναισθήματα και αγωνίες που είναι καλά κρυμμένες μέσα μας. Ο δήμος πρέπει να είναι θαρραλέος εκεί που το κράτος λιγοψυχά και να αναλαμβάνει ζητήματα «δύσκολα» όπως η συνύπαρξη διαφορετικών κοινοτήτων και η στήριξη ευπαθών ομάδων μέσα από νέα μοντέλα και μεθόδους διαχείρισης της πόλης.
Η κυρία Λίνα Λιάκου είναι αρχιτέκτονας – πολεοδόμος, δημοτική σύμβουλος Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ