Ο ΣΥΡΙΖΑ τράβηξε στα άκρα την προεκλογική του τακτική. Η αξιολόγηση δεν είναι ιδεολογική αλλά εκλογική. Η γραμμή «στις 25 ψηφίζουμε, στις 26 φεύγουν» δεν είναι συμβατή με αυτό που οι πολιτικοί επιστήμονες ονομάζουν «στρατηγική μεγιστοποίησης της ψήφου». Ακριβώς γι’ αυτό η ηγεσία του ΠαΣοΚ υιοθέτησε ευχαρίστως το πολωτικό δίλημμα, εντάσσοντάς το στη δική της τακτική μεγιστοποίησης της ψήφου (οι ρηχές κριτικές που απευθύνθηκαν στον Ευ. Βενιζέλο διαψεύστηκαν πλήρως από το αποτέλεσμα). Καθώς, εν τέλει, και η ΝΔ υποχρεώθηκε να ακολουθήσει, οι ευρωεκλογές, χωρίς να πάψουν να είναι δεύτερης τάξης (διότι δεν δίνουν εντολή διακυβέρνησης), έχασαν τη χαλαρότητα που συνήθως τις χαρακτηρίζει. Αυτό προσέδωσε ένταση στην αναμέτρηση, πυρετό και άγρια ομορφιά. Κατέστησε δε πιο εύκολη την ερμηνεία των εκλογικών συσχετισμών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο νικητής. Παρά την αυξημένη πιθανότητα πολιτικής και, συνακόλουθα, οικονομικής αστάθειας που συνεπαγόταν η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ, η αξιωματική αντιπολίτευση απέκτησε προβάδισμα 4 περίπου μονάδων. Η νίκη δεν είναι θεαματική, δεν έχει τα χαρακτηριστικά μεγάλου κατακόρυφου ανοδικού εκλογικού κύματος. Είναι όμως ξεκάθαρη και, επιπλέον, γεωγραφικά και κοινωνιολογικά στιβαρή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βελτιώνει τα ποσοστά του (σε σχέση με τον Ιούνιο 2012) σε 38 από τις 56 εκλογικές περιφέρειες, επιδεικνύοντας, συνολικά, αξιοσημείωτη –και ανοδικής φοράς –σταθερότητα. Η γεωγραφική κατανομή της επιρροής του είναι πιο ισορροπημένη από εκείνη του 2012, όπως, επίσης, πιο ισορροπημένη είναι η ηλιακή διείσδυσή του, με σημαντική ενδυνάμωση στις ενδιάμεσες ηλικίες. Είναι ισχυρός στους μισθωτούς του δημόσιου τομέα (30,9%), του ιδιωτικού (28,8%), στους άνεργους (30%), στους ελεύθερους επαγγελματίες (29,6%) και στους πολίτες μέσης (27,7%) και υψηλής μόρφωσης (27,6%). Ειδικότερα, παρά την εξασθενημένη παρουσία του στην Αττική και τις αξιοσημείωτες απώλειές του στα λαϊκά προάστια (προς όφελος του ΚΚΕ και εν μέρει της ΧΑ), ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει σε αυτά κυρίαρχη δύναμη, υπερβαίνοντας, και κατά πολύ, το αθροιστικό ποσοστό της ΝΔ και του ΠαΣοΚ.
Εάν οι αυτοδιοικητικές εκλογές ανέδειξαν την αδύναμη οργανωτική δομή του κόμματος και τη χαμηλή ποιότητα των περισσότερων αυτοδιοικητικών του σχημάτων, οι ευρωεκλογές έδωσαν στον ΣΥΡΙΖΑ το «πλεονέκτημα μεγέθους» που του έλειπε και ενίσχυσαν περαιτέρω το πλεονέκτημα «κοινωνικής μορφολογίας» που διέθετε από τις εκλογές του 2012. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παρέσυρε τα πλήθη, δεν τίναξε στον αέρα τα κοντέρ. Εδειξε όμως ότι διαθέτει ισχυρό εκλογικό και δημογραφικό σφρίγος. Αυτό είναι το πρώτο μήνυμα των ευρωεκλογών.
Η ΝΔ είναι το ηττημένο κόμμα. Η ήττα της, για πολλούς λόγους, είναι διαχειρίσιμη. Ωστόσο, όταν σκάψει κανείς βαθύτερα, θα διαπιστώσει ότι η ήττα είναι πιο βαριά από ό,τι δείχνει το εθνικό ποσοστό (22,72%). Με εστιασμένη την επιρροή της σε θύλακες των ακριβών προαστίων (όπου υποχωρεί σημαντικά), στα αγροτικά επαγγέλματα, στις νοικοκυρές και συνταξιούχους, στους πολίτες χαμηλής μόρφωσης (έως απόφοιτοι δημοτικού: 32,6%, απόφοιτοι ΑΕΙ/ΤΕΙ: 20,2%), με ακόμη πιο μικρή επιρροή από το 2012 στα λαϊκά προάστια, η ΝΔ δεν έχει δημογραφική δομή ούτε αστικού ούτε φιλοευρωπαϊκού κόμματος. Η άλλοτε «παράταξη της Ευρώπης» φαίνεται λιγότερο ικανή από το 2012 να κινητοποιήσει την πλειοψηφία των μοντέρνων φιλοδυτικών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας.
Βεβαίως, οι ευρωεκλογές είναι φύσει δυσμενές πεδίο για τα κυβερνητικά κόμματα. Επιχειρήσαμε, λοιπόν, να αξιολογήσουμε το αποτέλεσμα της ΝΔ στη βάση του κριτηρίου των ευρωπαϊκών εκλογών του παρελθόντος. Τρεις ευρωεκλογές μοιάζουν με αυτήν του 2014, εκείνες του 1984, του 1999 και του 2009, διότι διεξήχθησαν σε αντίστοιχα σημεία του εκλογικού – κυβερνητικού κύκλου (προς το μέσον ή το τέλος της κυβερνητικής θητείας). Στις εν λόγω εκλογές το εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα είχε μέσες απώλειες 8,21 μονάδων και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης απώλειες 0,47 μονάδων. Αυτό το υπόδειγμα απωλειών είναι απολύτως συμβατό με εκείνο του 2014:
-6,95 για τη ΝΔ, -0,32 για τον ΣΥΡΙΖΑ. Διαφέρει όμως σε ένα κρίσιμο σημείο, στο μέγεθος της υποχώρησης της ΝΔ. Με δεδομένο ότι η βάση αναφοράς για τη ΝΔ είναι το 29,66% των εκλογών του Ιουνίου 2012 –και όχι το 43% των κυβερνητικών κομμάτων στις προηγούμενες αναμετρήσεις –οι αναμενόμενες για τη ΝΔ απώλειες είναι της τάξης των 5 ποσοστιαίων μονάδων. Ηταν όμως -7 (για την ακρίβεια: -6,95). Εάν δε εφαρμοστεί η ίδια μέτρηση, με βάση το αθροιστικό ποσοστό των δύο κυβερνητικών κομμάτων (ΝΔ + ΠΑΣΟΚ: 41,94% το 2012), τότε οι αναμενόμενες απώλειες είναι της τάξης του 8%. Ωστόσο, την περασμένη Κυριακή υπήρξαν πολύ μεγαλύτερες: -11,21 (σε σχέση με το αθροιστικό ποσοστό του 2012). Οπως συνεπώς και αν μετρήσει κανείς την επίδοση της ΝΔ, στη βάση πραγματικών δεδομένων ή στη βάση ενδείξεων από ερευνητικές υποθέσεις, η εικόνα που προκύπτει είναι αυτή ενός ασθενικού κόμματος. Περισσότερο από την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτη δύναμη, η σημαντική υποχώρηση της ΝΔ είναι, κατά τη γνώμη μας, το μείζον γεγονός αυτών των εκλογών.
Επί χάρτου, η ΝΔ διαθέτει μεγαλύτερες του ΣΥΡΙΖΑ δεξαμενές ψηφοφόρων και μεγαλύτερη ικανότητα διεύρυνσης και συμμαχιών. Επίσης, η ηγεσία της γνωρίζει να αποφεύγει τα τρανταχτά τακτικά λάθη. Ωστόσο, η πολιτική δεν είναι μόνο τακτικές ούτε εκτυλίσσεται «επί χάρτου». Εχει ως επίκεντρο πραγματικές πολιτικές δυνάμεις. Η ΝΔ είναι κόμμα φθίνουσας ελκτικότητας και φθίνοντος δυναμισμού. Και χωρίς ελκυστική ηγεσία. Θα καταφέρει η «καθεστωτική ψήφος» (voto di regime, δεν έχει τίποτε απαξιωτικό ο όρος) να την ξανασώσει στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, όπως την έσωσε το 2012; Ο σημαντικός, αλλά χωρίς αποτελεσματική ηγεσία, χώρος της Κεντροαριστεράς και, κυρίως, η μετατροπή ή όχι του ΣΥΡΙΖΑ σε ήρεμη δύναμη εναλλακτικής πολιτικής κρατούν τα κλειδιά της απάντησης –και των επόμενων βουλευτικών εκλογών.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ