Τα τελευταία χρόνια η πολιτική φαρμάκου ασκείται κατά βάση στο πλαίσιο των μνημονιακών δεσμεύσεων για έλεγχο της σχετικής δαπάνης. Επιλογή που αρχικά άντλησε τεκμηρίωση από τις συμπεριφορές του παρελθόντος, οι οποίες έφεραν την Ελλάδα στην υψηλότερη θέση στην Ευρώπη όσον αφορά τον όγκο των σκευασμάτων που καταναλώνονταν αλλά και στο αντίστοιχο κόστος (κατά κεφαλήν).
Ωστόσο η δημοσιονομική μονομέρεια η οποία έχει επιβληθεί από τους δανειστές μας έχει περιορίσει σημαντικά την ατζέντα της πολιτικής φαρμάκου στα ζητήματα του περιορισμού του κόστους. Υπό την οπτική αυτή, στον όποιο σχεδιασμό συχνά παρεμβάλλονται μέτρα τα οποία σε πολλές περιπτώσεις αφενός στερούνται τεκμηρίωσης και αφετέρου δεν αποτελούν «καλή πρακτική» που ενδεχομένως έχει υιοθετηθεί με επιτυχία σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Εχουν δε ως αφετηρία την πίεση που περιοδικά ασκεί κάποια υπέρβαση στους μηνιαίους(;) προϋπολογισμούς που έχουν τεθεί, παρά την εποχικότητα των σχετικών μεγεθών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά το πλαφόν στη συνταγογράφηση, το οποίο συνδέθηκε με τις «επιδόσεις» του προηγούμενου έτους και, λόγω του οριζόντιου χαρακτήρα του μέτρου, λειτούργησε τιμωρητικά απέναντι στους πειθαρχημένους γιατρούς αλλά και σε αυτούς που –θεμιτά –αύξησαν τον αριθμό των ασθενών τους. Η αναμενόμενη «διόρθωση» με την υιοθέτησή του στη βάση κριτηρίων, όπως π.χ. η ειδικότητα, η γεωγραφική περιοχή, η πάθηση, η εποχικότητα, το αν υπάρχουν πολλές συνταγογραφικές επιλογές κ.λπ., είναι προφανές ότι κινείται σε πιο ορθολογική κατεύθυνση.
Αυτό το παράδειγμα αναδεικνύει και την αναγκαιότητα για έναν ευρύτερο ανασχεδιασμό της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή εμπειρία να είναι σαφής: ο οργανισμός φαρμάκων είναι αρμόδιος για το τι και πώς κυκλοφορεί, ο πληρωτής για το τι και πώς αποζημιώνεται και το υπουργείο εποπτεύει την όλη διαδικασία ασκώντας πολιτική φαρμάκου (και όχι μόνο φαρμακευτικής δαπάνης).
Ο κ. Κυριάκος Σουλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ