Περίσσευσαν, λόγω πολιτικών στοχεύσεων και ιδεολογικών προϊδεάσεων, οι πνευματικές ακροβασίες και η ερμηνευτική αστοχία γύρω από το εκλογικό αποτέλεσμα της προηγούμενης Κυριακής. Εν τούτοις, οι αριθμοί που έβγαλε η κάλπη είναι τόσο καθαροί και απλοί, ώστε ο κοινός νους αρκεί για την κατανόηση του νοήματός τους.
Η ΝΔ καταγράφει πτώση περίπου 6 μονάδων σε περιφερειακό επίπεδο σε σχέση με τις περιφερειακές του 2010 (26,14% έναντι 32,6% το 2010, σύμφωνα με στοιχεία της Public Issue). Η πτώση είναι σημαντική, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπ’ όψιν α) τη φυσιολογική (παρά τα καλά αποτελέσματα) υποχώρηση του ΠαΣοΚ, β) τη μεγάλη αδυναμία των νεοπαγών αυτοδιοικητικών σχημάτων του ΣΥΡΙΖΑ και γ) το γεγονός ότι το bonus στον απερχόμενο περιφερειάρχη λειτούργησε υπέρ της ΝΔ (ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διέθετε απερχόμενους περιφερειάρχες). Ναι μεν η ΝΔ καταγράφει μικρή υποχώρηση σε σχέση με το βουλευτικό ποσοστό του Ιουνίου (29,66%) αλλά, δεδομένης της ευνοϊκής για αυτήν δομής του αυτοδιοικητικό ανταγωνισμού, η συνολική της επίδοση είναι μέτρια.
Συμμετρικά, το χαμηλό μέσο περιφερειακό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ (17,7%) είναι πολύ υψηλότερο εκείνου του 2010 (4,5%, σύμφωνα με την Public Issue), αλλά υπολείπεται κατά πολύ των βουλευτικών εκλογών (26,89%). Η αρνητική απόκλιση (σε σχέση με τη βουλευτική επιρροή) της περιφερειακής επίδοσης του ΣΥΡΙΖΑ είναι φυσιολογική και αναμενόμενη. Ωστόσο, το μέγεθός της γεννά βαριά ερωτήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποιεί καταστροφικά αποτελέσματα σε πολλές περιφέρειες και δεν πλησιάζει, με την εξαίρεση της Ηπείρου και του Β. Αιγαίου, τα αντίστοιχα βουλευτικά ποσοστά του (ούτε καν στην Αττική, παρά την καλή επίδοση Δούρου). Εμφανίζεται δε ανίκανος να υπερβεί, έστω και σε μία, οποιαδήποτε, περιφέρεια, το βουλευτικό ποσοστό του.
Επίσης, η επιρροή του σε μερικούς από τους πιο λαϊκούς δήμους της Αττικής (ενδεικτικά, Αγία Βαρβάρα, Αιγάλεω, Περιστέρι, Ιλιον, Δραπετσώνα – Κερατσίνι, Πέραμα, Νίκαια – Αγιος Ι. Ρέντης, Κορυδαλλός) είναι πολύ κακή. Σύμφωνα με υπολογισμούς μας, η μέση επιρροή του στους ως άνω δήμους υποχωρεί από 36,92% στις βουλευτικές σε 25,68% στις περιφερειακές και σε μόλις 15,92% στις δημοτικές. Το μέγεθος και η συστηματικότητα της υποχώρησης δείχνουν ότι οι τοπικές του οργανώσεις δεν έχουν την κοινωνική διείσδυση, την κουλτούρα ανοίγματος και την ικανότητα διαμόρφωσης ελκτικών αυτοδιοικητικών ψηφοδελτίων.
Συνολικά, η υπερπολιτικοποίηση της αυτοδιοικητικής αναμέτρησης απέτυχε, γι’ αυτό τα δύο κόμματα κατέγραψαν μέτριες επιδόσεις. Η ψήφος à la carte (διαφορετική ψήφος στις βουλευτικές και στις αυτοδιοικητικές) κυριάρχησε.
Η ψήφος à la carte δεν είναι νέο φαινόμενο. Εν τούτοις, κατά το παρελθόν, οι αυτοδιοικητικές εκλογές λειτούργησαν συχνά ως όχημα αποστολής «μηνύματος». Είτε αποδοκιμασίας είτε στήριξης της κυβέρνησης. Γιατί αυτό δεν συνέβη στις εν εξελίξει αυτοδιοικητικές εκλογές; Γιατί, τη στιγμή που ετίθετο το κρίσιμο διακύβευμα της σταθερότητας της κυβέρνησης ή της μεγάλης ανατροπής, το εκλογικό σώμα ψήφιζε κυρίως με αυτοδιοικητικά (ό,τι και αν σημαίνει αυτό) κριτήρια;
Εκτιμώ ότι η εξήγηση είναι ιδιαίτερα απλή. Η ταυτόχρονη διεξαγωγή των αυτοδιοικητικών και των ευρωπαϊκών εκλογών έδωσε τη θεσμική ευκαιρία μετάθεσης σε άλλη κάλπη της εθνικής σύγκρουσης, καθιστώντας ipso facto τις αυτοδιοικητικές εκλογές περισσότερο αυτοδιοικητικές από ποτέ. Πράγματι, το μήνυμα καταδίκης ή υποστήριξης της κυβέρνησης θα μπορούσε να αποσταλεί με μια εβδομάδα καθυστέρηση στην ευρωπαϊκή κάλπη. Στην ουσία, οι πολίτες, οι οποίοι είναι –ευτυχώς! –πολύ εξοικειωμένοι με τους κανόνες των διαφορετικού τύπου εκλογικών αναμετρήσεων, συμπεριφέρθηκαν με εντυπωσιακά ορθολογικό τρόπο. Και κατανόησαν ότι οι αυτοδιοικητικές εκλογές 2014 διέφεραν από όλες τις προηγούμενες, λόγω της ταυτόχρονης διεξαγωγής τους με τις ευρωεκλογές. Οι κομματικοί εκπρόσωποι και αναλυτές, στο μέτρο που προσπάθησαν να εξαγάγουν γενικά, εθνικής εμβέλειας, συμπεράσματα υπέρ της νίκης του ενός ή του άλλου κόμματος, πρότειναν μια αναχρονική κατανόηση των αυτοδιοικητικών επιδόσεων στηριγμένη στην αυτοδιοικητική γραμματική του παρελθόντος. Δεν συνέλαβαν, λόγω και της πνευματικής σκλήρυνσης που επιφέρει η πόλωση, ότι οι αυτοδιοικητικές εκλογές 2014 ήταν πιο αυτοδιοικητικές από ποτέ.
Η αυριανή ευρωεκλογική αναμέτρηση είναι φύσει πιο ευνοϊκή για τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι συγκριτικές έρευνες δεν επιτρέπουν διαγνωστική αβεβαιότητα. Στην Ευρώπη, το εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα χάνει κατά μέσον όρο 9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το βουλευτικό ποσοστό του, το δε κόμμα της αξιωματικής αντίπολίτευσης 4 ποσοστιαίες μονάδες. Και αυτά, χωρίς ακραίες πολιτικές λιτότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στήσει, με τη στρατηγική του δημοψηφίσματος που επέλεξε, μια σχεδόν τέλεια εκλογική παγίδα στη ΝΔ. Την περιμένει σε ένα γήπεδο ιδιαίτερα δυσμενές για αυτήν. Ωστόσο, η ηγεσία του υπερέβαλε στη σωστή –για τα συμφέροντα του ΣΥΡΙΖΑ –στρατηγική της πόλωσης. Το «στις 25 ψηφίζουμε, στις 26 φεύγουν» έχει μια υπερβολή ικανή να προκαλέσει αντι-συσπείρωση ή να μειώσει την επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν η ΝΔ και η κυβέρνηση βγουν με μικρές γρατζουνιές από την εκλογική παγίδα, το κυβερνητικό σχήμα θα ανανεώσει σημαντικά τα περιθώρια δράσης του. Αν, αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ επιτύχει καθαρή νίκη, ένας άνεμος μεγάλης πολιτικής αλλαγής θα πνεύσει στην χώρα. Και στο ένα σενάριο και στο άλλο (εδώ δεν κάνουμε πρόβλεψη), ένα είναι βέβαιο: οι αυτοδιοικητικές εκλογές δεν θα έχουν αποτελέσει πρόκριμα. Αυτό ήταν το μόνο νόημα της ανάλυσης που προηγήθηκε.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ