Φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει νοήμων άνθρωπος που να μην αντιλαμβάνεται ότι το πολιτικό προσωπικό της χώρας «παίζει» επικοινωνιακά με το Σύνταγμα, τον θεμελιώδη νόμο του κράτους. Τι άλλο μπορεί να είναι η πομπώδης εξαγγελία ευρείας αναθεώρησης από τον Πρωθυπουργό λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές για την Αυτοδιοίκηση και την Ευρωβουλή; Επιδιώκει μήπως σοβαρό διάλογο για συγκεκριμένες προτάσεις; Επιθυμεί να διεξαχθεί ο διάλογος στα τηλεοπτικά παράθυρα, όπου οι υποψήφιοι δήμαρχοι και ευρωβουλευτές, μεταξύ άλλων, θα πετούν και καμιά κουβέντα για το Σύνταγμα;
Το χειρότερο είναι ότι έτσι συνεχίζεται μια κάκιστη παράδοση. Το 2001, πάλι για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, χωρίς κανένας να ενδιαφέρεται και χωρίς οι ίδιοι οι βουλευτές να γνωρίζουν τι ψηφίζουν, πραγματοποιήθηκε μια σαρωτική αναθεώρηση (άλλαξε 79 διατάξεις), η οποία ήταν μνημείο προχειρότητας και πολυλογίας. Το Σύνταγμά μας κατέληξε να περιέχει πάνω από 27.000 λέξεις, να είναι δηλαδή διπλάσιο σε μέγεθος από το μέσο Σύνταγμα της Ευρώπης των «28» που είναι περίπου 15.000 λέξεις. Μόλις πέντε χρόνια αργότερα εξαγγέλθηκε νέα εκτεταμένη αναθεώρηση που τελικά κατέληξε το 2008 στην αναθεώρηση τεσσάρων μόνο διατάξεων.
Στο ερώτημα γιατί αρέσει στους πολιτικούς μας να «παίζουν» κάθε λίγο και λιγάκι με το Σύνταγμα η απάντηση είναι απλή: Επιχειρούν να καλύψουν την απροθυμία και την ανικανότητά τους να πραγματοποιήσουν οποιαδήποτε σημαντική μεταρρύθμιση με την εξαγγελία αναθεώρησης που λειτουργεί σαν πανάκεια για τη λύση όλων των προβλημάτων μας. Δεν υπάρχει κανείς σοβαρός άνθρωπος που να θεωρεί το Σύνταγμα τροχοπέδη στις αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα.
Βεβαίως το ερώτημα αν χρειάζεται ή όχι αναθεώρηση τίθεται ανεξαρτήτως των προθέσεων και των προεκλογικών παιχνιδιών του Πρωθυπουργού. Σε αυτό η απάντηση είναι αδίστακτα καταφατική. Μερικές διατάξεις, όπως π.χ. αυτή της ποινικής ευθύνης υπουργών, είναι κοινός τόπος ότι πρέπει να αναθεωρηθούν. Αλλες, όπως η αναθεώρηση του άρθρου 16, είναι ώριμες από καιρό και μπορούν να προχωρήσουν.
Μεγάλες όμως θεσμικές αλλαγές, όπως η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με ταυτόχρονη ενίσχυση του ρόλου του ή η ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου, που, χωρίς καμία ιδιαίτερη σκέψη επαναφέρει ο Πρωθυπουργός, δεν μπορεί παρά να ενταχθούν σε μια γενικότερη συζήτηση που αφορά την όλη αρχιτεκτονική του πολιτεύματος. Απομονωμένες αυτές οι προτάσεις δεν σημαίνουν τίποτα και τα επιχειρήματα εναντίον τους είναι πολλά και πειστικά. Το ίδιο απερίσκεπτη είναι και η πρόταση για περιορισμό της επιλογής της δικαστικής ηγεσίας από την κυβέρνηση. Τα όρια της δικαστικής εξουσίας και ο έλεγχος αυτής είναι από τα πιο σημαντικά ζητήματα που πρέπει να μας απασχολήσουν.
Αν επιθυμούμε μια ουσιαστική αναθεώρηση, ασφαλώς πρέπει να προσεγγίσουμε το ζήτημα με μια διαφορετική φιλοσοφία από εκείνη του παρελθόντος που συνεχίζει ο κ. Σαμαράς. Το Σύνταγμα αποτελεί καταστατικό νόμο που προορίζεται να διαρκέσει, ει δυνατόν, στο διηνεκές και γι’ αυτό πρέπει να περιέχει αποκλειστικά τις θεμελιώδεις και γενικές αρχές συγκρότησης μιας πολιτείας. Δεν είναι ένα κείμενο στο οποίο προσθαφαιρούμε λέξεις, προτάσεις και άρθρα κατά το δοκούν. Κυρίως, δεν είναι ένα κείμενο στο οποίο προσθέτουμε διατάξεις πολιτικού βερμπαλισμού (όπως π.χ. η πρόταση για την προστασία της εθνικής ταυτότητας και της ελληνικής γλώσσας) είτε διατάξεις οι οποίες είναι της αρμοδιότητας του κοινού νομοθέτη. Η συντριπτική πλειονότητα των τριάντα προτάσεων του κ. Σαμαρά είναι αρμοδιότητας του κοινού νομοθέτη και θα μπορούσαν να είχαν ήδη υλοποιηθεί αν υπήρχε στοιχειώδης πολιτική βούληση εκ μέρους του. Δεν απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση για να μειωθεί ο αριθμός των βουλευτών ή της κυβέρνησης ή να επιταχυνθούν οι αποκρατικοποιήσεις και οι δημόσιες συμβάσεις.
Το χειρότερο είναι ότι όλες αυτές οι άσχετες διατάξεις παράγουν τελικά ένα φλύαρο και αναποτελεσματικό Σύνταγμα, που δεν ξεχωρίζει σε τίποτα από τους κοινούς νόμους. Αν θέλουμε να κάνουμε μια σοβαρή αναθεώρηση, ας πάρουμε ένα ψαλίδι και ας κόψουμε τους βερμπαλισμούς και τις ανάρμοστες για ένα Σύνταγμα διατάξεις. Προφανώς όμως αυτό απαιτεί νηφαλιότητα, ενδελεχή συζήτηση με όλες τις πολιτικές δυνάμεις και συναίνεση για ένα λιτό Σύνταγμα που να περιλαμβάνει τις θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής μας συμβίωσης. Η πρόταση του κ. Σαμαρά δεν έχει την παραμικρή σχέση με αυτές τις προϋποθέσεις.
Ο κ. Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υποψήφιος ευρωβουλευτής με Το Ποτάμι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ