Η δυσκολία να προσδιορισθούν με σχετική βεβαιότητα οι από αρκετούς εικαζόμενες ανακατατάξεις στην πολιτική σκηνή οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είναι εμφανής αυτή τη στιγμή μια σαφής, πλειοψηφική και συμπαγής, κοινωνική δυναμική «καθεστωτικής αλλαγής». Γνωρίζουμε κατά προσέγγιση τα πολλά και εν πολλοίς αντιφατικά μεταξύ τους «κοινωνικά θέλω», όπως γνωρίζουμε και τις πρωτοβουλίες που εκδηλώνονται σε όλο το πολιτικό φάσμα για την ανατοποθέτηση των φορέων τους στο «νέο σκηνικό». Θα έλεγε κανείς ότι οι εικασίες ή και οι βεβαιότητες για ανατροπές στην πολιτική σκηνή κατά μεγάλο μέρος προέρχονται από αυτές τις εκ των άνω κινήσεις τμημάτων της πολιτικής ελίτ και λιγότερο από την ίδια την κοινωνία. Η τελευταία δίνει την εικόνα ότι παραμένει ακόμη ανέκφραστη, διαιρεμένη μέσα στις αγωνίες της, χωρίς προσανατολισμό. Η μόνη βεβαιότητα που αποδεσμεύεται φαίνεται να είναι αυτή του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, χωρίς ωστόσο οι κατ’ εξοχήν φορείς της να μπορούν να επιβάλουν την πολιτική τους κυριαρχία. Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά: καμία μείζων πολιτική, κοινωνική ή και αξιακή διαίρεση αυτή τη στιγμή, όπως π.χ. Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο, Δεξιά/Αριστερά, φτωχοί/πλούσιοι, συντήρηση/πρόοδος, δεν φαίνεται να μπορεί να ομογενοποιήσει συλλογικά και ατομικά συμφέροντα και να τους προσδώσει αξιόπιστη πλειοψηφική προοπτική εξουσίας. Οι διαιρέσεις αυτές διασχίζουν οριζόντια όλους τους κοινωνικούς χώρους και αντανακλώνται σε όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους, παλιούς και νέους. Η δυσκολία επιβολής της μιας διαίρεσης επάνω στις άλλες είναι το χαρακτηριστικό της σημερινής περιόδου και θα μπορούσε να απεικονισθεί κυρίως στη συγκρότηση νέων υβριδικών υποκειμένων, τα οποία φαίνονται εγκλωβισμένα στις κοινωνικές αντιφάσεις που καλούνται να εκπροσωπήσουν. Αν εξαιρέσουμε τη ρατσιστική και αντισημιτική Ακροδεξιά, αυτό το φαινόμενο αποτυπώνεται με μεγαλύτερη ευκρίνεια σε εκείνους τους φορείς που δημιουργήθηκαν την τελευταία περίοδο και αποκρυσταλλώνεται στην παροιμιώδη προγραμματική ασάφειά τους Για τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ η εκ μέρους τους προωθούμενη διαίρεση Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο, παρά μια ορισμένη κοινωνική ανθεκτικότητά της, μοιάζει πλέον να υπονομεύει σοβαρά την αξιοπιστία τους. Για τον ΣΥΡΙΖΑ αυτό αποτυπώνεται στη δημοσκοπική του στασιμότητα, για τους ΑΝΕΛ στη στελεχική και πολιτική αποδυνάμωσή τους. Σε ό,τι αφορά τη ρευστή φυσιογνωμία του Ποταμιού, η συνεχιζόμενη προγραμματική ασάφειά του δεν είναι άσχετη μιας αβαθούς και εφήμερης προεκλογικής συσπείρωσης που θέλει να εκφράσει, ενώ αναπάντητο παραμένει το ουσιαστικό ερώτημα κατά πόσον η αξιακή διαίρεση πρόοδος/συντήρηση επάνω στην οποία θεμελιώθηκε το εγχείρημά του είναι ικανή να μακροημερεύσει.
Σε αυτό το πλαίσιο οι εξελίξεις στον χώρο της Κεντροαριστεράς αποκτούν κομβική σημασία και για έναν επιπλέον λόγο: διότι συναρτώνται και συναντώνται με ένα ουσιαστικό δίλημμα, με αυτό της πολιτικής σταθερότητας, αναγκαία συνθήκη ώστε να διασφαλισθεί η πορεία εξόδου από την κρίση. Στον χώρο της Κεντροαριστεράς ανταγωνίζονται δύο λογικές. Η μία, εκπροσωπούμενη από την Ελιά, που επιχειρεί να συνδυάσει, λόγω και έργω, το καθήκον της πολιτικής σταθερότητας με το αίτημα της πολιτικής ανανέωσης. Και η άλλη λογική, κατ’ όνομα «κεντροαριστερή», αφού, εκτός των άλλων, δεν τυγχάνει ρητής διεκδίκησης, που εκπροσωπείται από Το Ποτάμι, το οποίο όχι μόνο δεν αναλαμβάνει το συνεπαγόμενο πολιτικό κόστος από μια τοποθέτησή του στο ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών με στόχο την πολιτική σταθερότητα αλλά δεν δημοσιοποιεί καν σε ποια πολιτική ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου θα επιλέξει να ενταχθούν ο ή οι εκπρόσωποί του που θα προκύψουν από την αναμέτρηση των ευρωεκλογών. Για την ώρα τουλάχιστον Το Ποτάμι υπάρχει δημοσκοπικά ως πολιτικά κρυπτόμενο, ενώ η Ελιά δεν αναλαμβάνει απλώς και μόνο το μερίδιο του κόστους που αναλογεί σε μέρος των δυνάμεων που τη συναποτελούν για το παρελθόν αλλά απαντά με σαφήνεια στην πρόκληση της πολιτικής σταθερότητας, εκφράζοντας ταυτόχρονα και αιτήματα πολιτικής ανανέωσης. Η μεθοδευμένη αοριστία του Ποταμιού, την ίδια στιγμή που φαίνεται να αποτελεί εκλογικό πλεονέκτημά του, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε αχίλλειο πτέρνα του αν το δίλημμα σταθερότητα/αστάθεια κατόρθωνε να επιβληθεί ως ρεαλιστική εκλογική και πολιτική επιλογή που, χωρίς φυσικά να αρνείται την ανάγκη της πολιτικής ανανέωσης, δεν τη μυθοποιεί χρησιμοποιώντας την ως οδό διαφυγής από τις προσκλήσεις της πραγματικότητας, με πρώτη αυτήν της διακυβέρνησης της χώρας.
Αν το ζήτημα της «εξουσίας» αποτελεί βασική «αλήθεια» της πολιτικής, κερδισμένες θα μπορούσαν να αναδειχθούν εκείνες οι δυνάμεις που θα κατορθώσουν να το επιβάλουν ως βασικό αιτούμενο της επερχόμενης αναμέτρησης των ευρωεκλογών, ανταποκρινόμενες ταυτόχρονα σε αιτήματα ανανέωσης του πολιτικού συστήματος. Το στοίχημα είναι ιδιαίτερα δύσκολο, αν λάβουμε υπόψη μας ότι σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση δεν διακυβεύεται τυπικά η διακυβέρνηση της χώρας, αλλά και αν συνυπολογίσουμε ότι η τιμωρητική διάθεση μερίδας του εκλογικού σώματος παραμένει ενεργή. Αλλά η ανατροπή μιας δημοσκοπικής αίσθησης των συντελούμενων «υπόγειων» διεργασιών και των εικαζόμενων «ανακατατάξεων» δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την αξιόπιστη πολιτικοποίησή της. Και αυτή περνά μέσα από το κομβικό ζήτημα της «εξουσίας», δηλαδή της πολιτικής σταθερότητας, της ευθύνης της διακυβέρνησης.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ