«Η ενασχόλησή μου μαζί του έχει καλύψει το μείζον μέρος της ζωής μου» είπε στο «Βήμα» οκ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, πολυσχιδής ιστορικός του νεότερου Ελληνισμού, πρώην πρόεδρος και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Στο νέο βιβλίοτου «Αναφορές στον Ελευθέριο Βενιζέλο»(προσεχώς από τις εκδόσεις Καστανιώτη) συγκεντρώνει δεκατρία εμπεριστατωμένα άρθρα που καλύπτουν διαχρονικά την πολιτική δράση του «εμπνευσμένου» ηγέτη από τα πρώτα χρόνια της πολιτείας του στην Κρήτη ως την ύστερη περίοδο της ζωής του, τη δεκαετία του 1930, και αναδεικνύουν «κάποιες όψεις του στις οποίες δεν έχει ριχθεί ειδικά φως». Κατά τα έτη 1962 – 1965 ήταν αυτός που κατέταξε –ως επί πτυχίω φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής –το αρχείο του Ελευθερίου Βενιζέλου, όταν ο βυζαντινολόγος και τότε διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Μανόλης Χατζηδάκης αναζητούσε «ένα παιδί να αναλάβει αυτό το έργο». Ο κ. Σβολόπουλος μας υποδέχθηκε σε μια αίθουσα του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος της χώρας στα μέσα της εβδομάδος και συζήτησε με «Το Βήμα» το κείμενό του «Το επιστημονικό έργο της ιστορίας», την άποψή του για τον «ευσυνείδητο ιστορικό» επί της ουσίας, που δημοσιεύθηκε στο τελευταίο τεύχος της «Νέας Εστίας».
Κύριε Σβολόπουλε, τι εννοείτε όταν λέτε ότι ο ιστορικός οφείλει να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικός με «τη ζωντανή μνήμη που ενεργοποιεί τον συλλογικό βίο»; Συμπεριλαμβάνετε σε αυτό και τους διάφορους εθνικούς «μύθους»;
«Λέω ότι αποτελεί αμφισβητήσιμη ενέργεια η αβασάνιστη απόρριψη, στο όνομα σκοπιμοτήτων της παρούσας στιγμής, παραδεδομένων εικόνων εφόσον έχουν συντελέσει στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι. Οι «μύθοι» αυτοί δεν ανταποκρίνονται πάντοτε σχολαστικά σε έναν ρασιοναλιστικό «επιστημονισμό» –ενίοτε μάλιστα τείνουν φαινομενικά να τον αναιρέσουν. Η Ιστορία δεν υπόκειται στους νόμους της φυσικής επιστήμης, απαιτώντας θετική μόνο –σε κάθε περίπτωση –τεκμηρίωση. Επιβάλλεται να συμπεριλάβει και τη συλλογική συνείδηση προκειμένου να διακρίνει μέσα στο παρελθόν όχι μόνο τα γεγονότα αλλά και τη σημασία τους, «όχι τη μηχανική κίνηση των αιτίων και αιτιατών αλλά τον ειρμό του νοήματός τους» –κατά τον Ευάγγελο Παπανούτσο. Η τυχόν ολιγωρία ή η συνειδητή παραμέληση αυτής της παραμέτρου θα κινδύνευε να μην αποδώσει την ορθή διάσταση της εκάστοτε συγκυρίας. Η παρατήρηση αυτή δεν υπονοεί ότι στην περίπτωση που αποδειχτεί μια ιστορική ανακρίβεια πρέπει να αποκρυβεί. Απαιτείται όμως η αποτίμηση ή, ενδεχομένως, η επίδειξη σεβασμού για μια παραδοσιακή αφήγηση που έχει ζυμωθεί με ορισμένες πραγματικότητες και, ενίοτε, διαπλάθει ή εξηγεί μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία».

Ο ιστορικός, υποστηρίζετε, οφείλει με κριτικό πνεύμα να αξιοποιεί κάποιες «αρχές γενικότερης ισχύος». Στην περίπτωση της ελληνικής Ιστορίας αναφέρετε ως τέτοιες το «πάθος για ελευθερία» και τη «διχαστική ροπή» που «επαναλαμβάνονται υπό μεταλλασσόμενες μορφές». Οι τάσεις αυτές συμπορεύτηκαν μάλλον συγκρουόμενες στην Ιστορία μας…
«Ο ιστορικός οφείλει να εξάρει αφενός τις αρετές –όπως είναι το «πάθος για την ελευθερία» –και αφετέρου να επισημάνει τα αρνητικά σημεία –όπως κυρίως τη «διχαστική ροπή» όταν μάλιστα διαπιστώνει ότι αυτά τα τελευταία κατατρύχουν ακόμη, κατά τη γνώμη του, τον βίο των νεοελλήνων. Πράγματι, οι δυο αντιφατικές αυτές δυνάμεις συγκρούονται, όχι μόνο στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, αλλά και σε μεταγενέστερο χρόνο: παραδείγματα, κατεξοχήν, ο Α’ και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και, κυρίως, η Μικρασιατική Καταστροφή. Ο νεότερος Ελληνισμός κινείται ανάμεσα σε αντιθετικές πραγματικότητες –προϊόν, οδηγείται μοιραία να πιστέψει κανείς, του ιδιαίτερου χαρακτήρα του. Είναι παρήγορο, αναμφισβήτητα, ότι η πρώτη τάση αναδεικνύεται σε δύσκολες στιγμές»…
Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση των νεοελλήνων με την Ιστορία τους;
«Είναι κρίμα ότι οι νεοέλληνες διατηρούν μια τόσο επιπόλαιη και επίπλαστη σχέση με την Ιστορία τους. Θεωρώ ότι η Ιστορία δεν διδάσκει –και ορθώς ως έναν βαθμό. Το αντικείμενο της ιστορικής αποτίμησης εντοπίζεται στο παρελθόν, στην εξέταση και την ανάλυση ενεργειών ήδη τετελεσμένων ή και ιδεών που δεν έχουν καταρχήν διατυπωθεί για να τύχουν εφαρμογής κατά το παρόν. Το ιδανικό, το οποίο οφείλει να εμπνέει το έργο του ευσυνείδητου ιστορικού, έγκειται στην πιστή, κατά το δυνατόν, απεικόνισή τους. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η ενασχόληση με την Ιστορία δεν προσφέρεται για να αντλήσουμε συμπεράσματα ενίοτε χρήσιμα. Αν, από τη μια κινδυνεύει η Ιστορία να μεταβληθεί σε θεραπαινίδα της πολιτικής επιστήμης ή της κοινωνιολογίας, από την άλλη, μπορεί να διαγραφεί ως εποικοδομητική η συναγωγή πορισμάτων γενικής εμβέλειας. Είναι δυνατόν, πράγματι, υπό ορισμένες περιστάσεις να επιχειρηθεί η επισήμανση καταστάσεων ή γεγονότων κατά το παρελθόν υπό μορφή ενίοτε διδακτική για το σύγχρονο γίγνεσθαι. Ανάλογη βεβαίως προσφυγή δεν εντάσσεται στον πρωταρχικό σκοπό της επιστημονικής Ιστορίας και, κατά βάση, δεν αποτελεί φυσική προέκτασή της∙ κυρίως όμως δεν συνεπάγεται την οποιαδήποτε προσαρμογή των ιστορούμενων στις ρευστές ανάγκες του παρόντος».
Πώς ακούτε αυτούς που αναλύουν τη σημερινή επίπονη συγκυρία με όρους όπως «εμφύλιος πόλεμος» ή «χούντα»;
«Αυτές οι φωνές –στο μέτρο που υπάρχουν –είναι απαίσιες. Μόνον οι λέξεις «εμφύλιος», «χούντα», «διχασμός», αρκούν για να προκαλέσουν ρίγος. Υπάρχει, άραγε, ισχυρότερη επιβεβαίωση ότι η σχέση των νεοελλήνων με την Ιστορία τους είναι επιπόλαιη και επίπλαστη;».
Η σημερινή κρίση έθεσε και σε αμφισβήτηση τον ιστορικό προσανατολισμό της Ελλάδος, το «ανήκομεν εις την Δύσιν» του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Το όραμα ωστόσο αποδεικνύεται ισχυρό. Πώς θα ήταν μια Ελλάδα μόνη της στον σημερινό κόσμο;
«Ξεκινώ από το τελευταίο σκέλος της ερώτησής σας. Καταρχήν, οσάκις η χώρα μας βρέθηκε «μόνη» υπέστη, κατά κανόνα, δεινή ήττα. Και αντίστροφα, οι επιτυχίες της στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής πραγματοποιήθηκαν στις περιπτώσεις που συνέπραξε διπλωματικά με ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη της διεθνούς κοινωνίας. Παραδείγματα, στην πρώτη περίπτωση, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, η μικρασιατική εκστρατεία μετά το 1920, η τραγωδία της Κύπρου. Υπέρ της δεύτερης, αντίθετα, συγκυρίας συνηγορεί η ευτυχής έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η μικρασιατική εκστρατεία και η πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου προ του 1920, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου. Το φαινόμενο αυτό είναι φυσικό να έχει επιταθεί στις μέρες μας λόγω της γενικής αλληλεξάρτησης των κρατικών μονάδων. Πόρισμα που οφείλει κατεξοχήν να καθοδηγεί τους Ελληνες και που δεν ομολογείται κατά κανόνα ρητά επειδή είναι αντιδημοφιλές. Αναφέρατε όμως τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο ίδιος, πρέπει να σας πω, ήταν αποθαρρυμένος στη δεκαετία του 1990 –στον βαθμό που την έζησε –από την εξέλιξη της Ενωμένης Ευρώπης. Τον στενοχωρούσε ότι είχε αρχίσει να παρεκκλίνει από τις θεμελιακές της καταβολές. Δεν μου το είχε εκφράσει προσωπικά αλλά αυτό προκύπτει από τα κείμενα και τις εκμυστηρεύσεις του».
Αν σας ζητούσα να μου προσδιορίσετε τη θέση του νεότερου Ελληνισμού στον 21οαιώνα, τι θα μου λέγατε;
«Θα σας έλεγα ότι δεν είμαι ειδικός. Αν, εντούτοις, επιμένατε θα σας απαντούσα ότι θα όφειλαν οι συμπατριώτες μας, εγκύπτοντας σοβαρά στην Ιστορία, να αντλήσουν τα αναγκαία πορίσματα για τον σωτήριο ρόλο της κοινής προσπάθειας και της απαραίτητης ομόνοιας. Το ερώτημα, κατά συνέπεια, θα μπορούσε να είναι: ποια δύναμη προσφέρεται προκειμένου να εξισορροπήσει τις αδυναμίες της Ελλάδος στον διεθνή χώρο; Η απάντηση δεν μπορεί –κατά τη γνώμη μου –να είναι άλλη: η Δύση και κατά κύριο λόγο η Ευρώπη. Η παράδοση, οι ιστορικές εμπειρίες, η σύγχρονη πραγματικότητα αυτό υπαγορεύουν. Είναι όμως, ασφαλώς, βέβαιο ότι η γενικότερη αυτή επιλογή βασίζεται στο όραμα των ιδρυτών της Ενωμένης Ευρώπης, το οποίο εδραζόταν σε πολιτιστικά και κατ’ επέκταση πολιτικά, και όχι σε στενά οικονομικά κριτήρια».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ