Ο μεγάλος αριθμός νέων με μεταπτυχιακούς τίτλους αποτελεί αναμφίβολα κεφάλαιο για τη χώρα. Προέκυψε όμως από σπόντα, χωρίς πρόγραμμα, ως αποτέλεσμα των προσωπικών σχεδίων και επιδιώξεωντων συγκεκριμένων ατόμων και όχι με βάση κάποιες προβλέψεις ή έναν σχεδιασμό. Υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι σαφές κατά πόσον αυτό το κεφάλαιο μπορεί να αξιοποιηθεί. Υπάρχουν νέοι με πολλά προσόντα και δεξιότητες αλλά δεν υπάρχουν γι’ αυτούς θέσεις στα δημόσια πανεπιστήμια (μεταδιδακτορικές ή καθηγητικές), δεν υπάρχουν (παρά ελάχιστα) μη κρατικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης να τους απορροφήσουν, δεν υπάρχει η παραγωγή και η αγορά που θα τους πάρει γιατί τους χρειάζεται. Ετσι, τα μεταπτυχιακά διπλώματα μεταφράζονται σε μόρια στον δημόσιο τομέα (για να αυξάνουν κάπως τον μισθό ή να ευνοούν σε έναν βαθμό την υπαλληλική εξέλιξη) ή αποτελούν προσωπικές κατακτήσεις που δύσκολα εξαργυρώνονται στην αγορά εργασίας (για να μην πούμε ότι αποτελούν εμπόδιο σε μια γλίσχρα οικονομία καθώς συχνά οι μεταπτυχιακοί τίτλοι αποτρέπουν τους εργοδότες να προσλάβουν τους κατόχους τους για θέσεις που δεν τα απαιτούν).
Η έκρηξη στα μεταπτυχιακά προγράμματα στην Ελλάδα που έδωσαν χιλιάδες αποφοίτουςτις τελευταίες δεκαετίες συνδέεται με τη διαθεσιμότητα κοινοτικών κονδυλίων που χρησιμοποιήθηκαν σε πλείστες περιπτώσεις για αυτόν τον σκοπό με τη γνωστή λογική της απορρόφησης. Δηλαδή, εφόσον υπήρχαν διαθέσιμα χρήματα έπρεπε να απορροφηθούν και τι καλύτερος τρόπος να απορροφηθούν από το να χτίσουν συγχρόνως διάφορα κέντρα ισχύος στα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Τα ειδικά μεταπτυχιακά προγράμματα πολλαπλασιάζονταν (και μαθαίνουμε ότι πολλαπλασιάζονται ακόμη και σήμερα κατά παρέκκλιση όσων προβλέπει ο νόμος για προηγούμενη πιστοποίηση από την ΑΔΙΠ), όχι γιατί υπήρχε σχεδιασμός ή το απαιτούσαν οι επιστημονικές εξελίξεις στην Ελλάδα και διεθνώς, αλλά πολύ συχνά γιατί αποτελούσαν πρόσφορο πεδίο για να αναπτυχθούν ή να ισχυροποιηθούν, με εύκολα χρήματα, συγκεκριμένες σφαίρες επιρροής,
Στα προγράμματα αυτά βρήκαν στέγη άνθρωποι που ζητούσαν γνησίως την επιμόρφωση, άνεργοι πτυχιούχοι που ανέμεναν την πρώτη ευκαιρία για δουλειά, μόνιμοι συνεργάτες καθηγητών σε σχέση προσωπικής εξάρτησης για την εκτέλεση ερευνητικών προγραμμάτων υπό τον μανδύα μεταπτυχιακών σπουδών, δημόσιοι υπάλληλοι (εκπαιδευτικοί, ένστολοι, υπάλληλοι υπουργείων κ.λπ.) για την εξασφάλιση (και) των μορίων που δίνουν οι μεταπτυχιακοί τίτλοι, επίδοξοι και εν ενεργεία πολιτευτές για να αναβαθμίσουν το βιογραφικό τους. Οσα μεταπτυχιακά προγράμματα σχεδιάστηκαν σωστά και υποστηρίχθηκαν από διδάσκοντες με ακαδημαϊκό ήθος απέφυγαν αδιαφανείς διαδικασίες εισαγωγής, ευνοιοκρατικές σχέσεις, πελατειακές συναλλαγές, την οικογενειοκρατία και γενικώς την κακή ποιότητα. Ορισμένα από αυτά δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από σοβαρά μεταπτυχιακά προγράμματα του εξωτερικού αλλά πασχίζουν να σταθούν όρθια σε ένα περιβάλλον πενιχρών μέσων και συνεχούς αβεβαιότητας ακόμη και ως προς τα πιο στοιχειώδη (π.χ., να είναι ανοιχτό το ίδρυμα).
Το κράτος, παρά την κρίση και την οικονομική στενότητα, θα μπορούσε να δείξει το ενδιαφέρον του για μεταπτυχιακές σπουδές που οδηγούν σε νέα γνώση και προσφέρουν ειδικές δεξιότητες αν προέβλεπε κάποιες υποτροφίες, έστω ελάχιστες, αλλά σε σταθερή βάση. Τα ίδια τα πανεπιστήμια θα έπρεπε να μεριμνούν για την εξασφάλιση πόρων (με χορηγίες, συσφίγγοντας τις σχέσεις τους με την αγορά, κ.λπ.) ώστε να αμείβονται ορισμένοι τουλάχιστον από τους μεταπτυχιακούς φοιτητές (όπως και μεταδιδάκτορες) για να μπορούν απερίσπαστα να αφοσιώνονται στην έρευνα και στις σπουδές τους. Αντ’ αυτού βλέπουμε να αφήνεται η τύχη των μεταπτυχιακών προγραμμάτων και της υποστήριξης των μεταπτυχιακών φοιτητών στις ενέργειες των μεμονωμένων καθηγητών που αγωνίζονται να εξασφαλίσουν κάποια χρηματοδότηση. Παρατηρείται δηλαδή το γενικότερο φαινόμενο να στήνουμε μία δομή, έναν θεσμό, και να τον εγκαταλείπουμε στην τύχη του, για να διεκπεραιώνει απλώς μηχανικά μία λειτουργία, χωρίς μέριμνα για το πώς αυτός μπορεί να υποστηριχθεί, πώς μπορεί να ενταχθεί και να είναι χρήσιμος και αποτελεσματικός στην κοινωνία. Ο θεσμός παράγει αποτελέσματα (διπλώματα, αποφοίτους, ερευνητικά συμπεράσματα, δημοσιεύσεις) για τα οποία δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται κανείς πλην των άμεσα εμπλεκομένων. Οπότε τα αποτελέσματα αυτά σκορπίζουν και «ιδιωτικοποιούνται», με την έννοια ότι γίνονται ιδιωτική υπόθεση καθηγητών και σπουδαστών, δεν επιστρέφουν στον θεσμό, δεν επιστρέφουν με οργανωμένο τρόπο στην κοινωνία. Ορισμένες μάλιστα φορές ο ίδιος ο θεσμός ιδιωτικοποιείται με την κακή έννοια, γίνεται δηλαδή αντικείμενο εκμετάλλευσης από αυτούς που τον νέμονται και παρασιτούν επ’ αυτού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρόβλεψη (ως δυνατότητα) του νόμου Διαμαντοπούλου για ενιαία σχολή μεταπτυχιακών σπουδών στα Ιδρύματα, με ενιαία διοίκηση, κοινούς κανόνες και αρχές, δεν έχει υλοποιηθεί αφού καθένας θέλει να διατηρεί τον έλεγχο των μεταπτυχιακών προγραμμάτων που διευθύνει. Ούτε η παλαιότερη πρόβλεψη για 5 υποψήφιους διδάκτορες ανά καθηγητή εφαρμόζεται αφού ανακοινώθηκε στη διάρκεια της πρόσφατης απεργίας στο ΕΚΠΑ ότι στην Ιατρική Σχολή, με 668 καθηγητές, υπάρχουν 10.500 υποψήφιοι διδάκτορες! Η αναλογία είναι περίπου 1/15 που δεν πρέπει να είναι η χειρότερη δεδομένου ότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες καθηγητές «επιβλέπουν» περισσότερες από 20 διατριβές.
Πολλοί απόφοιτοι των ελληνικών πανεπιστημίων ακολουθούν μεταπτυχιακές σπουδές σε χώρες της Ευρώπης και τις ΗΠΑ. Αυτό είναι καλό (παρότι δείχνει ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα τους διώχνει) γιατί οι νέοι ξεφεύγουν από τον ελληνικό επαρχιωτισμό, γνωρίζουν ξένες χώρες και μια άλλη ακαδημαϊκή κουλτούρα, έρχονται σ’ επαφή με την ακμή της έρευνας και μαθαίνουν ν’ ανοίγουν τα φτερά τους στην έρευνα και στη ζωή με αυτοπεποίθηση σε ένα περιβάλλον που αναγνωρίζει την αξία και σέβεται τη νομιμότητα. Μακάρι να δημιουργήσουμε τους όρους ώστε να επιστρέψουν στη χώρα μας για να μεταλαμπαδεύσουν όσα έχουν διδαχθεί.
Η κυρία Βάσω Κιντή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ