Το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαΐου πιστοποίησε την κυρίαρχη τάση στους πολιτικούς προσανατολισμούς του κοινού, όπως αυτή καταγραφόταν σε όλες τις δημοσκοπήσεις: την αποσταθεροποίηση βασικών αξόνων δόμησης και λειτουργίας του πολιτικού συστήματος των τριών τελευταίων δεκαετιών, και κυρίως της δικομματικής του δεσπόζουσας. Οι εκλογικές απώλειες για τα δύο κόμματα εξουσίας ανέρχονται περίπου σε 3,3 εκατομμύρια ψήφους, με το ΠαΣοΚ να έχει χάσει περισσότερο από το 72% της δύναμής του και τη ΝΔ σχεδόν τους μισούς ψηφοφόρους της. Και αυτό συνέβη μόλις δυόμισι χρόνια από την τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Το φαινόμενο συνιστά ριζική τομή στην πολιτική ιστορία της Μεταπολίτευσης και μοιάζει να παραπέμπει σε μια ακαριαία μεταφορά της συνολικής και βίαιης διετούς κρίσης της τελευταίας διετίας στο πεδίο της πολιτικής.
Ανεξάρτητα από τις πιθανές και πολλαπλές ερμηνείες του εκλογικού αποτελέσματος, αλλά και πριν από αυτές, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι εκείνο το οποίο συνοδεύει αυτή την απορρύθμιση της δικομματικής «πολιτικής αγοράς» είναι ένας εκτεταμένος πολυκερματισμός των σχέσεων πολιτικής αντιπροσώπευσης. Η Βουλή της 6ης Μαΐου είναι μια Βουλή πολυκομματική, χωρίς όμως κάποια πολιτική δύναμη να μπορεί να διεκδικήσει ηγεμονική θέση.
Κι αυτό όχι επειδή δεν βοηθά η εκλογική και η κοινοβουλευτική αριθμητική, αλλά, κυρίως, διότι πρόκειται για έναν πολυκομματισμό με πολυδιάστατη και πολύμορφη πόλωση στους εσωτερικούς συσχετισμούς του. Και οι όποιες διεργασίες ανασύνθεσης των χώρων του εκλογικού ανταγωνισμού προς τα δεξιά και προς τα αριστερά του πολιτικού άξονα θα πρέπει να εννοηθούν ως σχεδιασμοί για την ανάσχεση της εντροπίας του κομματικού συστήματος, αλλά με πολύ κρίσιμη χρονική υστέρηση. Στην κάλπη της 6ης Μαΐου έχει ήδη αποτυπωθεί ο συνδυασμός ενός πολωμένου κερματισμού των πολιτικών αντιπροσωπεύσεων και μιας αμφισβήτησης των διαιρετικών τομών, που για δεκαετίες όριζαν διακριτούς πολιτικούς χώρους διαμορφώνοντας διακεκριμένες πολιτικές ταυτότητες.
Παράλληλα, σχεδόν το 20% του εκλογικού σώματος επέλεξε να αντιπροσωπευθεί πολιτικά στην κάλπη αλλά δεν μπόρεσε να αντιπροσωπευθεί στο Κοινοβούλιο. Αυτός ο μαζικής κλίμακας (1,2 εκατομμύρια) αποκλεισμός ψηφοφόρων από το κεντρικό πολιτικό παίγνιο, αυτό το ασύμπτωτο μεταξύ των δύο στιγμών της αντιπροσώπευσης, της πολιτικής και της κοινοβουλευτικής, συμβαίνει επίσης για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση. Και αποτελεί μια πολλαπλώς σημαίνουσα ένδειξη για το ιδιότυπο κενό στο οποίο κινείται σήμερα το συμβόλαιο κανονιστικής πλαισίωσης της κοινωνίας από την πολιτική, του επί μέρους από το συλλογικό, του ιδιαίτερου από το συνολικό, της μερικής από τη γενική βούληση. Δεν μπορεί ένα πολιτικό σύστημα να αναζητήσει ξανά την ισορροπία του διά του αποκλεισμού κάποιων «μερών» του. Η εγγενής λογική του, η λογική του Ολου, σε στιγμές μάλιστα σφαιρικής και μη ελέγξιμης κρίσης όπως η σημερινή, του υπαγορεύει να διασφαλίσει την αξιακή συνοχή των μεταβολών που, πάντα σε τέτοιες στιγμές, συντελούνται ακανόνιστα, αυθόρμητα, στο κοινωνικό πεδίο. Οι πολίτες άσκησαν το δικαίωμά τους την 6η Μαΐου να επιλέξουν να αντιπροσωπευθούν πολιτικά από τον ΛΑΟΣ, τους Οικολόγους, τα κόμματα της κυρίας Μπακογιάννη και του κ. Μάνου, τη Δημιουργία, ξανά! Είναι 780.000 πολίτες σ’ αυτή την επιλογή, περισσότερο από το 12% του εκλογικού σώματος. Αυτοί οι πολίτες δεν είναι εκκεντρικοί, ανήκουν στην «πραγματική χώρα» του Τοκβίλ. Και ένα πολιτικό σύστημα που είναι καταδικασμένο να επιδιώκει τις ισορροπίες του, ακριβώς ως «σύστημα» Κυβερνητικής, δεν μπορεί παρά να μεριμνά για τη θεσμική ενσωμάτωση των πολιτών της πραγματικής χώρας στη «νόμιμη χώρα».
Πόσο «μεταβατική» μπορεί να θεωρηθεί η κάλπη της 6ης Μαΐου; Είναι ένα ερώτημα που παραπέμπει ευθέως τόσο στο σημείο μηδέν όπου βρέθηκε το κομματικό σύστημα, μέσα από τον κατακερματισμό δύναμης των ιστορικών και των νέων πολιτικών παικτών του, των ιστορικών και των νεοπαγών του πολιτικών ελίτ, όσο και στην οριακού επιπέδου ρευστότητα των εκλογικών επιλογών. Σύμφωνα με τα δεδομένα του ενιαίου exit poll, ένα 40% των εκλογέων αποφάσισε για την ψήφο του τις τελευταίες 15 ημέρες πριν από τις εκλογές, και, από αυτούς, το 20% αποφάσισε «στο παραβάν». Σε αυτό το πρωτόφαντα μαζικό εκλογικό σώμα της αργοπορημένης εκλογικής επιλογής, το φαινόμενο του bad wagon effect υπήρξε για πρώτη φορά διαλυτικό για τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, που ως τώρα απορροφούσαν την εκλογική αυτή στάση ως επιβεβαίωση της δικής τους συστημικής αδράνειας. Στην κάλπη της προηγούμενης Κυριακής ευνοήθηκαν από αυτό το διογκωμένο τώρα εκλογικό στρώμα, από αυτό το μείγμα παρατεταμένης αμηχανίας επιλογής και διάχυτης «αντισυστημικής διάθεσης», ο ΣΥΡΙΖΑ και οι Ανεξάρτητοι Ελληνες. Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκολπώθηκε ένα 20% των ψηφοφόρων ΠαΣοΚ του 2009, ο κ. Καμμένος ένα αντίστοιχο 15% της ΝΔ. Παράλληλα, ένα πολύ μεγαλύτερο τμήμα ψηφοφόρων απ’ ό,τι στο παρελθόν δεν αισθάνονται «κομματικοί πατριώτες» στην εκλογική επιλογή τους. Οι κομματικές συνταυτίσεις εισέρχονται στη ζώνη του λυκόφωτος, αυξάνοντας την έλλειψη έρματος στο κομματικό σύστημα. Κι αυτό έχει συνέπειες για όσους επιχειρούν μονοσήμαντες αναγνώσεις του εκλογικού αποτελέσματος.
Αν στην εκλογική συμπεριφορά δεσπόζει ένα ποικίλο «αντί», τι και πώς θα μπορέσει να υπάρξει ως μια κατάφαση ικανή να αναδιατάξει σε ένα θετικό πρόταγμα τη δομή και τους συσχετισμούς ισχύος ενός διαφαινόμενου αλλά και εύθραυστου νέου τοπίου πολιτικών αντιπροσωπεύσεων; Η σελίδα της Ιστορίας σε αυτό γύρισε το 1981.
Προς τα πού και με ποιους όρους μπορεί να γυρίσει σήμερα αυτή η σελίδα; Οταν η κοινωνικά ερματισμένη ιστορία γίνεται ένα παράρτημα «μνημονίου – αντιμνημονίου»; Οταν η σβάστικα εισβάλλει στο Πέραμα, στο Κερατσίνι, στην Καισαριανή; Οταν στο αδήριτο μεταίχμιο του εθνικού – υπερεθνικού προβάλλει ισοπεδωτικά η παρηγορία της μήτρας μιας εθνικής πατρίδας, που στοιβάζει τη διαφορά στο κοινωνικό και στο πολιτικό κάτω από μια «ενιαία ψυχή», έναν «λαό των Ελλήνων»;
Οταν ο ρεπουμπλικανικός πατριωτισμός του Συντάγματος υποτάσσεται σ’ ένα εθνο-λαϊκό σύγκριμα αντίστασης στους «ξένους», κι από ‘κεί στους συλλήβδην εχθρούς του άμωμου «έθνους» – Ευρωπαίους (κατά προτίμηση Γερμανούς), μαζί με Πακιστανούς, Τούρκους, Τσιγγάνους, πάσης φύσεως βρώμικους και άρρωστους; Το εθνο-πατριωτικό μέτωπο «αντίστασης» αντάμα με τον αυθεντικό εθνικισμό του νεοναζιστικού ρατσισμού. Η «αυγή» της «ανεξαρτησίας» μιας νέας Ελλάδας που δίνει διπλό μάθημα μέσα κι έξω: απέναντι στους μετανάστες, και σ’ όλους αυτούς που φιλοτεχνούνται στο ιστορικό κάδρο ως ένας αείποτε παρών «εχθρός». Μετράει πάντα ένα «καθαρό μέσα», που διεκδικεί να καθηλώσει στον δεσμό αίματος μιας ψυχωσικής κοινότητας την κοινωνική μοίρα των ανθρώπων.
Στα στοιχεία που παρατίθενται εδώ, η Αριστερά δεν μπορεί να κάνει μονοσήμαντη ανάγνωση. Γιατί υπήρξε πάντα στον ευρωπαϊκό κόσμο ως ανέστιος και μαζί νοσταλγός πολίτης. Ιδιαίτερα σε τούτη τη χώρα. Να το αναλάβει αυτό.

Ο κ. Τάκης Καφετζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ