Στην παράγραφο 20 του άρθρου 80 του Ν. 4009/2011, για τη «Δομή, Λειτουργία, Διασφάλιση της Ποιότητας των Σπουδών και Διεθνοποίηση των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων» προβλέπεται ότι «τέσσερα χρόνια μετά τη δημοσίευσή του, με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ανατίθεται στην Ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.) η συγκρότηση ομάδας εμπειρογνωμόνων με διεθνή σύνθεση για την αξιολόγηση των αλλαγών του νόμου και τη σύσταση προτάσεων για τυχόν αναθεώρηση διατάξεων. Η ομάδα εμπειρογνωμόνων συντάσσει έκθεση μέσα σε έξι μήνες από τη συγκρότησή της και την υποβάλλει στον Υπουργό. Για την υποστήριξη της ομάδας η ΑΔΙΠ συλλέγει τα απαραίτητα στοιχεία από την πορεία εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου».

Η πρόβλεψη αυτή για την αναθεώρηση διατάξεων του νόμου, δεν έχει, μέχρις στιγμής, απασχολήσει εκείνα τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας που μετέχουν στην επώνυμη και ενυπόγραφη εκστρατεία για τη μη εφαρμογή του, ούτε έχει αξιοποιηθεί από την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, με τη δέουσα προσοχή, προκειμένου να πείσει για τις αγαθές προθέσεις της. Η δυνατότητα αναθεώρησης του νέου νόμου, μετά από τέσσερα χρόνια αποτελεί, ωστόσο, ένα ισχυρότατο εργαλείο στα χέρια όσων νοιάζονται για την ανώτατη εκπαίδευση.

Πολύ ισχυρότερο, νομίζω, από την αδιέξοδη (προς στιγμήν) συζήτηση περί τη συνταγματικότητα ή μη του πρόσφατου νόμου (που μπορεί να διερευνάται στις δικαστικές αίθουσες παράλληλα με την εφαρμογή του) και πολύ αποδοτικότερο, οπωσδήποτε, από τις βίαιες εκδοχές ανατροπής του, που δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά ούτε το σύνολο των διδασκόντων ούτε τη σιωπηλή πλειοψηφία των διδασκομένων, όπως πρόσφατα έχει καταγραφεί.

Οι δομικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των Α.Ε.Ι. ομολογουμένως ακολουθούν διεθνή πρότυπα που είναι ενδεχόμενο να οδηγήσουν σε μαρασμό «μη παραγωγικών» επιστημονικών πεδίων (αν κρίνουμε από το πρόσφατο κακό παράδειγμα της κατάργησης του Τμήματος Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, με απόφαση του Πρύτανή του, αλλά και τη γενικότερη υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών σε διεθνές επίπεδο).

Είναι, ωστόσο, στη δικαιοδοσία και τις υποχρεώσεις της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας, στο πλαίσιο του νέου νόμου, να πείσει ότι τα ερευνητικά επιτεύγματα στους τομείς των λεγόμενων θεωρητικών σπουδών, ανάμεσα στους οποίους οι πανεπιστημιακές αρχαιολογικές ανασκαφές, για παράδειγμα, μπορεί να αποδειχτούν πολλαπλώς ανταποδοτικά, σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, επειδή βεβαιωμένα προσελκύουν το διεθνές επιστημονικό, και όχι μόνον ενδιαφέρον.

Σε ένα γενικότερο επίπεδο, η επιτυχημένη εφαρμογή των προβλεπόμενων στον νέο νόμο δομικών αλλαγών στη διοίκηση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων εξαρτάται, εν πολλοίς, από εκείνους που θα κληθούν να τις υλοποιήσουν. Αν τα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου επιλεγούν με βάση αντικειμενικά κριτήρια, όπως εκείνα που περιγράφονται στο νόμο (κι εδώ δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο αποκλείονται από αυτά οι διατελέσαντες καθηγητές και η πολύτιμη εμπειρία τους), αν ο Πρύτανης και οι Κοσμήτορες των Σχολών αναδειχθούν με βάση τις εγνωσμένες τους διοικητικές ικανότητες, το επιστημονικό κύρος τους και το εκπαιδευτικό τους ήθος, τότε η αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση της ακαδημαϊκής κοινότητας στη νέα Σύγκλητο μπορεί να λειτουργήσει θετικά.

Σε ένα ειδικότερο επίπεδο, η ευθύνη για τη σύνταξη των Οργανισμών και των Εσωτερικών Κανονισμών των Ιδρυμάτων, των Σχολών και των νέων Προγραμμάτων Σπουδών μέσα από τους οποίους θα διαμορφωθεί η φυσιογνωμία τους και η οργάνωση του διδακτικού και ερευνητικού τους περιεχομένου, αποτελεί μέγιστη πρόκληση για τις ακαδημαϊκές κοινότητες των ελληνικών Α.Ε.Ι. Στη μεταβατική περίοδο που θα μεσολαβήσει μέχρι την εγκατάσταση των νέων θεσμικών οργάνων, στη διάρκεια, δηλαδή του τρέχοντος ακαδημαϊκού έτους, οι ειδικές επιτροπές θα πρέπει να δουλέψουν σκληρά για την επιδιωκόμενη αναβάθμιση, με γνώμονα τις ανάγκες της επιστήμης και της κοινωνίας και την υποχρέωση για πτυχία με αντίκρισμα στην έρευνα και την εργασία και με στόχο την αξιοποίηση και την προβολή των τοπικών ή περιφερειακών χαρακτηριστικών της έδρας τους.

Θεωρώ την ανάληψη αυτής της ευθύνης για την ανασυγκρότηση της ανώτατης εκπαίδευσης από τους ίδιους τους πανεπιστημιακούς δασκάλους πολύ εποικοδομητικότερη από τα διλήμματα που διατυπώνονται από τις ηγεσίες τους και αφορούν στον τρόπο μετάβασης από το παλιό στο νέο. Θα ένιωθα, μάλιστα, περισσότερο ασφαλής για το μέλλον αυτής της χώρας, αν η ακαδημαϊκή κοινότητα, παρά τις αντιρρήσεις της για επιμέρους (ουσιαστικά και μη) ζητήματα που εγείρει ο νέος νόμος, τολμούσε να αδράξει αυτή την ευκαιρία και να κάνει την κριτική του παρελθόντος, να αποδείξει στην πράξη ότι ενδιαφέρεται για την αναβάθμιση των σπουδών και των υποδομών που τις (ή θα έπρεπε να τις ) υποστηρίζουν και να αναδείξει, εντέλει, τις κρυμμένες δυνατότητες και τα άγνωστα στους πολλούς επιτεύγματά της, αποκαθιστώντας, έτσι την άδικα απαξιωμένη συμβολή της στην ανώτατη εκπαίδευση.

Στην κρίσιμη αυτή (και δοκιμαστική) περίοδο των πρώτων τεσσάρων ετών, μέχρι την πρώτη αξιολόγηση του νέου νόμου, οι δύο πυλώνες της ανώτατης εκπαίδευσης, διδάσκοντες και διδασκόμενοι, θα πρέπει να συναντηθούν. Όχι για να ανατρέψουν ένα νόμο που τουλάχιστον προσπαθεί να ακυρώσει παρωχημένες αντιλήψεις, να αποδυναμώσει κατεστημένους μηχανισμούς και να αναθεωρήσει αδιέξοδους στόχους, αλλά με στόχο να τον αξιοποιήσουν ως σημείο αναφοράς και ως πρόκληση για μια νέα προσέγγιση σε ουσιαστικά ζητήματα που αφορούν την ανώτατη εκπαίδευση και το ρόλο της. Ακόμη κι πρόκειται να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι μετά την πρώτη εφαρμογή του ο νέος νόμος για τη Δομή, τη λειτουργία, τη Διασφάλιση της Ποιότητας των Σπουδών και τη Διεθνοποίηση των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων θα πρέπει σύντομα να τροποποιηθεί ή (ίσως και να αντικατασταθεί) από έναν ακόμη καλύτερο, η προσπάθεια είμαι σίγουρη ότι θα πιάσει τόπο.

Αν αποδεχτούμε ως σημείο εκκίνησης τη γενική διαπίστωση ότι ο Ν. 1268/82 κακοφόρμισε στα τριάντα χρόνια της εφαρμογής του, και ότι εδώ και καιρό η ακαδημαϊκή κοινότητα όφειλε να έχει πιέσει για την αναθεώρησή του, έχουμε υποχρέωση, διδάσκοντες και διδασκόμενοι, ως οι κατεξοχήν αρμόδιοι, να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που μας παρέχει ο νέος νόμος, να τον εφαρμόσουμε και -με αφορμή τις αλλαγές που προτείνει- να συνεχίσουμε εποικοδομητικά τη μεγάλη συζήτηση, κρατώντας ζωντανό ένα δημιουργικό διάλογο που αφορά το παρόν και το μέλλον μας.