Κάθε έθνος βιώνει διαφορετικά το παρελθόν, ή, αλλιώς, επειδή ομάδες ανθρώπων εκλαμβάνουν διαφορετικά τα περασμένα υπάρχουν τα έθνη. Οι μηχανισμοί αυτών των εθνικών ιστορικών κατασκευών υποχρεωτικά περιλαμβάνουν διαστρεβλώσεις, υπερβολές και αποσιωπήσεις. Στον τουρκικό λόγο η «καταστροφή» της Σμύρνης ονομάζεται «απελευθέρωση» και ταυτίζεται με χαρμόσυνα συμβάντα: με εθνική νίκη, ελευθερία, ανεξαρτησία… Και η φωτιά που σχεδόν εξαφάνισε την πόλη δεν θα μπορούσε να είναι πηγή θρήνων, εφόσον μια «καταστροφή μας» θα διατάραζε τον συμβολισμό της εθνικής χαράς. Ας δούμε πώς αυτά επιτυγχάνονται στα τουρκικά σχολικά βιβλία και στη λογοτεχνία της άλλης πλευράς.


Τα σχολικά εγχειρίδια, ειδικά στην Τουρκία όπου το κράτος επεμβαίνει αποφασιστικά στη συγγραφή τους, απεικονίζουν πληρέστερα την «επίσημη» εκδοχή της ιστορίας. Σ’ αυτά τα εγχειρίδια επί πέντε δεκαετίες δεν υπήρξε καμιά αναφορά στην καταστροφή της Σμύρνης, παρ’ όλο που τονίζουν πολύ συχνά ότι ο ελληνικός στρατός έκαψε στην Ανατολία χωριά, κωμοπόλεις και πόλεις, ειδικά κατά την υποχώρησή του. Το 1969 για πρώτη φορά σε ένα σχολικό βιβλίο ιστορίας λυκείου διαβάζουμε ότι στις 9 Σεπτεμβρίου 1922, καθώς ο τουρκικός απελευθερωτικός στρατός πλησιάζει, η πόλη φλέγεται: «Οι Ελληνες έβαλαν φωτιά στη Σμύρνη σε διάφορα σημεία, αυτό είναι το τελευταίο κακό που κάνουν καθώς τρέχουν και φεύγουν» (Mesleki). Εκτοτε αυτή η στερεότυπη φράση επαναλαμβάνεται στα σχολικά εγχειρίδια.


Δηλαδή στα πρώτα χρόνια του νέου τουρκικού κράτους η φωτιά της Σμύρνης γενικά αποσιωπάται, ενδεχομένως επειδή υπήρχαν μαρτυρίες, και μάλιστα από το περιβάλλον του Μ. Κεμάλ, που απέδιδαν τη φωτιά σε φανατικούς τούρκους ανεγκέφαλους στρατιωτικούς διοικητές (Atay). Μετά τη δεκαετία του 1970, δηλαδή με την επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την ενδυνάμωση των εθνικιστών, ο «Αλλος» δαιμονοποιείται. Αξίζει να σημειωθεί ότι για να κατασκευαστεί ο ένοχος μεταφέρεται η ημερομηνία της φωτιάς από τις 13 Σεπτεμβρίου στις 9! Για να δέσει ο μύθος θα πρέπει οι Ελληνες να κάψουν την πόλη πριν ο τουρκικός στρατός την καταλάβει και πριν να εγκατασταθεί σ’ αυτήν ο Μ. Κεμάλ. Για πρώτη φορά μόλις το 1996 αναφέρεται η σωστή ημερομηνία της φωτιάς (Palazojlu), και αποδίδεται σε δολιοφθορά των «μειονοτήτων» (στους «Ρωμιούς που θέλουν να ιδρύσουν ξανά το Βυζάντιο» και στους Αρμένιους). Σ’ αυτή την περίπτωση ο Μ. Κεμάλ εμφανίζεται μέσα στη Σμύρνη, να παρακολουθεί τη φωτιά θλιμμένος αλλά να «στρέφει τις σκέψεις του στην πολιτισμένη και ευημερούσα Σμύρνη του μέλλοντος».


Πέρα από τον συνήθη ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου – του Αλλου, του Ελληνα στην περίπτωσή μας – η καταστροφή της πόλης στα σχολικά εγχειρίδια περιγράφεται σαν ένα χαρμόσυνο γεγονός παρά τις υλικές ζημιές που προκαλεί. Σε μια φανταστική επιστολή ένας μαθητής, π.χ., γράφει: «… δεν υπήρξε μέχρι σήμερα τέτοια γιορτή σε πυρκαγιά… Δεν λυπόμασταν για τα έπιπλα, για την περιουσία μας… τραγουδούσαμε όλο χαρά… Ακούσαμε ότι ο Μ. Κεμάλ αύριο θα μπει στη Σμύρνη… καπνός έβγαινε από παντού, αλλά εμείς χαρούμενοι βγήκαμε στους δρόμους να τον υποδεχτούμε. Θεέ μου, τι μεγάλη χαρά!» (Demiray).


Το τουρκικό μυθιστόρημα δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις. Γενικά το θέμα δεν ελκύει τους δημιουργούς: α) επί δεκαετίες η ημιεπίσημη εκδοχή της καταστροφής της Σμύρνης περιβαλλόταν από μια αμηχανία και ένα αίσθημα ενοχής σχετικά με τους υπαίτιους, β) το θλιβερό γεγονός δεν άρμοζε με το ευτυχές τέλος, δεν μπορούσε να προσφέρει στον εθνικό μύθο, ούτε σαν θριαμβολογία ούτε σαν μοιρολόγι. Τελικά, παρά την ύπαρξη δεκάδων μυθιστορημάτων που αφηγούνται την «ελληνική βαρβαρότητα» στην Ανατολία και την «εισβολή των Ελλήνων στη Σμύρνη», η καταστροφή της Σμύρνης είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Μόνο τρία μυθιστορήματα (μεταξύ περίπου τετρακοσίων που ερευνήθηκαν) αναφέρονται στη φωτιά. Το κάθε ένα όμως αναπτύσσει μια (σχετικά) διαφορετική ερμηνεία.


Το πρώτο, Το άστρο του Ντικμέν, γραμμένο στη δεκαετία του 1920, δεν εστιάζει στο ξεκίνημα (και στους υπαίτιους) της φωτιάς και βασικά παρουσιάζει το τραγικό φινάλε σαν εθνικά επιθυμητό: «Οι φλόγες που αναδύονται από τις οροφές των σπιτιών έδιναν στις ψυχές ένα αίσθημα σωτήριου νερού… Σημαίνουν ευτυχία αυτοί οι καπνοί στη Σμύρνη… Μήπως ξεθάβουν και τα θεμέλια καθώς καίνε τα σπίτια;… Τι ωραία φωτιά, τι επιβλητικές φλόγες… Καθώς τα σπίτια καίγονται το ένα μετά το άλλο, οι ψυχές ευφραίνονται» (Gόndόz). Ο συγγραφέας δεν είναι ένας νέος Νέρωνας αλλά απλώς ένας νεαρός εθνικιστής που επιθυμεί να μην απομείνουν τα σημάδια του Αλλου στη χώρα του.


Ο γνωστός μαρξιστής ποιητής Ναζήμ Χικμέτ είναι ο μόνος που σε ένα μυθιστόρημά του (Ωραίο είναι να ζει κανείς, φίλε μου!, που κυκλοφόρησε στη δεκαετία του 1960 αλλά είναι παλαιότερο) αναφέρει τον «ελληνικό στρατό» ως εμπρηστή της πόλης. Πάντως ο Ν. Χικμέτ δεν χωρίζει τους ανθρώπους σύμφωνα με την εθνότητά τους αλλά ταξικά: στο μυθιστόρημά του αυτό, οι εργαζόμενοι και οι εκμεταλλευτές αποτελούν δύο εχθρικά στρατόπεδα και το κάθε ένα εμπεριέχει Ελληνες και Τούρκους. Αλλά ταυτόχρονα εισάγει και την έννοια του «ιμπεριαλισμού»: κρίνει ότι οι Ελληνες είναι όργανά του και έτσι νομιμοποιείται να ταυτίζεται με το εθνοαπελευθερωτικό κίνημα του Κεμάλ. Το τρίτο μυθιστόρημα, Η Ιερή Επανάσταση, γραμμένο το 1968 από έναν γνωστό στην Τουρκία μαρξιστή, τον Χ. Ι. Ντινάμο, παρουσιάζει την τρίτη τουρκική εκδοχή της καταστροφής, δηλαδή ότι την έκαψαν οι έλληνες κάτοικοι σε συνεργασία με τους Αρμένιους (όπως και στα τελευταία σχολικά βιβλία). «Αν και λέγεται ότι οι Ελληνες έβαλαν τη φωτιά στην πόλη ανατινάζοντας την εκκλησία της Αγίας Τριάδας, υπάρχουν υποψίες ότι και αρμένιοι ληστές έχουν σχέση με αυτά». Η «καταστροφή» και εδώ δεν προκαλεί θλίψη, ούτε τραυματίζει το αίσθημα της νίκης: ο Μ. Κεμάλ παρακολουθεί τη φωτιά και λέει «Ας καούν! Θα τα ξαναχτίσουμε!» (Dinamo).


Η καταστροφή μιας πόλης είναι το τέλος ενός ωραίου ονείρου και σημειολογικά η ήττα για τη μια μεριά, ενώ για την άλλη το τέλος ενός εφιάλτη και η αφετηρία ενός ελπιδοφόρου μέλλοντος.


Ο κ. Ηρακλής Μήλλας είναι πολιτικός επιστήμονας και διδάσκει τουρκικά και τουρκική λογοτεχνία και ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.