Την κατεδάφιση του συνδικαλιστικού νόμου 1264/1982 ζητούν οι δανειστές εν όψει της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη αξιολόγηση τον Σεπτέμβριο, επικεντρώνοντας στον τρόπο λήψης των αποφάσεων για απεργιακές κινητοποιήσεις, αλλά και σε μια σειρά δικαιωμάτων που προβλέπονται για τα συνδικαλιστικά στελέχη.
Η κυβέρνηση αποδέχεται το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος νόμος είναι παρωχημένος και χρειάζεται τροποποιήσεις, ωστόσο δεν υιοθετεί ανοιχτά τις θέσεις των δανειστών και μιλάει για «βελτιώσεις» του νομοθετικού πλαισίου.
Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται και η κοινή θέση στην οποία κατέληξαν εργοδοτικές και εργατικές οργανώσεις στην πρόσφατη συμφωνία των πέντε σημείων, όπου σε ένα εξ αυτών σημειώνουν πως «ο συνδικαλιστικός νόμος πρέπει να εκσυγχρονιστεί, χωρίς να τίθεται σε αμφισβήτηση το δικαίωμα στην απεργία και στη συνταγματική προστασία συνδικαλιστικής δράσης».
Ωστόσο έντονη ανησυχία καταγράφεται στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος και κυρίως σε συνδικαλιστικά στελέχη, καθώς εκτιμάται ότι οι αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο θα προκαλέσουν έντονες αντιδράσεις στον χώρο των εργαζομένων και θα δημιουργήσουν αντίρροπες τάσεις για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι πρώτες αντιδράσεις


Ανησυχία υπάρχει και στις μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, καθώς και στις οργανώσεις των εργαζομένων των ΔΕΚΟ και των τραπεζών, αφού οι αλλαγές στον τρόπο λήψης των αποφάσεων για απεργιακές κινητοποιήσεις, όπως και το «ξήλωμα» συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, θα έχουν ως κύριο στόχο τα συνδικάτα του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Δεν είναι τυχαία άλλωστε η πρόσφατη δήλωση του προέδρου της ΓΣΕΕ κ. Ι. Παναγόπουλου με την οποία εξέφραζε την ανησυχία του για τις επερχόμενες εξελίξεις και προσέθετε ότι δεν υπάρχει λόγος αλλαγών της σχετικής νομοθεσίας για τη συλλογική συνδικαλιστική δράση, καθώς η εθνική νομοθεσία συνάδει με τους κανόνες και τις πρακτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Σύμφωνα με τις ως τώρα πληροφορίες οι προτάσεις τις οποίες έχουν διατυπώσει οι δανειστές γύρω από τις αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο περιλαμβάνουν:
  • Αλλαγή του τρόπου λήψης αποφάσεων για την πραγματοποίηση απεργιών.
  • Αύξηση του χρόνου προειδοποίησης για απεργία στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
  • Μείωση των ημερών συνδικαλιστικής άδειας, περιορισμό των αμειβομένων αδειών στις απολύτως απαραίτητες και περιορισμό των προσώπων που δικαιούνται άδειες.
  • Δραστική μείωση των ημερών αδικαιολόγητης απουσίας συνδικαλιστή και ευθυγράμμιση με τα ισχύοντα για κάθε εργαζόμενο.
  • Δυνατότητα απόλυσης συνδικαλιστών για σπουδαίο λόγο.
  • Περιορισμό των συνδικαλιστών που απολαμβάνουν προστασία, κατάργηση της δυνατότητας παροχής προστασίας μέσω του καταστατικού των συνδικαλιστικών οργανώσεων και μείωση του αριθμού των προστατευόμενων ιδρυτικών μελών μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση προσέρχεται στη διαπραγμάτευση με τις εξής προτάσεις, αλλά και «κόκκινες γραμμές» σε ό,τι αφορά τις αλλαγές του συνδικαλιστικού νόμου:

1. Απεργίες.
Η κυβέρνηση συμφωνεί ότι χρειάζεται αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνεται η απόφαση για κήρυξη της απεργίας. Να γίνει «επί το δημοκρατικότερον» επισημαίνει ο κ. Κατρούγκαλος, χωρίς να διευκρινίσει τι εννοεί, καθώς έχουν διατυπωθεί προτάσεις η απόφαση να λαμβάνεται από το σύνολο των μελών ενός σωματείου, γεγονός το οποίο φαίνεται δημοκρατικότερο αλλά καθίσταται έτσι δυσκολότερο να ληφθεί απόφαση για απεργία. Αλλα σημεία αλλαγών αφορούν την οργάνωση των συνδικάτων ώστε να αυξηθεί ο αριθμός των συνδικαλισμένων και να βελτιωθεί η πρόσβαση εργαζομένων στα συνδικάτα για κάποιους που σήμερα δεν εκφράζονται μέσα από αυτά.

2. Χρηματοδότηση των συνδικάτων.
Αλλαγές στον τρόπο χρηματοδότησης των οργανώσεων με στόχο να μη γίνεται με κρατικό χρήμα αλλά από τις εισφορές των συνδικαλισμένων. Για το θέμα αυτό θα ζητηθεί η γνώμη των συνδικάτων.

3. Ανατροπές στο καθεστώς προστασίας των συνδικαλιστών.
Οι συνδικαλιστές θα μπορεί να απολύονται σε περιπτώσεις ποινικών αδικημάτων ή απιστίας ή ύστερα από μακρά απουσία από την εργασία τους. Σήμερα το ερώτημα της απόλυσης συνδικαλιστή τίθεται σε ειδική επιτροπή η οποία καλείται να εξετάσει αν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι που αναφέρονται ρητά στον συνδικαλιστικό νόμο.

4. Μείωση των ημερών συνδικαλιστικής άδειας
και των προσώπων που τις δικαιούνται. Στον 1264/1982 αναφέρονται ρητά οι άδειες που δικαιούνται οι συνδικαλιστές αναλόγως με τη θέση τους. Ξεκινούν από πέντε ημέρες τον μήνα και φθάνουν ως το σύνολο της θητείας τους.

5. Ανταπεργία (λοκ άουτ).
Στο τραπέζι έχει τεθεί και η επαναφορά του λοκ άουτ, δηλαδή το κλείσιμο της επιχείρησης σε περιπτώσεις απεργιακών κινητοποιήσεων. Το «δικαίωμα της ανταπεργίας» καταργήθηκε με τον νόμο 1264/82, ωστόσο ορισμένοι εργοδοτικοί φορείς θέτουν –από καιρού εις καιρόν –το αίτημα της επαναφοράς του. Στον αντίλογο οι συνδικαλιστικές οργανώσεις σημειώνουν ότι η ανταπεργία δεν εφαρμόζεται πουθενά στην Ευρώπη και ως εκ τούτου δεν συντρέχει λόγος αλλαγής του υφιστάμενου καθεστώτος απαγόρευσης.

Τι προτείνουν οι ειδικοί
Η μελέτη Παπαδημητρίου
Σύμφωνα με μελέτη του καθηγητή της Νομικής Σχολής κ. Κ. Παπαδημητρίου, η οποία έγινε το 2014, όταν είχε τεθεί ξανά το θέμα των αλλαγών στον συνδικαλιστικό νόμο, το νομικό καθεστώς της χώρας μας «κινείται» στο «κέντρο της ευρωπαïκής κλίμακας» και ως εκ τούτου δεν χρήζει τροποποίησης.
Ωστόσο προκύπτει ότι «υπάρχουν τομείς του συνδικαλιστικού νόμου (1264/1982) που χρήζουν βελτιώσεων», όπως και «ορισμένες πρακτικές στρέβλωσης του νόμου».
Ως «σημεία βελτιώσεων» και «στρεβλώσεις» αναφέρονται οι εκτεταμένες –σε διάρκεια –συνδικαλιστικές άδειες που προβλέπονται στον νόμο, αλλά και το ζήτημα της προστασίας των συνδικαλιστών σε περιπτώσεις απολύσεων.
Σύμφωνα με τη μελέτη του κ. Παπαδημητρίου στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης υπάρχει «ειδικό προστατευτικό καθεστώς» για τους συνδικαλιστές, αλλά προβλέπονται «ειδικοί και σπουδαίοι λόγοι» που όταν συντρέχουν μπορεί να αρθεί η προστασία.
Πάντως και στον νόμο 1264/82 προβλέπονται ειδικοί λόγοι για την απόλυση συνδικαλιστών.
Το ζήτημα είναι κατά πόσον η καταγγελία της σύμβασης θα γίνεται αφού προηγηθεί «ειδική άδεια» από δικαστήριο ή διοικητικό όργανο (ισχύει σε Βέλγιο, Βουλγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία) ή ο έλεγχος της νομιμότητας της απόλυσης θα ακολουθεί, όπως συμβαίνει σε Ισπανία και Ιταλία.
Σχετικά με τον τρόπο κήρυξης της απεργίας η μελέτη διαπιστώνει τα εξής:
  • Η Ελλάδα ως προς τους όρους κήρυξης της απεργίας τοποθετείται στο κέντρο της ευρωπαϊκής κλίμακας (απόφαση από τη γενική συνέλευση της συνδικαλιστικής οργάνωσης και μάλιστα με μυστική ψηφοφορία των μελών της και απόφαση του διοικητικού συμβουλίου αν πρόκειται για οργάνωση πανελλαδικής εμβέλειας, δευτεροβάθμια οργάνωση ή τριτοβάθμια οργάνωση). Mόνο στη Bουλγαρία απαιτείται απόφαση της πλειοψηφίας του συνολικού αριθμού των εργαζομένων.
  • Ως προς την προειδοποίηση του εργοδότη πριν από την απεργία, η χώρα μας έχει τις συντομότερες προθεσμίες, δηλαδή 24 ώρες. Η μακρότερη προειδοποίηση του εργοδότη, που αφορά σε επιχειρήσεις κοινής ωφελείας (και είναι τέσσερις ημέρες), είναι και πάλι «από τις συντομότερες στην Ευρώπη».
  • Ως προς την ανταπεργία (λοκ άουτ) η Eλλάδα ανήκει στις χώρες (μαζί με την Πορτογαλία και τη Bουλγαρία) που ρητά απαγορεύουν την ανταπεργία, αλλά αντισταθμίζεται με τη δυνατότητα του εργοδότη να μην καταβάλλει μισθούς σε μη απεργούς με βάση το άρθρο 656 όταν βρίσκεται σε αδυναμία αποδοχής των υπηρεσιών τους. Aντίστοιχη ρύθμιση εντοπίζεται στη Γαλλία, στην Πολωνία και στην Iταλία, ενώ η αμυντική ανταπεργία αναγνωρίζεται υπό προϋποθέσεις στη Γερμανία, στο Bέλγιο, στο Hνωμένο Bασίλειο και στην Iσπανία.
  • Στην Eλλάδα είναι έντονη η παρέμβαση των δικαστηρίων, τα οποία αξιολογούν τα αιτήματα της απεργίας, τις διαδικασίες κ.λπ., και έτσι συχνά οι απεργίες κηρύσσονται παράνομες και καταχρηστικές και απαγορεύεται η συνέχισή τους, με την απειλή χρηματικής ποινής αλλά και προσωπικής κράτησης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ