Με την ολοκλήρωση των stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κλείνει για τις ελληνικές τράπεζες το μεγάλο κεφάλαιο της ανακεφαλαιοποίησης, που άνοιξε το 2012 με την πρώτη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους. Οι εγχώριοι όμιλοι θα μπορούν πλέον απαλλαγμένοι από το βάρος των συνεχών ελέγχων της κεφαλαιακής τους επάρκειας να εστιάσουν στις δραστηριότητές τους, δίνοντας έμφαση στη διαχείριση των προβληματικών δανείων και στην ενίσχυση της χρηματοδότησης της οικονομίας.
Σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες και τις ενδείξεις που υπήρχαν ως αργά το βράδυ της Παρασκευής, οι συνολικές κεφαλαιακές ανάγκες για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες που θα δημοσιοποιηθούν σήμερα το μεσημέρι θα είναι «απολύτως διαχειρίσιμες». Δύο από τους τέσσερις ομίλους εμφανίζονται να έχουν υπερεπάρκεια κεφαλαίων, χάρη και στις αυξήσεις που πραγματοποίησαν την περασμένη άνοιξη, ενώ οι άλλοι δύο εκτιμάται ότι θα καλύψουν τις όποιες ανάγκες προκύψουν μέσα από τα πλάνα αναδιάρθρωσης που εφαρμόζουν και, αν χρειαστεί, μέσα από εκδόσεις μετοχών, το πιθανό ύψος των οποίων σε καμία περίπτωση δεν προκαλεί ανησυχία.
Με αυτά τα δεδομένα, κυβερνητικές πηγές εκτιμούν ότι το «μαξιλάρι» των 11,4 δισ. ευρώ που βρίσκεται στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) θα παραμείνει ανέγγιχτο, ανοίγοντας τον δρόμο για μια συμφωνία με την ΕΕ για τη χρησιμοποίησή του για άλλους σκοπούς, πέραν της στήριξης του τραπεζικού συστήματος. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό του υπουργείου Οικονομικών, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κεφαλαίων θα ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία ενός αποθεματικού στο οποίο θα μπορεί να προσφύγει η χώρα για χρηματοδότηση μέσα στην επόμενη διετία, σε περίπτωση που η πρόσβαση στις αγορές κριθεί ασύμφορη. Με τον τρόπο αυτόν διευκολύνεται η στρατηγική της κυβέρνησης για την είσοδο στη μετά Μνημόνιο εποχή.
Βιώσιμη κερδοφορία


«Ηλθε η ώρα να επικεντρωθούμε στις παραδοσιακές μας εργασίες» σημειώνει κορυφαία τραπεζική πηγή, υπογραμμίζοντας ότι «τους τελευταίους μήνες τα καλύτερα στελέχη μας είχαν αναλάβει την επικοινωνία με τις υπηρεσίες της ΕΚΤ για τη διενέργεια των stress tests, αφήνοντας αναγκαστικά πίσω θέματα που σχετίζονται με την καθημερινή λειτουργία των τραπεζών. Πλέον, θα επιστρέψουν στη βάση τους επιταχύνοντας το έργο επιστροφής σε βιώσιμη κερδοφορία, που αποτελεί βασικό ζητούμενο μετά τη διευθέτηση των κεφαλαιακών εκκρεμοτήτων».
Πάντως, σύμφωνα με την ίδια πηγή, το γεγονός ότι το αποτέλεσμα των stress tests είναι διαχειρίσιμο δεν σημαίνει πως έχουν λυθεί και όλα τα προβλήματα. Από μια ποιοτική ανάλυση των επί μέρους ευρημάτων της άσκησης προσομοίωσης προκύπτουν δύο μεγάλα «αγκάθια» που θα πρέπει να διαχειριστούν οι τραπεζικές διοικήσεις: πρώτον, το τεράστιο χαρτοφυλάκιο προβληματικών χορηγήσεων και, δεύτερον, την ποιότητα των κεφαλαίων.
Οπως εξηγούν τραπεζικοί κύκλοι, τα δάνεια που βρίσκονται σε κάποια μορφής καθυστέρηση, από πολύ αρχική ως προχωρημένη, υπολογίζεται ότι φθάνουν το 50%. Ακόμη λοιπόν και αν οι τράπεζες έχουν καλυφθεί για το μεγαλύτερο μέρος των επισφαλειών, το πρόβλημα παραμένει και θα πρέπει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να διευθετηθεί.
Δύσκολη διαδικασία


Τραπεζικά στελέχη κάνουν λόγο για μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία, που για να «τρέξει» αποτελεσματικά προϋποθέτει κινήσεις από την Πολιτεία, όπως η δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων και η αλλαγή του πτωχευτικού κώδικα για το «ξεβόλεμα» των κακοπληρωτών (σχετικό ρεπορτάζ στη σελ. 4), αλλά και τη λήψη σημαντικών αποφάσεων για τα μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια, οι οποίες δεν είναι εύκολο να ληφθούν όσο δεν ξεκαθαρίζει το πολιτικό τοπίο.
Οριστική εξυγίανση


Χρηματιστηριακοί αναλυτές δεν αποκλείουν στα αποτελέσματα του 2014 οι τράπεζες, με βάση και τη μελέτη της ΕΚΤ για τα χαρτοφυλάκιά τους, να προχωρήσουν σε επιπρόσθετες προβλέψεις με στόχο την οριστική εξυγίανση των ισολογισμών τους. Δεδομένου ότι εφέτος θα δοθεί η δυνατότητα μέρος αυτών των ζημιών να συμψηφιστεί με κέρδη των επόμενων ετών, μια τέτοια κίνηση ευνοείται.
Η λύση αυτή ωστόσο, αν και ποσοτικά είναι αποδεκτή από την ΕΚΤ, έχει ποιοτικά μειονεκτήματα, υπό την έννοια ότι προϋποθέτει την καταγραφή κερδών τα επόμενα χρόνια. Σε περίπτωση ζημιών ή ακόμη και ενός οριακού θετικού αποτελέσματος για τρεις ή τέσσερις συνεχείς χρήσεις, θα τεθεί ζήτημα απώλειας μέρους του μπόνους αυτού.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποκλείεται κάποιες τράπεζες να προχωρήσουν, όταν οι συνθήκες στις αγορές το επιτρέψουν, σε προληπτικές αυξήσεις, με στόχο την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους ισχύος. Αλλωστε Εθνική Τράπεζα και Eurobank θα κληθούν κάποια στιγμή να αποπληρώσουν την κρατική βοήθεια που έλαβαν το 2008 μέσω των προνομιούχων μετοχών του Δημοσίου, ύψους 1,35 δισ. ευρώ και 950 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Αν και δεν υπάρχει πίεση χρόνου για μια τέτοια κίνηση, το υψηλό ετήσιο κόστος αυτών των τίτλων, που επιβάλλεται σε κερδοφόρες χρήσεις, αποτελεί ένα σοβαρό κίνητρο για την ακύρωση ή την αντικατάστασή τους με άλλο μέσο, δεδομένου και του στόχου τους για κέρδη το 2015.
Αν η αποπληρωμή τους δεν γίνει μέσα από τα κεφάλαια που θα αντληθούν από τα πλάνα αναδιάρθρωσης, δεν αποκλείεται οι τίτλοι αυτοί να αντικατασταθούν με μετατρέψιμες ομολογίες, οι οποίες θα έχουν χαμηλότερο κουπόνι. Η ΕΚΤ εκτιμάται ότι δεν θα έφερνε αντίρρηση εφόσον τα ομόλογα αυτά εκδοθούν με ρήτρα μετατρεψιμότητας σε equity αν οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας υποχωρήσουν κάτω από τα ελάχιστα επιτρεπτά όρια.

Η επόμενη ημέρα
Νέος επόπτης στην Ευρώπη η ΕΚΤ

Τεράστιας σημασίας αλλαγές στο καθεστώς ελέγχου των τραπεζών, πανευρωπαϊκά, συντελούνται με την ολοκλήρωση των ασκήσεων προσομοίωσης από την ΕΚΤ. Από την 1η Νοεμβρίου η εποπτεία των τεσσάρων συστημικών τραπεζών (Πειραιώς, Εθνική, Alpha Bank, Eurobank) και ακόμη 126 μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών περνάει στην ΕΚΤ. Πρόκειται για την πιο σημαντική πολιτική αλλαγή προς την κατεύθυνση ενοποίησης στην Ευρώπη που πραγματοποιείται μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Από τις αρχές του επόμενου μήνα ουσιαστικά οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, και μεταξύ αυτών η Τράπεζα της Ελλάδος, χάνουν ακόμη περισσότερες εξουσίες μετά την απώλεια της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της εκτύπωσης χρήματος που συνόδεψε την υιοθέτηση του ευρώ.
Η κρίση των τελευταίων χρόνων απέδειξε ότι το ενιαίο νόμισμα είναι ευάλωτο με κατακερματισμένη τη χρηματοπιστωτική αγορά και χωρίς την ενιαία εποπτεία των τραπεζών. Ετσι αποφασίστηκε να διορθωθεί μια σημαντική αρχιτεκτονική ατέλεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ουσιαστικά πρόκειται για το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής ένωσης με την παραχώρηση όλο και περισσότερων εξουσιών στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων, διαδικασία απαραίτητη και για την πολιτική ενοποίηση.
Επιπλέον, το νέο καθεστώς εποπτείας οδηγεί σε σημαντικές αλλαγές και στη χώρα μας, καθώς περιορίζεται δραματικά ο έλεγχος της εκάστοτε εξουσίας στο τραπεζικό σύστημα. Από την επιβολή διοικήσεων ως την κατανομή των χρηματοδοτικών πόρων. Το πώς θα λειτουργήσει ο κλάδος στο νέο αυτό περιβάλλον, το αν θα μπορέσει πράγματι να απελευθερώσει πόρους για την οικονομία, παραμένει ζητούμενο. Η αλλαγή ωστόσο που συντελείται είναι κομβική και σίγουρα, έστω και σε βάθος χρόνου, θα αλλάξει –ελπίζουμε προς το καλύτερο –τη σταθερότητα του συστήματος αλλά και τη συμβολή του στην ανάπτυξη της οικονομίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ