Μπορεί η τρόικα να δυσπιστεί για την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει τα επόμενα χρόνια το πρωτογενές πλεόνασμα των 2,5 δισ. ευρώ που έχει εξασφαλίσει εφέτος, δεν μπορεί όμως να αμφισβητήσει τη διαπίστωση του Συμβουλίου της Λισαβόνας ότι η χώρα μας έπειτα από τέσσερα χρόνια αιματηρών προσπαθειών πέτυχε τη μεγαλύτερη προσαρμογή και βρίσκεται στην πρώτη θέση της κατάταξης του Euro Plus Monitor.

Αυτό που αναγνωρίζει το ευρωπαϊκό think tank, με επικεφαλής τον οικονομολόγο της αρχαιότερης γερμανικής ιδιωτικής τράπεζας Berenberg (ιδρύθηκε το 1590) καθηγητή Holger Smieding, είναι ότι η Ελλάδα κατάφερε να βελτιώσει τα δημόσια οικονομικά της περιορίζοντας το έλλειμμα κατά 15 μονάδες του ΑΕΠ από το 2009 ως το 2013. Πέτυχε διπλάσια επίδοση από τις άλλες χώρες της κρίσης (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, ακόμη και Ιταλία).
Το κυριότερο όμως είναι ότι οι γερμανοί παρατηρητές σημειώνουν πως η προσαρμογή που υπολείπεται πλέον για την Ελλάδα, η προσπάθεια που απαιτείται από το 2014 ως το 2020, είναι να περιοριστεί το έλλειμμα κατά τρεις μονάδες του ΑΕΠ –πολύ μικρή σε σχέση με αυτά που έγιναν.
Οι διαπιστώσεις αυτές και το γεγονός ότι εφέτος η Ελλάδα θα έχει υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα από τη Γερμανία (!) και το Λουξεμβούργο (οι μόνες χώρες με πλεονασματικό προϋπολογισμό στην ευρωζώνη) αποτελούν το βασικό επιχείρημα της ελληνικής πλευράς –του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, του αντιπροέδρου Ευάγγελου Βενιζέλου και του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα – στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας που φαίνεται να φτάνουν σε αποτέλεσμα.
Υψηλή επίδοση

Οπως εξηγεί ο κ. Στουρνάρας μιλώντας προς «Το Βήμα», «οι διαφορές γεφυρώνονται και η απόστασή μας για το δημοσιονομικό κενό του 2014 περιορίστηκε στα 600 εκατ. ευρώ, που θα καλυφθούν εξ ολοκλήρου με στοχευμένες περικοπές δαπανών, και στο 1 δισ. ευρώ για το 2015, που είναι ελάχιστο ποσό για να καλυφθεί αν η οικονομία μπει σε αναπτυξιακή τροχιά, όπως περιμένουμε. Οπλο μας είναι οι επιδόσεις μας, που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς».
Οπως διαπιστώνει το Συμβούλιο της Λισαβόνας, το οποίο αποτελεί και το ευρωπαϊκό παρατηρητήριο για την υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών που θα απομακρύνουν την ευρωζώνη από την κρίση και θα καταστήσουν την ευρωοικονομία πιο ανταγωνιστική, «αν λάβει κανείς υπόψη τη βαθιά ύφεση εφέτος, η Ελλάδα πέτυχε διαρθρωτικό πλεόνασμα της τάξεως του 5,3% του ΑΕΠ, επίδοση καλύτερη κατά οκτώ μονάδες από τη Βρετανία, που κλείνει τη χρονιά με πρωτογενές έλλειμμα 2,7%».
Βέβαια, μεγάλο μέρος της προσαρμογής οφείλεται στα χαμηλότοκα δάνεια της ευρωπαϊκής βοήθειας και στη μείωση των τόκων στα 6 δισ. ευρώ ετησίως (από 14 δισ. ευρώ που ήταν στην αρχή της κρίσης). Αυτό είναι και το κλειδί που διεκδικεί η Ελλάδα για να βγει οριστικά από την κρίση: τη ρύθμιση του δημοσίου χρέους, το οποίο παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ (160% του ΑΕΠ), με περαιτέρω μείωση των επιτοκίων δανεισμού και επιμήκυνση του χρόνου εξυπηρέτησης των δανείων.
Τέσσερις δείκτες

Το Συμβούλιο της Λισαβόνας εξετάζει κατά πόσον οι ευρωπαϊκές χώρες από την αρχή της κρίσης έχουν προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, έχουν αλλάξει τις οικονομίες τους με ορατά αποτελέσματα ή αν έχουν αποτύχει να προσαρμοστούν. Στηρίζεται σε τέσσερις δείκτες-κλειδιά και βαθμολογεί:

1.
Την αλλαγή (βελτίωση ή επιδείνωση) της δημοσιονομικής κατάστασης.

2.
Τις εξελίξεις στο ισοζύγιο πληρωμών. Εδώ για την Ελλάδα διαπιστώνεται ότι υπάρχει μεταστροφή της τάσης (καθώς μειώνονται οι εισαγωγές και αυξάνονται οι εξαγωγές) και σύντομα η χώρα μας θα ισοσκελίσει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

3.
Την προσαρμογή στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, το οποίο στα τέσσερα χρόνια της κρίσης υποχώρησε σημαντικά και πλέον (σε πραγματικές τιμές) είναι κατά 13% χαμηλότερο.

4.
Την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση και κυρίως στις αγορές προϊόντων – υπηρεσιών με βάση τις κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ. Και εδώ η Ελλάδα διακρίνεται γιατί ήταν πολύ πίσω και θα ανεβεί στην πρώτη θέση αν ψηφιστούν οι οδηγίες απελευθέρωσης του ΟΟΣΑ από τη Βουλή.
Με βάση αυτά τα κριτήρια οι τέσσερις χώρες της ευρωζώνης οι οποίες κατέφυγαν στην ευρωπαϊκή βοήθεια (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο), η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, κατέλαβαν τις τέσσερις πρώτες θέσεις στη βαθμολογία: η Ελλάδα την πρώτη θέση, η Ιρλανδία διατηρεί τη δεύτερη, η Ισπανία ανέβηκε στην τρίτη (από την πέμπτη θέση όπου βρισκόταν) και η Πορτογαλία διατηρεί την τέταρτη θέση.


Ανεργία, το βαρύ τίμημα της προσαρμογής
Πολιτικές πιέσεις στην κυβέρνηση για την αδυναμία καταπολέμησης της φτώχειας

Στον αντίποδα της δημοσιονομικής επιτυχίας και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας στις χώρες της κρίσης το κύριο και κοινό χαρακτηριστικό είναι η υψηλή ανεργία, ειδικά μεταξύ των νέων. Στη χώρα μας το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στο 27%, πάνω και από την Ισπανία, αλλά το ποσοστό ανεργίας των νέων, που ξεπέρασε το 55%, δεν θεωρείται ανεκτό για μια αναπτυγμένη χώρα.
Σε αυτό το τεράστιο ζήτημα πλέον στρέφεται η προσοχή της κυβέρνησης, η οποία μάλιστα πιέζεται πολιτικά από την αντιπολίτευση για την αποτυχία στην καταπολέμηση της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κ. Χρήστος Σταϊκούρας ομολογεί τις αδυναμίες στην αντιμετώπιση της ανεργίας και επισημαίνει στην τρόικα ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για άλλα μέτρα λιτότητας που θα εντείνουν την ύφεση και θα οδηγήσουν σε αύξηση της ανεργίας. Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση ότι, παρά τη λιτότητα, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να στηρίζεται στην κατανάλωση (ιδιωτική και δημόσια), που ως ποσοστό του ΑΕΠ ανέρχεται στο 90%. Βέβαια επισημαίνει ότι στις εξαγωγές η Ελλάδα έχει σημειώσει άλματα τα τελευταία χρόνια αλλά μπορεί να εξάγει ακόμη περισσότερα προϊόντα.
Τα συγχαρητήρια

Σε ό,τι αφορά το χρέος σημειώνεται ότι η Ελλάδα και η Ιταλία έχουν τα μεγαλύτερα προβλήματα, αλλά το χρέος των ιδιωτών δεν είναι ένα από αυτά. Τα χρέη του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεων και νοικοκυριών) έχουν μειωθεί σε σύγκριση με τα υπόλοιπα των δανείων στις τράπεζες το 2009. Ως ποσοστό του ΑΕΠ (όταν αυτό συρρικνώθηκε κατά 25%) ο δανεισμός των ιδιωτών βρίσκεται στο 130%, όταν ο μέσος όρος της ευρωζώνης είναι στο 160%.
Η Κύπρος αποτελεί για τους μελετητές φαινόμενο ως προς την ταχύτητα της προσαρμογής στα νέα δεδομένα, ειδικά μετά το «κούρεμα» των καταθέσεων, που αποτέλεσε πρωτόγνωρο (καλά σχεδιασμένο) μέτρο για την ευρωζώνη. Σε έναν χρόνο πέτυχαν βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, που στηρίχθηκε κυρίως στη μείωση των μισθών και στην περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς εργασίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ