100 χρόνια από τη γέννηση της Ρίτα Χέιγουορθ

Μιλώντας για τον μύθο, ο θρύλος λέει πως όταν απολαμβάνουμε ένα κοκτέιλ Μαργαρίτα μπορούμε να θυμόμαστε τη Ρίτα καθώς χορεύει με τον πατέρα της στα νάιτ κλαμπ της Τιχουάνα του Μεξικού.
Η Μαργαρίτα Κάρμεν Κανσίνο, που γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1918, έμελλε να γίνει η θρυλική Τζίλντα το 1946. Ο πατέρας της, Εντουαρντ Κανσίνο, ήθελε την κόρη του χορεύτρια ενώ η μητέρα της, Βόλγκα Χέιγουορθ, προτιμούσε να ακολουθήσει τα βήματα της υποκριτικής.
Το «Χέιγουορθ» ήρθε νωρίς στην καριέρα της με τη συμβουλή του πρώτου συζύγου της και μάνατζέρ της, Εντουαρντ Τζάντσον. Εχοντας τα διπλά της χρόνια, την παντρεύτηκε στο Λας Βέγκας και τη μετέτρεψε από καστανή σε εξωτική κοκκινομάλλα. Θέλοντας να της δώσει έναν πιο βορειοευρωπαϊκό αέρα την ανάγκασε να κάνει ηλεκτρόλυση ώστε η γραμμή των μαλλιών της να αρχίζει λίγο πιο πίσω από το μέτωπό της. Το 1942, όταν ήρθε και το διαζύγιό τους, η Ρίτα είπε για τον Τζάντσον «με βοήθησε με την καριέρα μου και βοηθήθηκε από τα χρήματά μου».
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο της έγινε όταν η Χέιγουορθ ήταν 16 χρόνων στα στούντιο της FOX. Ηταν ένα ρολάκι στην ταινία «Dante’s inferno» το 1935. Επαιζε μια χορεύτρια και διατηρούσε το πατρικό της όνομα. Αν και έκανε δεκάδες ταινίες, η καριέρα της έμενε στάσιμη. Μεταπήδησε στην Columbia όπου μετά από 13 ρόλους «δανείστηκε» στη Warner Bros για τον «Πειρασμό» («The Strawberry Blonde») του Ραούλ Γουόλς. Ο χορός της με τον Φρεντ Αστέρ το 1941 στο μιούζικαλ του Σίντνεϊ Λάντφιλντ «Ποτέ δεν θα πλουτίσεις» (Υου’ll never get rich» την έκανε αστέρι.
Το 1946 με την «Τζίλντα» η Χέιγουορθ μπαίνει στο πάνθεον του Χόλιγουντ. Το πιο ήπιο αλλά και πιο δελεαστικό στριπτίζ στην ιστορία του κινηματογράφου. Ενα γάντι αφαιρείται σαν φλούδα αποκαλύπτοντας τη σάρκα ενός αλαβάστρινου χεριού… Η «θεά του έρωτα» έγινε το παρατσούκλι της.
Οταν η Ρίτα έκανε την «Τζίλντα» ήταν ήδη μητέρα της κόρης της Ρεμπέκα με τον Ορσον Γουέλς, τον οποίο παντρεύτηκε το 1943. Από τον γάμο τους γεννήθηκε και μια ταινία, η «Κυρία από τη Σανγκάη» («The lady from Shanghai») το 1947, αλλά την ίδια χρονιά χώρισαν. «Δεν άντεχα άλλο την ιδιοφυΐα του» είπε αργότερα η Χέιγουορθ.
Είχε προβεί και σε άλλες δηλώσεις αλλά αξεπέραστη παραμένει μια που διακρίνεται και από μια έντονη διάθεση αυτοσαρκασμού: «Οι άντρες κοιμούνται με την Τζίλντα αλλά ξυπνούν μαζί μου». Οι άντρες που την παντρεύτηκαν πάντως δεν ήταν λίγοι. Πέντε γάμοι με τρίτο στη σειρά τον πρίγκιπα Αλι Χαν. Αθεράπευτος γυναικάς και ο δεσμός τους ξεκίνησε ενώ ήταν και οι δύο παντρεμένοι. Από τον δικό τους γάμο προέκυψε μία ακόμη κόρη, η Γιασμίν. Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τον χωρισμό τους, το 1953, η Χέιγουορθ εγκατέλειψε τον κινηματογράφο και έγινε κοσμική κυρία της Ευρώπης.
Ισως δεν θα έπρεπε να το κάνει διότι η επιστροφή της με τη «Σαλώμη» του Γουίλιαμ Ντίτερλε ή το «Pal Loey» δίπλα στον Φρανκ Σινάτρα δεν βρίσκουν την επιτυχία της εποχής της μεγάλης δόξας. Η Columbia έχει ήδη βρει την αντικαταστάτριά της, που είναι η Κιμ Νόβακ.
Στη δεκαετία του 1960 η καριέρα της Χέιγουορθ έχει τελειώσει. Το 1972 έπαιξε στην ταινία του Ραλφ Νέλσον «Η οργή του Θεού» («The wrath of God») που ήταν η τελευταία της. Το Ατλτσχάιμερ την είχε καταδικάσει. Τα λόγια δεν μπορούσαν να εντυπωθούν στη μνήμη της και ο εθισμός στο αλκοόλ της έδωσε το τελικό χτύπημα. Πέθανε στις 14 Μαΐου του 1987 σε ηλικία 68 ετών, στη γενέτειρά της.
Δέκα χρόνια πριν, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης παραχώρησε στη Χέιγουορθ τη λάμψη του τιμώντας τη συμβολικά για την προσφορά της στην 7η Τέχνη.

1918: 100 χρόνια από τη γέννηση του Ινγκμαρ Μπέργκμαν

Το 1988 ο Γούντι Αλεν, ένας από τους μεγαλύτερους επώνυμους θαυμαστές του σουηδού σκηνοθέτη Ινγκμαρ Μπέργκμαν, από τον οποίο μάλιστα έχει «δανειστεί» πολλάκις, έγραψε για το είδωλό του: «Καλύτερα από κάθε άλλον, ο Μπέργκμαν διαχειρίστηκε το εσωτερικό του ανθρώπου εξερευνώντας το πεδίο μάχης της ψυχής μας». Ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν επηρέασε εκατοντάδες σκηνοθέτες. Θυμηθείτε τη μορφή τού Χάροντα ντυμένου με τη μαύρη ρόμπα στην «Εβδομη σφραγίδα» (1957). Αυτή η εικόνα έχει περάσει από διάφορες ταινίες, τον «Ειρηνοποιό» του Αλεν αλλά και το «Νόημα της ζωής» των Μόντι Πάιθον. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ έχει παραδεχτεί πως οτιδ ήποτε και αν κάνει, δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει τη δημιουργική αξία του Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Ηταν τόσο μεγάλο το μέγεθος της κινηματογραφικής συνέπειάς του που το επώνυμό του έγινε λέξη-κλειδί για την απόδοση συγκεκριμένου κινηματογραφικού ύφους: «bergmaneqsque» (τύπου Μπέργκμαν) είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να υποδεικνύει κάθε ταινία που αποτυπώνει επίπονες διαπροσωπικές σχέσεις.

Γιος λουθηρανού πάστορα, ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν, που γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου του 1918 στην Ουψάλα, μεγάλωσε σε βαθύτατα θρησκευόμενο περιβάλλον. Ως παιδί ζυμώθηκε μέσα σε έννοιες όπως αμαρτία, εξομολόγηση, άφεση, εξαγνισμός, βάναυση τιμωρία. Δεν ξέφυγε ποτέ από τους δαίμονες του παρελθόντος και η Εκκλησία είναι συχνά παρούσα στις ταινίες του· από το «Μέχρι τον έρωτά μας» και τα «Χαμόγελα καλοκαιρινής νύχτας» μέχρι την «Εβδομη σφραγίδα», τους «Κοινωνούντες» και βεβαίως το «Φάνι και Αλέξανδρος». Η τελευταία αυτή ταινία που σκηνοθέτησε για τον κινηματογράφο (και το είχε πει ότι θα είναι η τελευταία) έχει τα περισσότερα αυτοβιογραφικά στοιχεία γιατί στο «Φάνι και Αλέξανδρος» (που γυρίστηκε στην Ουψάλα) ο Μπέργκμαν κλείνει τους ανοιχτούς λογαριασμούς με τον πατέρα του, που εδώ έχει την εικόνα ενός σκληρού πάστορα που βασανίζει τα παιδιά. «Σε μια οικογένεια πάστορα στην οποία μεγάλωσα εγώ, γρήγορα μαθαίνει κανείς να βλέπει πίσω από τα παρασκήνια ζωής και θανάτου» είχε πει ο ίδιος.
Η καριέρα του Μπέργκμαν άρχισε το 1937 στο θέατρο. Το μέσον αυτό δεν έπαψε ποτέ να τον απασχολεί. Επέστρεφε συχνά στο σανίδι είτε σκηνοθετώντας έργα άλλων (Στρίντμπεργκ, Σαίξπηρ, Καμί, Πιραντέλο, Ιψεν, Τενεσί Γουίλιαμς, Ανούιγ, Γκαίτε) είτε δικά του: «Ο θάνατος του Κάσπαρ», «Τιβολίτ», «Η Ραχήλ και ο θυρωρός του κινηματογράφου», «Η μέρα τελειώνει νωρίς», «Μανία». Για χρόνια στην πατρίδα του ο Μπέργκμαν ήταν γνωστότερος για τη θεατρική δραστηριότητά του και το γεγονός ότι το 1939 δεν έγινε δεκτός στο Δραματικό Θέατρο της Στοκχόλμης (το οποίο αργότερα διηύθυνε) είναι μάλλον ειρωνικό.
Ωστόσο ήταν ο κινηματογράφος που μετέτρεψε το όνομά του σε θρύλο. Το 1945 σκηνοθέτησε την πρώτη ταινία του, «Κρίση», επίσης από θεατρικό έργο, του Λεκ Φίσερ. Σύντομα, ταινίες όπως η «Νύχτα των σαλτιμπάγκων» και οι «Αγριες φράουλες» τον καταξίωσαν ανάμεσα στους σπουδαίους εκφραστές του κινηματογράφου. Μετά την προβολή της 16ης ταινίας του, «Χαμόγελα καλοκαιρινής νύχτας» στις Κάννες, ο Μπέργκμαν έγινε η τελευταία λέξη της κινηματογραφικής μόδας. Τότε ήταν που ολόκληρη η υφήλιος αναρωτήθηκε ποιος είναι αυτός ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν αναζητώντας να δει όλες τις προηγούμενες ταινίες του. Με την «Εβδομη σφραγίδα», τις «Αγριες φράουλες» και την «Πηγή των παρθένων» η φήμη του οδηγήθηκε στα ύψη και από τότε δεν ξεθώριασε ποτέ.
Αρχικώς, ο λογοτεχνικός τρόπος με τον οποίο ο Μπέργκμαν χρησιμοποίησε τον συμβολισμό υπήρξε το σήμα κατατεθέν του. Αργότερα, ιδιαίτερα στην τριλογία της σιωπής – «Η σιωπή», «Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη», «Οι κοινωνούντες» – ο Μπέργκμαν εγκατέλειψε τα βαρυσήμαντα σύμβολα αγγίζοντας τις συναισθηματικές εντάσεις μέσα σε μικρές ανθρώπινες ομάδες, σκηνοθετημένες αυστηρά και λιτά. Σεξουαλικά ταμπού όπως η αιμομιξία, η μοιχεία και η λανθάνουσα γυναικεία ομοφυλοφιλία είναι θεματικοί πυρήνες αυτών των ταινιών.
Καθοριστικό ρόλο στις ταινίες του Μπέργκμαν έπαιξε η γυναίκα. Εδινε στις ηθοποιούς εξαιρετικούς ρόλους και εξασφάλιζε τον θρίαμβό τους με σχολαστική επιμέλεια. Η σύγκρουση των δύο φύλων με σαφή υπεροχή του γυναικείου υπήρξε μόνιμος προβληματισμός του, αν και αντιμετώπισε διαλεκτικά αυτές τις συγκρούσεις. Εντονες προσωπικότητες ανακατεμένες σε διάφορα είδη – δράμα, κωμωδίες, κομεντί – οι γυναίκες του Μπέργκμαν παίρνουν πρωτοβουλίες, έχουν χάρη, στυλ και αυθάδεια. Ηθοποιοί όπως η Χάριετ Αντερσον, η Ινγκριντ Τούλιν, η Γκούνελ Λίντμπλομ, η Μπίμπι Αντερσον και η Λιβ Ούλμαν οφείλουν στον Μπέργκμαν πολλά.
Αντιθέτως, οι σχέσεις του Μπέργκμαν δεν διακρίθηκαν από ομαλότητα. Οι «κακές γλώσσες» λένε ότι υπήρξε καταπιεστικός και εγωιστικός σύντροφος. Παντρεύτηκε πέντε φορές και έκανε εννέα παιδιά – όχι όλα από γάμους. Οι σχέσεις που ανέπτυσσε με τις πρωταγωνίστριές του υπήρξαν επίσης θυελλώδεις, με χαρακτηριστικότερη εκείνη με τη Λιβ Ούλμαν με την οποία έζησε στο νησί Φάρο, την πολυαγαπημένη του τοποθεσία στην οποία άφησε την τελευταία πνοή του.

1928: 90 χρόνια από τη γέννηση του Στάνλεϊ Κιούμπρικ

Oταν το απόγευμα της Κυριακής 7 Μαρτίου 1999 ο σκηνοθέτης Στάνλεϊ Κιούμπρικ έσβησε στα 69 του, η ανακοίνωση θανάτου του έγινε λιτά και αθόρυβα: «Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ πέθανε στο σπίτι του στο Σεντ Ολμπανς του Λονδίνου, στη μία». Η οικογένειά του δεν είχε τίποτε άλλο να προσθέσει. Για ακόμη μία φορά τα πολλά στοιχεία σχετικά με τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ έλειπαν. Λες και ο θάνατός του, ακόμη κι αυτός, ήταν ένα μυστήριο.

Ο Κιούμπρικ υπήρξε ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς από καταβολής κινηματογράφου και ο μοναδικός στην ιστορία του σινεμά του οποίου η ζωή, από ένα σημείο και μετά, είχε συνδεθεί τόσο πολύ με τόσο πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Ποιος είναι τελικά ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ; Γιατί δεν μιλά ποτέ στον Τύπο; Για ποιον λόγο δουλεύει με τόση μυστικότητα; Γιατί οι ταινίες του αργούν να τελειώσουν; Γιατί δεν βγαίνει ποτέ από το σπίτι του στην Αγγλία; «Γιατί» που ποτέ δεν βρήκαν ξεκάθαρες απαντήσεις αλλά που βοήθησαν να χτιστεί ο μοναδικός μύθος του.
«Ενα από τα προβλήματά μου είναι ότι δεν μπορώ να διαλύσω τους μύθους που έχουν συσσωρευτεί με τα χρόνια γύρω από εμένα…» είχε πει το 1987 για την παραπληροφόρηση σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του (στο περιοδικό «Rolling Stone»).
Απέκτησε τον τίτλο του γνήσιου περφεξιονιστή, κάτι που μαρτυρούν ακόμη και οι ηθοποιοί που δεν πέρασαν καλά έχοντας δουλέψει κοντά του. Είναι γεγονός ότι η ηθοποιός Σέλεϊ Ντιβάλ έπαθε νευρικό κλονισμό μετά τα γυρίσματα της «Λάμψης» και αν δείτε το βίντεο του making of της ταινίας (κυκλοφορεί στο youtube) θα καταλάβετε τον λόγο.
Από το 1945 μέχρι το 1950, προτού καθίσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη, ο Κιούμπρικ δούλεψε ως φωτογράφος για λογαριασμό του περιοδικού «Look». Και είναι πια εμφανές ότι η τέχνη του Κιούμπρικ σε ό,τι αφορά τις ακίνητες εικόνες υπήρξε ένας πρόλογος για την τέχνη των κινούμενων εικόνων από την οποία έμελλε να γίνει πασίγνωστος. Οι ταινίες του δεν είχαν πάντοτε εισπρακτική επιτυχία, ήταν όμως γεγονότα και μερικές αποτελούν από μόνες τους κεφάλαια στην ιστορία του κινηματογράφου. Οι «Σταυροί στο μέτωπο» (1957) – η πιο ανθρώπινη δημιουργία του – είναι ένα αντιπολεμικό αριστούργημα που δεν έχει ξεπεραστεί. Και η «Λολίτα» (1962) (η πρώτη ταινία του Κιούμπρικ στην Αγγλία όπου βρήκε καταφύγιο όταν εγκατέλειψε την Αμερική) θεωρήθηκε επίτευγμα διότι κανείς δεν είχε τολμήσει ποτέ να καταπιαστεί με την «αντικινηματογραφική» εσωτερικότητα του μυθιστορήματος του Ναμπόκοφ. Η σημαντικότερη όλων των ταινιών του Κιούμπρικ παραμένει το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» (που εφέτος γίνεται 50 χρόνων) γιατί έθεσε νέους κανόνες στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Αν και κανείς δεν αμφισβήτησε τη μαεστρία του, συχνά κατηγορήθηκε ψυχρός και μισάνθρωπος από την κριτική. Η καταγραφή του παραλογισμού της βίας στο «Κουρδιστό πορτοκάλι» (1971) προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην εποχή της ταινίας, γεγονός που ανάγκασε τον Κιούμπρικ να αποσύρει την ταινία από κάθε αίθουσα της Αγγλίας, χώρα στην οποία ποτέ δεν ξαναπαίχθηκε.
Ο γεννημένος στις 26 Ιουλίου 1928, στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, ευφυής αυτός άνθρωπος είχε κατορθώσει να είναι το πιο ενδιαφέρον πρόσωπο της κινηματογραφικής σόουμπιζ, χωρίς να κάνει τίποτε. Από το 1987, χρονιά που βγήκε στο φως η προτελευταία ταινία του, «Μέταλ Τζάκετ», κυκλοφορούσαν διαρκώς φήμες πως ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ «κάτι σκηνοθετεί».
To αίνιγμα λύθηκε το φθινόπωρο του 1996 όταν ανακοινώθηκε πως ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ θα σκηνοθετήσει την ταινία «Μάτια ερμητικά κλειστά», ένα «ψυχολογικό δράμα για την ερωτική ζήλια». Χάρη σε αυτή τη 14η μεγάλου μήκους ταινία του, με πρωταγωνιστές τον Τομ Κρουζ και την τότε σύζυγό του, Νικόλ Κίντμαν, o Στάνλεϊ Κιούμπρικ υπήρξε ο περισσότερο συζητημένος σκηνοθέτης εκείνης της περιόδου. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι ο Κιούμπρικ, μία μόλις εβδομάδα πριν από τον θάνατό του, είχε παρουσιάσει την τελική κόπια των «Ματιών» σε ηγετικά στελέχη της Warner Bros, στέλνοντάς τη ταχυδρομικώς από την Αγγλία. Δεν έζησε ποτέ για να δει την υποδοχή της ταινίας του από τον κόσμο, τον οποίο, όπως πάντα, κατάφερε και πάλι να διχάσει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ