1958: 60 χρόνια «Vertigo»

Αρυτίδιαστες, ακούραστες, γεμάτες πνοή και ίντριγκα, σε κάνουν να απολαμβάνεις τη θέασή τους ξανά και ξανά, οι περισσότερες έγχρωμες ταινίες του Αλφρεντ Χίτσκοκ βλέπονται ακόμη και σήμερα με την ίδια ευχαρίστηση από όσους τις αγάπησαν όταν τις πρωτοείδαν. Σε αυτές τις ταινίες ανήκει ο «Δεσμώτης του ιλίγγου» («Vertigo»), ένα από τα πιο ασυνήθιστα ψυχολογικά θρίλερ και ένα από τα πιο γοητευτικά παζλ όλων των εποχών, μια ταινία που επρόκειτο να επηρεάσει δεκάδες σκηνοθέτες στην πάροδο του χρόνου, χωρίς ποτέ να χάσει τη μαγική αξία της.
Ο Χίτσκοκ συνεργάστηκε με τους Αλεκ Κόπελ και Σαμ Τέιλορ για τη σεναριακή διασκευή του μυθιστορήματος «Μεταξύ των πεθαμένων» των Πιερ Μπουαλό και Τομά Νασεζάκ, συγγραφέων της «Διαβολογυναίκας», που επίσης έγινε κλασική ταινία από τον Ανρί Ζορζ Κλουζό. Η υποκειμενική αγάπη που αγγίζει τη νεκροφιλία, ο αρρωστημένος φετιχισμός που γίνεται παράνοια (ο ντετέκτιβ προσπαθεί να μεταμορφώσει την «καινούργια» γυναίκα ακολουθώντας επακριβώς την εικόνα της νεκρής), η πιθανότητα της καλοστημένης απάτης που αιωρείται διαρκώς στον αέρα καταλήγει σε ένα συναρπαστικό σύνολο στο οποίο παραδίνεσαι. Προσωπικά μιλώντας βέβαια ανέκαθεν είχα κάποιες ενστάσεις. Η μουσική του Μπέρναρντ Χέρμαν π.χ. σε ορισμένα σημεία γίνεται ως και καταπιεστική χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ενώ το φινάλε της ταινίας πέφτει κάπως απότομα συγκριτικά με την υπόλοιπη ταινία που κυλά υπομονετικά και αβίαστα.
Οπως και να έχει όμως, ο «Δεσμώτης του ιλίγγου» είναι η πιο πρωτότυπη δημιουργία του Χίτσκοκ. Στην καλύτερη από τις τέσσερις ταινίες που γύρισε με τον Χίτσκοκ, ο Τζέιμς Στιούαρτ είναι άψογος στον ρόλο του ντετέκτιβ, ο οποίος καταδιώκεται από εμμονές και το φάντασμα του έρωτα, ενώ η Κιμ Νόβακ (την οποία ο Χίτσκοκ αρχικώς δεν ήθελε για τον διπλό ρόλο της γυναίκας-μυστήριο) δεν χρειάζεται να καταβάλει προσπάθεια για να μας κερδίσει. Η παγωμένη ομορφιά της αρκεί. Είναι η τέλεια «χιτσκοκική» ηρωίδα και μία από τις πιο χαρακτηριστικές femmes fatale της ιστορίας του κινηματογράφου.

1968: 50 χρόνια «Το μωρό της Ρόζμαρι»

Το 1962, η πρώτη ταινία του δαιμόνιου πολωνού σκηνοθέτη Ρόμαν Πολάνσκι, «Το μαχαίρι στο νερό», έφτασε ως τις υποψηφιότητες των Οσκαρ διεκδικώντας το βραβείο καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Κέρδισε και μια θέση στο εξώφυλλο του «ΤΙΜΕ». Ηταν βέβαιο λοιπόν ότι οι πύλες του Χόλιγουντ θα άνοιγαν κάποια στιγμή για τον Πολάνσκι. Πράγματι η Paramount τον προσέγγισε μέσω ενός άλλου δαιμόνιου ανθρώπου του σινεμά, του Ρόμπερτ Εβανς, και του έδωσε τη χρυσή ευκαιρία της σκηνοθεσίας μιας μεταφοράς του μυθιστορήματος του Αϊρα Λέβιν «Το μωρό της Ρόζμαρι». Ο κινηματογραφικός τρόμος δεν θα ήταν ποτέ πια ο ίδιος μετά την εμφάνιση αυτού του αριστουργήματος.
Είναι η πρώτη σοβαρή απόπειρα αναφοράς του κινηματογράφου μυθοπλασίας στον σατανισμό και στη δαιμονολογία. Με φόντο τη Νέα Υόρκη ο Πολάνσκι έφτιαξε μια πραγματικά αγέραστη ταινία τρόμου όπου μια γυναίκα, η Ρόζμαρι, πέφτει θύμα νεοσατανιστών που έχουν παρασύρει τον σύζυγό της Γκάι και γεννά το τέκνο του Εωσφόρου. Μαζί με το βρέφος γεννήθηκε και μια καινούργια άποψη για τον σινετρόμο, η οποία έμελλε να αποτελέσει σκιά του δημιουργού της. Περιέργως η Φάροου, εδώ σε ρόλο ζωής, δεν ήταν η πρώτη επιλογή για τον ρόλο της Ρόζμαρι. Ο Πολάνσκι ήθελε την Τιούσντεϊ Γουέλντ, όμως η Paramount δεν άλλαξε γνώμη διότι η Φάροου ήταν ήδη γνωστή από τη σειρά «Payton Place» και αυτό θα βοηθούσε την ταινία. Ο Γουόρεν Μπίτι, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ και ο Τζακ Νίκολσον ήταν να παίξουν τον ρόλο του Γκάι, ο οποίος όμως κατέληξε στον Τζον Κασαβέτις. Στο νανούρισμα των τίτλων (του σπουδαίου πολωνού μουσικού Κριστόφ Κομέντα) είναι η φωνή της Φάροου που ακούγεται, ενώ τα μακριά μαλλιά της στο πρώτο μισό της ταινίας ήταν περούκα αφού τα είχε κόψει δύο χρόνια νωρίτερα προφητεύοντας τη μόδα Vidal Sasoon.
Οι αναμνήσεις της πάντως από τα γυρίσματα δεν θα πρέπει να είναι και οι καλύτερες. Δεν φτάνει που η Φάροου είναι χορτοφάγος, έφαγε ωμό κρέας για τις ανάγκες του ρόλου και υπέγραψε τα χαρτιά του διαζυγίου της σε διάλειμμα από τα γυρίσματα παρουσία συναδέλφων της. Η καταπληκτική Ρουθ Γκόρντον κέρδισε το Οσκαρ β’ ρόλου για τον ρόλο της γριάς Μίνι που μαζί με τον σύζυγό της μυεί τον Γκάι στους σατανιστές, η ταινία θριαμβεύει στα ταμεία αλλά έναν χρόνο αργότερα ο απόηχος είναι τραγικός: η αιρετική «Οικογένεια Μάνσον» δολοφονεί τη Σάρον Τέιτ στο σπίτι του Πολάνσκι, ένα από τα επτά θύματα μιας ανομολόγητης σφαγής. Η Τέιτ ήταν έγκυος στον όγδοο μήνα.

1978: 40 χρόνια «Ελαφοκυνηγός»

Μαζί με τον «Γυρισμό» του Χαλ Αμπι που διανεμήθηκε το 1978, ο «Ελαφοκυνηγός» είναι μία από τις πρώτες πολύ μεγάλες αμερικανικές παραγωγές στην οποία η βιομηχανία του Χόλιγουντ αρχίζει να ασχολείται σοβαρά με το τραύμα που δέχθηκε η Αμερική έχοντας αναμείξει τα παιδιά της στον πόλεμο του Βιετνάμ. Γυρίστηκε έξι περίπου χρόνια μετά την οριστική λήξη του πολέμου και ουσιαστικά σήμανε την έναρξη ενός μαραθωνίου ταινιών για το Βιετνάμ που συνεχίστηκε μέχρι τα nineties. Ο Μάικλ Τσιμίνο –που πέθανε τo 2016 σε ηλικία 77 ετών –σκηνοθέτησε μια τεράστια, παγκόσμια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία «με μήνυμα». Αυτό το φιλμ-μαμούθ, το δραματικό χρονικό τριών ρωσικής καταγωγής Αμερικανών της Πενσιλβάνια που πολέμησαν στο Βιετνάμ, χωρίζεται σε τρία μέρη: το πρώτο (και πιο φλύαρο) είναι η ημέρα που ο ένας από τους τρεις φίλους (Τζον Σάβατζ) παντρεύεται λίγο πριν από την αναχώρησή τους για τον πόλεμο.
Το δεύτερο (και δυνατότερο) καταγράφει τις εφιαλτικές εμπειρίες και των τριών στον ξένο τόπο (ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο και ο Κρίστοφερ Γουόκεν είναι οι άλλοι δύο φίλοι). Και το τρίτο, η ουσία της ταινίας, εστιάζει στη επιστροφή στο σπίτι. Η νέα ζωή είναι έτοιμη να ξεκινήσει αλλά οι άνθρωποι έχουν αλλάξει, είναι κουρέλια, για πάντα κλονισμένοι. Ο Τσιμίνο παρασύρεται σε φιλοπατριωτικές, ακραίες σκηνές (όπως εκείνες στις οποίες βλέπουμε τους ήρωες να αναγκάζονται από τους Βιετκόνγκ να παίξουν ρωσική ρουλέτα με γεμάτα πιστόλια), ποτέ όμως δεν ζητά «άφεση».
Αν και η κορυφαία ταινία για το Βιετνάμ παρουσιάστηκε έναν χρόνο μετά, η «Αποκάλυψη τώρα!» του Φράνσις Κόπολα, ο «Ελαφοκυνηγός» (που κέρδισε το Οσκαρ καλύτερης ταινίας, της σκηνοθεσίας αλλά και ένα β’ ρόλου για τον Γουόκεν) μοιάζει η πιο ολοκληρωμένη: με σαφήνεια, ψυχή και πάρα πολλή πίκρα, μιλά για το πριν, για τον ίδιο τον πόλεμο αλλά και για το τραγικό μετά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ