Η «Αντιγόνη» στην Επίδαυρο, το 1992, ήταν η τελευταία του παράσταση. Κατά σύμπτωση, η ίδια «Αντιγόνη» αποτέλεσε και την πρώτη του επαγγελματική σκηνοθεσία στον χώρο της τραγωδίας. Το 1942 την ανέβασε στην αγγλική γλώσσα με τους μαθητές του από τη Δραματική Ακαδημία του Λονδίνου. Και έτσι, όπως είχε πει ο ίδιος, «ο κύκλος ολοκληρώθηκε σοφόκλεια».
Η καθοριστική συνεισφορά του Αλέξη Σολομού στη θεατρική τέχνη δεν ήταν μόνο οι παραστάσεις και τα βιβλία του για το θέατρο, το αρχαίο δράμα και, κυρίως, για τον Αριστοφάνη. Ηταν, πάνω απ’ όλα, το σύγχρονο βλέμμα του και ο κοσμοπολιτισμός του, η δυνατότητά του να βλέπει τα έργα στο μέγεθός του. Θαυμαστής του Δημήτρη Ροντήρη και του Φώτου Πολίτη, έμαθε να σέβεται το κείμενο όχι από αρχαιολατρία αλλά και χωρίς τη μανία ενός άνευ όρων πειραματισμού ή εκσυγχρονισμού.
Οι πρώτες δύο σκηνοθεσίες του, το 1956 και το 1957 στην Επίδαυρο με τις «Εκκλησιάζουσες» και τη «Λυσιστράτη» αντιστοίχως, καθόρισαν την «ανάσταση» του είδους. «Χρησιμοποίησα στις παραστάσεις μου στοιχεία από την ελληνική λαογραφία, στο μέτρο που τα δεχόταν ο οργανισμός του Αριστοφάνη» είχε πει μιλώντας στο «Βήμα» (1999). «Παραμένει αθάνατος επειδή πριν από τόσους αιώνες έγραψε σαν να ήταν σύγχρονός μας. Τα κείμενά του είναι απόλυτα διαχρονικά και χωρίς καμία αλλοίωση». Ενώ σε ομιλία του είχε τονίσει ότι «μακάρι να έρθει μια μέρα που κανένας μας δεν θα έχει το δικαίωμα να γίνει υπουργός, ούτε καν βουλευτής, και να κρίνει την τύχη της Ελλάδας αν δεν έχει άριστα εκπαιδευτεί από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη» (Μάιος 1997).
Συνολικά ανέβασε τις δέκα από τις ένδεκα σωζόμενες αριστοφανικές κωμωδίες. Οσο για την τραγωδία, μνημειώδεις έχουν μείνει οι «Ικέτιδες» του Αισχύλου, το 1964, «που έφεραν μια νέα αφαιρετική αισθητική στην Επίδαυρο», όπως είχε τονίσει στον λόγο του ο Σπύρος Ευαγγελάτος, με αφορμή την αναγόρευση του Αλέξη Σολομού σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών (1997). Οπως και η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, σε μια λιτή και ουσιαστική σκηνοθετική πρόταση το καλοκαίρι του 1974.
Εκτός από την αρχαία τραγωδία και τον Αριστοφάνη, ο Σολομός διακρίθηκε για τη συμβολή του στον Σαίξπηρ, ανεβάζοντας, για την εποχή του, έργα, που δεν είχαν ξαναπαιχθεί. Οπως επίσης για την ενασχόλησή του με το εξπρεσιονιστικό και σύγχρονο διεθνές ρεπερτόριο αλλά και το νεοελληνικό θέατρο. Με τις παραστάσεις του σύστησε ή επανέφερε στο προσκήνιο συγγραφείς όπως ο Χορτάτσης ή ο Τρωίλος, ενώ απέδειξε τη διαχρονική δύναμη του Γρηγορίου Ξενόπουλου καθώς και τη θεατρική διάσταση του Νίκου Καζαντζάκη.
Με καταγωγή από την Κεφαλλονιά, γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα (1918-2012). Eζησε 94 χρόνια, απέκτησε δύο κόρες και τρία εγγόνια. Τον τελευταίο καιρό έμενε στο Κολωνάκι, στην οδού Φωκυλίδου, και όσο του επέτρεπε η υγεία του έκανε βόλτα στους γύρω δρόμους. Πέρα από τις παραστάσεις και τις σκηνοθεσίες του, ο Αλέξης Σολομός άφησε πλούσια παρακαταθήκη εκδόσεων με μελέτες, δικά του έργα και μεταφράσεις. Δημοσίευσε συνολικά 11 τόμους με δοκίμια, εμπεριστατωμένες αναλύσεις, αυτοβιογραφικά, ένα θεατρικό λεξικό και άλλα μελετήματα που συνέβαλαν στη φιλολογική θεατρολογική επιστήμη –όπως τονίζει ο καθηγητής Βάλτερ Πούχνερ.
Η πορεία του ξεκίνησε όταν, μαθητής ακόμη του Κολλεγίου Αθηνών, και με δάσκαλο τον Κάρολο Κουν έπαιζε σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως ρόλους ζώων. Ακολούθησαν οι σπουδές στη Νομική και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού, καθώς και οι μεταπτυχιακές του. Πήρε υποτροφία για να συνεχίσει στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου, στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και στο Δραματικό Εργαστήρι του γερμανού σκηνοθέτη Ερβιν Πισκάτορ.
Ηδη είχε αρχίσει να δουλεύει στο θέατρο, φτιάχνοντας τα κοστούμια στο θέατρο Κοτοπούλη και εν συνεχεία στην «Αρκούδα» του Τσέχοφ. Στην Κατοχή εργάστηκε ως ηθοποιός, μεταφραστής, ενδυματολόγος και κριτικός κινηματογράφου, ενώ συνεργάστηκε και με το Θέατρο Αθηνών του Κωστή Μπαστιά και το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Το 1944 άλλωστε ο Κουν ανέβασε το έργο του Σολομού «Ο τελευταίος ασπροκόρακας».
Κοσμοπολίτης και σκεπτόμενος, εραστής της τέχνης και της ζωής, ο Αλέξης Σολομός ξεκίνησε να σκηνοθετεί στο εξωτερικό –Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1947-1949. Η «Κληρονόμος» του Γκετς ήταν η πρώτη του παράταση στην Ελλάδα. Συνολικά, σε περίπου 50 χρόνια σκηνοθέτησε 170 έργα. Δούλεψε στο Εθνικό, στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και στη Λυρική Σκηνή, καθώς και στο ελεύθερο θέατρο. Το 1964 ίδρυσε τον δικό του θεατρικό οργανισμό, το Προσκήνιο (που λειτούργησε ως το 1978, με κάποια διαλείμματα).
Στη Μεταπολίτευση έγινε αναπληρωτής γενικός διευθυντής του ΕΙΡΤ αλλά και δύο φορές διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, ενώ για την προσφορά του στο θέατρο τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα.
Ανάμεσα σε παραστάσεις, εκδόσεις, τιμές και βραβεύσεις, αξίζει να πει κανείς ότι στον Αλέξη Σολομό αποδίδονται δύο τελείως διαφορετικές πρωτιές: Είναι εκείνος που σε ανύποπτο χρόνο είχε πει τη φράση «Ενας ευφάνταστος δεξιοτέχνης σκηνοθέτης μπορεί να οργανώσει ένα ενδιαφέρον θέαμα με κείμενο από τον τηλεφωνικό κατάλογο», την οποία και επαναλάμβανε επί μακρόν –όπως και πολλοί άλλοι.
Οπως επίσης ήταν εκείνος που ξεχώρισε την Αλίκη Βουγιουκλάκη ήδη από το δεύτερο έτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού –«είχε μια ξεχωριστή γοητεία», έλεγε. Και όταν χρειάστηκε να αντικαταστήσει εκτάκτως, λόγω ασθένειας, την Αννα Συνοδινού στον ρόλο της Ιουλιέτας, ο Σολομός εμφάνισε τη μελαχρινή Βουγιουλάκη επί σκηνής, προδιαγράφοντας μια μεγάλη καριέρα. Αλλωστε ήταν ο ίδιος που σκηνοθέτησε την πρώτη κάθοδό της στην Επίδαυρο, με τη «Λυσιστράτη», το 1986.

ΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ

  • Γέννηση: 9 Αυγούστου 1918.
  • Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών 1937-1941.
  • Δραματική Σχολή Εθνικού Θεάτρου (1939-1942).
  • Μεταπτυχιακές σπουδές (Λονδίνο – ΗΠΑ): 1945-1948.
  • Θέατρο Προσκήνιο: 1964-1978.
  • Αναπληρωτής γενικός διευθυντής ΕΙΡΤ: 1974-1975.
  • Διευθυντής Εθνικού Θεάτρου: 1980-1983.
  • Τελευταίες παραστάσεις: 1992 («Αντιγόνη» του Σοφοκλή και «Εγκληματίες» του Μπρούκνερ – Εθνικό).
  • Θάνατος: 25 Σεπτεμβρίου 2012.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ