«Καλησπέρα σας. Από σήμερα το Εθνικό Ιδρυμα Ραδιοφωνίας καθιερώνει το νέο του βραδινό ωράριο για τις τεχνικές δοκιμές του πειραματικού πομπού τηλεοράσεως. Κάθε βράδυ, από τις 18.30 μέχρι τις 20.30 περίπου, θα μεταδίδουμε μια σειρά δοκιμαστικών εκπομπών με ποικίλο περιεχόμενο. Οσοι από εσάς έχουν συσκευές τηλεοράσεως θα μπορούν να τις παρακολουθούν στο Κανάλι 5».
Στις 23 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται 50 χρόνια από την ημέρα που η κυρία Ελένη Κυπραίου με αυτά τα λόγια εγκαινίασε την ελληνική τηλεόραση από τον 5ο όροφο του Νέου Υπεραστικού Μεγάρου Αθηνών (ΝΥΜΑ) του ΟΤΕ, μέσα σε ένα λιτό και μικροσκοπικό στούντιο, το οποίο μπορεί να δει κανείς σήμερα στο Τηλεπικοινωνιακό Μουσείο του ΟΤΕ. Στη συνέχεια η Γιοβάννα τραγούδησε τα δύο πρώτα τραγούδια που ακούστηκαν στην ελληνική τηλεόραση.
Το μακρύ ταξίδι στην τηλεοπτική εποχή


Εκείνη την εποχή για την πλειονότητα των Ελλήνων η τηλεόραση ήταν μια υπόσχεση από το μέλλον, υπολογίζεται όμως ότι περίπου 2.000 Αθηναίοι είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν το δίωρο πρόγραμμα. Θα περνούσαν κάμποσα χρόνια μέχρι η τηλεόραση να γίνει ένα μαζικό μέσο πληροφόρησης και ψυχαγωγίας και να γεμίσουν οι ταράτσες των πολυκατοικιών με ένα δάσος από κεραίες, αλλά εκείνη την ημέρα άρχισε ουσιαστικά το μακρύ ταξίδι της χώρας μας στην τηλεοπτική εποχή. Το πρόγραμμα της πρώτης ημέρας περιελάμβανε Διεθνή Επίκαιρα, τη ζωντανή εκπομπή «Για σας, κυρία μου», ένα ντοκιμαντέρ για την Αυστραλία και ένα για τον βρετανό γλύπτη Χένρι Μουρ, μια μουσική εκπομπή και τη μικρού μήκους βραζιλιάνικη ταινία «Ο κλέφτης».
Τέσσερις ημέρες μετά την πρεμιέρα του ΕΙΡ, την Κυριακή 27 Φεβρουαρίου, έγινε η επίσημη έναρξη μετάδοσης προγράμματος της ΤΕΔ (Τηλεοράσεως Ενόπλων Δυνάμεων), μετέπειτα ΥΕΝΕΔ. Το ΕΙΡ το πρώτο διάστημα της λειτουργίας του ήταν γνωστό και ως Κανάλι 5 λόγω της συχνότητας από την οποία εξέπεμπε. Λίγα χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στη συχνότητα 11 των VHF.
Είχε προηγηθεί από τις 4 ως τις 26 Σεπτεμβρίου 1960 παρουσίαση της πρώτης εκπομπής τηλεοπτικού σήματος από πειραματικό σταθμό της ΔΕΗ στην 25η Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, παρουσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Είχαν τοποθετηθεί 600 συσκευές σε δημόσιους χώρους τις οποίες παρακολούθησαν 36.000 τηλεθεατές.
Το 1962 είχε γίνει εγκατάσταση τηλεοπτικού σταθμού στην Αθήνα που ανήκε στη ΔΕΗ. Το στούντιο ήταν στην οδό Χαλκοκονδύλη, αλλά η λειτουργία του σταθμού σταμάτησε γρήγορα, καθώς με συνταγματική πράξη η τηλεόραση ανατέθηκε στο ΕΙΡ. Την ίδια χρονιά το Ιδρυμα αγόρασε οικόπεδα στην οδό Μεσογείων για να κατασκευαστεί το γνωστό Μέγαρο της Αγίας Παρασκευής.
Ελένη Κυπραίου: «Εμείς προδώσαμε την τηλεόραση»


«Το Βήμα της Κυριακής» επικοινώνησε με την κυρία Κυπραίου και της ζητήσαμε να μοιραστεί μαζί μας τις αναμνήσεις της από εκείνη την εποχή.
«Προτού σας πω οτιδήποτε θα ήθελα να αναφέρω τον άνθρωπο χάρη στις υπεράνθρωπες προσπάθειες του οποίου στήθηκε αυτό που λέμε ελληνική κρατική τηλεόραση. Πρόκειται για τον Μιχάλη Γιαννακάκο, ο οποίος ήταν εκφωνητής ποδοσφαιρικών αγώνων και ο οποίος δημιούργησε το 2ο και το 3ο Πρόγραμμα στο ραδιόφωνο. Το όραμά του ήταν η δημιουργία κρατικής τηλεόρασης και πάλεψε γι’ αυτό σκληρά και ενάντια σε πολλές αντιξοότητες. Ηταν επίσης ο εμπνευστής των ανθρώπων που συμμετείχαν στις πρώτες τηλεοπτικές απόπειρες στη χώρα μας. Διώχθηκε από το πολιτικό κατεστημένο, από τη δικτατορία και τα κόμματα και η συμβολή του δεν αναφέρεται παρά σπάνια».
Η κυρία Κυπραίου θυμάται την περίοδο προτού βγουν οι πρώτες εκπομπές στον «αέρα». «Είχε προηγηθεί μια μακρά περίοδος προεργασίας, εν κρυπτώ, στη σοφίτα της Ρηγίλλης, τα παράθυρα της οποίας είχαμε καλύψει με μπλε σκούρα σεντόνια. Εκείνη την εποχή γινόταν ένας μεγάλος αγώνας για να μη βγει η κρατική τηλεόραση καθώς ισχυροί παράγοντες μέσων ενημέρωσης της εποχής ήθελαν η τηλεόραση να είναι ιδιωτική».
Οσον αφορά την πρώτη ζωντανή εμφάνισή της η κυρία Κυπραίου αναφέρει ότι είχε «αναπόφευκτα μεγάλο τρακ, αν και είχα πρότερη εμπειρία από τη γαλλική τηλεόραση στην οποία εργαζόμουν προτού προσληφθώ στο ΕΙΡ το 1965. Υπήρχε όμως και μεγάλος ενθουσιασμός εξαιτίας του γεγονότος ότι επιτέλους μπορούσαμε να κάνουμε τη δουλειά μας χωρίς να κρυβόμαστε. Και οι λίγοι τότε θεατές όμως ήσαν ενθουσιασμένοι. Ακόμη συναντώ μεγάλους ανθρώπους που θυμούνται με συγκίνηση εκείνες τις πρώτες στιγμές. Το πιο σημαντικό για εμάς ήταν η αίσθηση του σεβασμού που είχαμε για το γεγονός ότι μπαίναμε στα σπίτια των ανθρώπων και ότι έπρεπε να τους αντιμετωπίσουμε με ευπρέπεια».
Η κυρία Κυπραίου λέει ότι σήμερα η τηλεόρασή της παραμένει μονίμως κλειστή. «Δεν παρακολουθώ πλέον καθόλου τηλεόραση. Παρακολουθώ τις ειδήσεις μέσω του Διαδικτύου. Με ενοχλεί κυρίως η μη σωστή εκφορά του ελληνικού λόγου, ο εκχυδαϊσμός της ελληνικής γλώσσας. Το πρόβλημά μου είναι κυρίως αισθητικό. Παρακολουθούσα το Euronews, αλλά μετά την ιστορία με τη Λιβύη σταμάτησα εντελώς. Δεν μπορώ τα ψέματα και την υποκρισία».
Οπως σημειώνει, «δεν μας πρόδωσε η τηλεόραση, εμείς την προδώσαμε. Η τηλεόραση είναι ένα μέσο και εξαρτάται από τον άνθρωπο που τη χειρίζεται. Οπως είναι σήμερα η τηλεόραση είναι μια εικόνα του εκχυδαϊσμού της κοινωνίας μας. Με ενοχλεί που βλέπω κακία, παγωμένα πρόσωπα, μάτια που δεν έχουν ζέστη».
Η κυρία Κυπραίου τονίζει ότι «πέρασα πολλές περιπέτειες στην τηλεόραση και δεν έχω και πολλές ζεστές στιγμές να θυμάμαι. Αντίθετα, όποτε βλέπω εφιάλτες, βλέπω τον εαυτό μου να ετοιμάζει κάποιο τηλεοπτικό πρόγραμμα. Ημουν έναν χρόνο εκφωνήτρια στο δοκιμαστικό πρόγραμμα, αλλά στη συνέχεια έκανα πολλά πράγματα –συνεντεύξεις με σημαντικά πρόσωπα της εποχής κ.τ.λ. –τα οποία έχουν πια ξεχαστεί και κανείς δεν τα θυμάται. Ολοι στέκονται στο γεγονός ότι ήμουν η πρώτη εκφωνήτρια, αλλά το ουσιαστικό μου έργο στην τηλεόραση δεν το θυμάται πλέον κανείς».

Η πρώτη τηλεοπτική κριτική
Μαζί με τη γέννηση της τηλεόρασης γεννιέται, όπως ήταν αναμενόμενο, και η τηλεοπτική κριτική. Στο «Βήμα» της 24ης Φεβρουαρίου στη στήλη «Το χρονικό της Αθήνας» διαβάζουμε ένα ρεπορτάζ με τίτλο «Η πρώτη εκπομπή της τηλεοράσεως στην Αθήνα» όπου σημειώνεται: «Αρχισε χθες το απόγευμα στην Αθήνα η πρώτη ημι-επίσημη εκπομπή τηλεοράσεως, που αποτελεί το δεύτερο στάδιο της προσπαθείας του ΕΙΡ για την εκπαίδευση του προσωπικού. Παρά την αισιοδοξία όμως των αρμοδίων του Ιδρύματος, οι κρίσεις εκείνων που παρακολούθησαν το πρόγραμμα δεν ήσαν και τόσο ενθουσιώδεις. Αιτία το γεγονός ότι οι εικόνες που παρουσίαζαν τα εκράν των συσκευών ήσαν πολύ θαμπές». Στο ίδιο ρεπορτάζ μαθαίνουμε ότι η αγορά μιας συσκευής κοστίζει από 5.000 ως 12.000 δρχ. «Στα ξένα κράτη οι συνδρομητές τηλεοράσεως πληρώνουν το τετραπλάσιο ποσό της συνδρομής του ραδιοφώνου. Αν τελικά εφαρμοσθεί το μέτρο αυτό στην Ελλάδα και δεδομένου ότι η ετήσια συνδρομή του ραδιοφώνου ανέρχεται σε 160 δραχμές, οι κάτοχοι συσκευών τηλεοράσεως θα πληρώνουν 640 δρχ. τον χρόνο» καταλήγει το ρεπορτάζ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ