O ωραίος, ο ιδεαλιστής και το… μπικίνι
Εξωτερικά ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ μοιάζει αρκετά με τον ήρωα της νουβέλας «Το αμερικάνικο όνειρο», τον Χάμπελ Γκάρντινερ στα «Καλύτερά μας χρόνια» (1973) του Σίντνεϊ Πόλακ. «Κατά κάποιον τρόπο ήταν σαν τη χώρα στην οποία ζούσε» γράφει ο Γκάρντινερ. «Ολα του είχαν έρθει εύκολα, τουλάχιστον όμως το ήξερε. Μια φορά τον μήνα φοβόταν ότι ήταν κάλπικος. Ολοι όσοι ήξερε όμως ήταν ακόμη πιο ψεύτικοι». Ταινία με πολλά εισιτήρια, βραβεία και πολλά κέρδη από τα χαρτομάντιλα που πουλήθηκαν για να σκουπίσουν τα μικρά δάκρυα των γυναικών ανά τον κόσμο.
Ομως ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ δεν ήταν τελικά αντίγραφο εκείνης της περσόνας που ανήκει και στους διασημότερους ρόλους της φιλμογραφίας του. Η νεότητά του τού επιφύλασσε μεγαλύτερο ανήφορο. Θύμιζε τους έξι ορόφους που ανέβαινε, λαχανιασμένος σαν τον Πολ Μπράτερ, στο «Ξυπόλυτοι στο πάρκο» (1967), με συμπρωταγωνίστρια την Τζέιν Φόντα.
Γιος γαλατά και μετέπειτα λογιστή και νοικοκυράς, ο Ρέντφορντ στα μαθητικά του χρόνια ήταν ατίθασο νιάτο. Επινε αρκετά. Δούλεψε ως σερβιτόρος αλλά και σε πετρελαιοπηγές, περιπλανήθηκε στη Γηραιά Ηπειρο στη δεκαετία του 1960 (όταν παντρεύτηκε έζησε για λίγο στην Κρήτη). Απογοητευμένος από τις επιδόσεις του στη Σχολή Καλών Τεχνών στη Φλωρεντία, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη.
Με ταινίες όπως το «Κεντρί», «Οι τρεις μέρες του Κόνδορα» και «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» ο Ρέντφορντ εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της δεκαετίας του 1970 και ο Φ. Σ. Φιτζέραλντ σίγουρα θα ήταν τουλάχιστον ευτυχής που «Ο υπέροχος Γκάτσμπι» (1974) ενσαρκώθηκε από τον ηθοποιό με τα ξανθά μαλλιά, παρά τις προτροπές του σκηνοθέτη Τζακ Κλέιτον να τα βάψει μαύρα.
Χωρίς να σταματήσει την ηθοποιία, ο Ρέντφορντ εξελίχθηκε σε πολύ ενδιαφέροντα σκηνοθέτη. Το ντεμπούτο του στην καρέκλα του σκηνοθέτη, οι «Συνηθισμένοι άνθρωποι» (1980), του χάρισε το Οσκαρ σκηνοθεσίας. Λίγα χρόνια αργότερα πολλές γυναίκες θα ζήλευαν τη Μέριλ Στριπ όταν ο Ρέντφορντ την έλουζε στο «Πέρα από την Αφρική» (ο Ρέντφορντ έχει πει ότι ήταν μια από τις χειρότερες δουλειές του).
Ακτιβιστής, ηθοποιός, σκηνοθέτης, αλλά και ο άνθρωπος που δημιούργησε το σημαντικότερο αμερικανικό κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Sundance, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του ο Ρέντφορντ εξακολουθεί να γοητεύει τις γυναίκες. Και αυτό το λέω από προσωπική πείρα. Πριν από μερικά χρόνια όταν επρόκειτο να τον συναντήσω στη Νέα Υόρκη για την πολιτική ταινία του «Ο κανόνας της σιωπής» μια φίλη με εκλιπαρούσε για μια τούφα απ’ τα μαλλιά του. Γύρισα πίσω με μια «κουνημένη» φωτογραφία, αφού η κυρία που παρακάλεσα να μας απαθανατίσει έτρεμε μπροστά του…
Ο εκφραστής του πολιτικού κινηματογράφου
Με την εμπειρία αρκετών συνεντεύξεων που έχω πάρει από τον Κεν Λόουτς κατά τη διάρκεια των τελευταίων 15 χρόνων, μπορώ να πω ότι ο κυριότερος εκφραστής του βρετανικού κοινωνικού ρεαλισμού και του πολιτικού κινηματογράφου δεν έχει αλλάξει διόλου στο πέρασμα του χρόνου. Εχοντας ξεκινήσει από το εξαιρετικά επιδραστικό τηλεοπτικό «Cathy Come Home» πριν από ακριβώς πενήντα χρόνια, κατάφερε το 2006 να φτάσει ως τον Χρυσό Φοίνικα του φεστιβάλ των Καννών με το «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι», παραμένοντας πάντα ένας ανθρωπιστής, πιστός στο ιδανικό του για έναν πιο δίκαιο κόσμο.
Γεννημένος τον Ιούνιο του 1936 στο Νάνιτον του Γουόρουικσαϊρ στη Μεγάλη Βρετανία, ο Λόουτς μετά τις νομικές σπουδές του στο Peter’s Hall της Οξφόρδης «φλέρταρε» για λίγο με το θέατρο προτού προσληφθεί από το BBC ως σκηνοθέτης τηλεόρασης το 1963. Ετσι, ξεκίνησε μια μεγάλη καριέρα στη σκηνοθεσία ταινιών για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, με περισσότερους από 30 τίτλους, ανάμεσα στους οποίους ταινίες που έκαναν μεγάλη αίσθηση στην Ελλάδα, όπως το «Βροχή από πέτρες» και κυρίως το «Γη και ελευθερία».
Πριν από δύο χρόνια στις Κάννες ο Λόουτς παρουσίασε την τελευταία ως σήμερα ταινία του, το «Jimmy’s Hall», ουσιαστικό θέμα της οποίας είναι η αντίσταση προς την οπισθοδρόμηση. Ο Τζίμι του τίτλου είναι ο Τζέιμς Γκράλτον (Μπάρι Γουόρντ), ένας δυναμικός ιρλανδός κομμουνιστής ο οποίος επιστρέφοντας στην πατρίδα του τη δεκαετία του 1930, έπειτα από δεκάχρονη παραμονή στην Αμερική, αποφασίζει να δώσει και πάλι ζωή σε ένα εγκαταλελειμμένο πολιτιστικό κέντρο. Εκεί όπου ο κόσμος θα μπορεί ελεύθερα να τραγουδά, να χορεύει, να διαβάζει, να αθλείται.
«Η ιδέα του ανοιχτού χώρου που αντιστέκεται, οι προοδευτικές και επαναστατικές απόψεις που ορθώνονται σε μια καταπιεσμένη κοινωνία ανέκαθεν με ενέπνεαν και θα εξακολουθήσουν να με εμπνέουν» είπε ο σκηνοθέτης ο οποίος για μία ακόμη φορά συνεργάστηκε με τον μόνιμο από το 1995 σεναριογράφο του, Πολ Λάβερτι.
Αμετανόητος τροτσκιστής, ο Λόουτς ακόμη και σήμερα θεωρεί ότι το κακό στο οποίο έχει καταλήξει σήμερα η Ευρώπη οφείλεται στη σιδηρά κυρία. Υπήρξε άλλωστε ένας από τους πιο δυναμικούς αντιπάλους της σκληροπυρηνικής πολιτικής της Μάργκαρετ Θάτσερ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ