Ο απόλυτος αμερικανός κλόουν
Είδα τον Τζέρι Λούις σε απόσταση αναπνοής πριν από δύο χρόνια στις Κάννες, όταν βρέθηκε εκεί για την προώθηση του «Max Rose», μιας από τις ελάχιστες απόπειρές του στο δράμα, κόντρα στο κωμικό ύφος των περισσότερων ταινιών του. Στη συνέντευξη Τύπου ο Λούις δεν σταματούσε να κάνει πλάκα με το καθετί, αν και είχε πάντοτε σοβαρό ύφος. Τη μια στιγμή έβαζε το ένα μέρος των ακουστικών στη μύτη του, την άλλη μόνο που δεν κατάπινε το μικρόφωνο. Το χιούμορ του, άμεσο, απρόβλεπτο αλλά και βιτριολικό.
Μάλιστα, όταν ένας Γάλλος του ζήτησε να μιλήσει για τον Ντιν Μάρτιν, παρτενέρ του σε πολλές κωμωδίες των δεκαετιών του 1950 και του 1960, ο Λούις απάντησε: «Πέθανε, ξέρετε…» (είναι γνωστό ότι η σχέση τους είχε τεράστια προβλήματα που εν τέλει προκάλεσαν τη διάλυση του ντουέτου). Και ύστερα «βασάνισε» έναν βραζιλιάνο δημοσιογράφο λέγοντάς του τη μια στιγμή να μη φωνάζει τόσο δυνατά και την άλλη να φωνάζει δυνατότερα.
Απίστευτος τύπος αυτός ο απόλυτος αμερικανός κλόουν, ο Τζόζεφ Λέβιτς, που γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1926 στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι από γονείς ηθοποιούς και ο οποίος από τα πέντε του κιόλας είχε αρχίσει τις επαγγελματικές εμφανίσεις σε ξενοδοχεία! Γκαρσόνι, μανάβης, υπάλληλος σε καπελάδικο, γκρουμ, ταξιθέτης, τα έκανε όλα προτού αρχίσει να μιμείται προσωπικότητες σε νυχτερινά κέντρα. Αυτό έγινε το 1940. Εξι χρόνια αργότερα ο Λούις φτιάχνει ντουέτο με τον Ντίνο Κροτσέτι, δηλαδή τον Ντιν Μάρτιν, και ξαφνικά όλοι μιλούν για τα νούμερά τους. Το 1948 εμφανίζονται στην τηλεόραση και έναν χρόνο αργότερα υπογράφουν συμβόλαιο με το στούντιο της Paramount.
Σκηνοθετώντας και παίζοντας σε ταινίες όπως το «Δάσκαλος για κλάματα», «Ο Τζέρι Λούις αρχοντοπαλίκαρο» και «Παιδί για όλες τις δουλειές», ο Λούις στα χρόνια του ’50 και του ’60 ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς Αμερικανούς, αλλά κανείς δεν τον έπαιρνε και τόσο στα σοβαρά. Θα το έκαναν αργότερα πρώτοι οι Γάλλοι, που μίλησαν για μεγάλο ταλέντο στην κωμωδία, της κλάσης του Τσάρλι Τσάπλιν, του Μπάστερ Κίτον και του Ζακ Τατί.
Το δράμα ήταν το απωθημένο του Τζ. Λούις και η αποτυχία της δραματικής αντιπολεμικής σάτιρας «Από πού πάνε για το μέτωπο;» που σκηνοθέτησε ο ίδιος το 1970 είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνσή του από τον χώρο. Επανήλθε με σποραδικές εμφανίσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ενώ το 1983 ο Μάρτιν Σκορσέζε τον σκηνοθέτησε στον «Βασιλιά της κωμωδίας», μια πικρή σάτιρα για τη ματαιότητα της φήμης.
Ο τρελός παραγωγός
Αν και τα τελευταία χρόνια δεν έχει την ίδια ενέργεια που είχε στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, ο Mελ Μπρουκς παραμένει ένας από τους ζωντανούς θρύλους της αμερικανικής κωμωδίας. Ο δημιουργός του κλασικού μιούζικαλ «Αυτοί οι τρελοί τρελοί παραγωγοί», ο οποίος το 2013 τιμήθηκε από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου για το σύνολο της καριέρας του, έχει υπογράψει παροιμιώδεις κωμωδίες. Και οι ταινίες του εξακολουθούν να προκαλούν το γέλιο.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη διεστραμμένα αστεία εκδοχή του πάνω στον μύθο του τέρατος του Φρανκενστάιν στον «Φρανκενστάιν τζούνιορ»; Ποιος δεν έχει γελάσει με το σατιρικό γουέστερν «Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες»; Και ποιος δεν ένιωσε μια γλυκιά νοσταλγία με τον φόρο τιμής του Μπρουκς προς τον βωβό κινηματογράφο με το «Silent movie» ή την «Τελευταία τρέλα του Μελ Μπρουκς», όπως είχε μεταφραστεί η ταινία στην Ελλάδα;
Μπρουκλινέζος και Εβραίος (το πραγματικό του όνομα είναι Καμίνσκι), ο χήρος της πρωταγωνίστριας στον «Πρωτάρη» ηθοποιού Ανν Μπάνκροφτ ξεκίνησε παίζοντας ντραμς σε νυχτερινά κέντρα της Νέας Υόρκης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου και πολέμησε, και σύντομα μπήκε στον χώρο της σόου μπίζνες ως κειμενογράφος του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και σόου του Μπρόντγουεϊ. Εκτοξεύθηκε ως σκηνοθέτης με τους «Τρελούς παραγωγούς», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του που του χάρισε το Οσκαρ σεναρίου, αλλά καθυστέρησε να εμφανιστεί μπροστά στον φακό (η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία στην οποία εμφανίζεται είναι οι «Δώδεκα καρέκλες» του ιδίου).
Πολύπλευρο ταλέντο, ο Μελ Μπρουκς διακρίθηκε επίσης ως στιχουργός (το τραγούδι του «Blazing saddles» από το «Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες» ήταν υποψήφιο για Οσκαρ) αλλά και ευφάνταστος παραγωγός ταινιών. Αξίζει δε να σταθούμε κάπως σε αυτό το τελευταίο, διότι μια μνημειώδης παραγωγή του Μπρουκς, που με τίποτε δεν μπορεί να συνδεθεί μαζί του, είναι ο «Ανθρωπος ελέφαντας», η δεύτερη ταινία του Ντέιβιντ Λιντς και μία από τις καλύτερές του.
«Ο Μελ δημιούργησε τη δική του παράδοση» έχει πει ο Μάρτιν Σκορσέζε αναφερόμενος στο ταλέντο του 90χρονου πλέον Μελ Μπρουκς. «Εμπνέεται από το παρελθόν, το τιμά ή και παίζει μαζί του δίνοντάς του μια προέκταση σε σημεία όπου εξίσου έξυπνοι και αστείοι άνθρωποι δεν τόλμησαν να πάνε».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ