Tο 1962 τέσσερα ανήλικα κορίτσια έγιναν πρωτοσέλιδο στον ελληνικό Τύπο διότι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους προκειμένου να κλειστούν σε μοναστήρι. Τα κατάφεραν στην τρίτη απόπειρα, διότι τις προηγούμενες οι γονείς τους τα έφερναν πίσω με το ζόρι. Απώτερος σκοπός των κοριτσιών ωστόσο ήταν να δημιουργήσουν ένα ίδρυμα-καταφύγιο για παραμελημένα και κακοποιημένα παιδιά, στα πρότυπα του Ιδρύματος Πεσταλότσι της Ελβετίας.
Μισόν αιώνα αργότερα οι πρωτεργάτριες του Λυρείου Παιδικού Χωριού στον Νέο Βουτζά Αττικής εξακολουθούν να περιθάλπουν και να φροντίζουν παιδιά χωρίς βοήθεια από το κράτος και την Εκκλησία. Η ιστορία τους έγινε το ντοκιμαντέρ «Μάνα» της Βάλερι Κοντάκου που μετά την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, τον περασμένο Μάρτιο, τώρα ανοίγει εμπορικά και για το κοινό.

«Η ιδέα γεννήθηκε από μια επίσκεψή μου πριν από πάρα πολλά χρόνια στο Λύρειο όπου είχα εντυπωσιαστεί από τις μοναχές, τον τρόπο τους και τη δουλειά που γινόταν εκεί»
είπε στο «Βήμα» η Κοντάκου. Οταν πρωτοπήγε στο Λύρειο πριν από 20 χρόνια, η αίσθηση που είχε ήταν πως επρόκειτο για έναν χώρο εκτός ελληνικών δεδομένων. «Είδα ότι οι μοναχές απείχαν από το στερεότυπο που είχαμε στο μυαλό μας: αφοσιωμένες στον Θεό, μακριά από τα εγκόσμια κ.λπ.». Αυτό που η Κοντάκου συνάντησε ήταν μοναχές με άποψη για πολιτικά, πολιτιστικά, κοινωνικά και οικονομικά θέματα, οι οποίες συζητούσαν βάσει ουσιαστικής ενημέρωσης, χωρίς τον αποκλεισμό που επιβάλλει η θρησκεία (με την οποία η Κοντάκου παραδέχεται ότι δεν τα πάει πολύ καλά).
Βεβαίως η εμπιστοσύνη των μοναχών στο πρόσωπο της Κοντάκου δεν αποκτήθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη. Αντιθέτως, αυτό έγινε με την πάροδο των χρόνων. Μόνο τα γυρίσματα του «Μάνα» άλλωστε κράτησαν περίπου τρία χρόνια και εκτός από τις μοναχές η σκηνοθέτρια μίλησε με συγγενείς τους, με ανθρώπους που στηρίζουν το Λύρειο, με παιδιά που μεγάλωσαν στο Λύρειο και έχουν πια φύγει από εκεί. Τα προβλήματα δεν ήταν λίγα λαμβανομένου υπόψη ότι το «Μάνα» έχει να κάνει και με παιδιά, τα οποία η σκηνοθέτρια έπρεπε με κάθε τρόπο να προστατέψει. «Το μοναστήρι δεν με απασχόλησε καθόλου, δεν ήταν αυτό το θέμα μου, όπως δεν με ενδιέφερε και η θρησκεία, παρά μόνο πως για τις μοναχές η θρησκεία είναι δύναμη και αυτή τούς έδωσε έναν σκοπό στη ζωή τους. Αλλά αυτό έγινε πριν από 50 χρόνια. Εγώ ήθελα να δω το τώρα, πού έχουν φτάσει ύστερα από μισόν αιώνα, να δω τις σχέσεις των μοναχών με τα παιδιά, πώς είναι η καθημερινότητα στο Λύρειο». Τόσο οι μοναχές όσο και τα παιδιά αρχικά έπρεπε να ξεπεράσουν το τρακ της κάμερας, αλλά ύστερα από τρία χρόνια συνεχούς παρουσίας της Κοντάκου εκεί κάποια στιγμή δεν τους έκανε καμία αίσθηση. Υπάρχουν πράγματα στο «Μάνα» με τα οποία η Κοντάκου δεν ασχολήθηκε συνειδητά. «Δεν ήθελα να κάνω ένα μελόδραμα για τα «καημένα παιδάκια» που τα λυπάται ο κόσμος. Ηθελα να δω πώς το επιχείρημα με το οποίο ξεκίνησαν οι μοναχές εξελίχθηκε, πώς μπορείς σαν άνθρωπος να εξελίσσεσαι και να προσφέρεις. Αυτές οι γυναίκες δεν φροντίζουν απλώς τα παιδιά, τους μαθαίνουν να πιστεύουν στους εαυτούς τους και να χαράζουν μια καινούργια ζωή».
Προς το τέλος του 2012 η Κοντάκου διαπίστωσε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν χρήματα από τις παραδοσιακές χρηματοδοτικές πηγές, την ΕΡΤ, το ΕΚΚ κ.τ.λ. Ηταν η περίοδος που στις ΗΠΑ έκανε θραύση το kickstarter ως νέο μοντέλο ανεξάρτητης χρηματοδότησης. Επειδή κατά διαστήματα ζει στη Νέα Υόρκη και γνώριζε θετικές εμπειρίες γνωστών της από παρόμοιες εκστρατείες, αποφάσισε να το προσπαθήσει. «Τα καταφέραμε, αλλά θέλει πολλή δουλειά και σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό βασίζεται στον κύκλο που εσύ και οι συνεργάτες σου έχετε καλλιεργήσει στο εξωτερικό, καθώς η κουλτούρα της αφιλοκερδούς υποστήριξης των τεχνών δεν είναι ακόμη διαδεδομένη στην Ελλάδα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ