«Οταν ο κ. Τσίπρας αποφάσιζε το δημοψήφισμα και μετέφερε την ευθύνη στον ελληνικό λαό, δεν θυμόταν ότι άλλα υποσχόταν πριν από τις εκλογές και ότι είχε καταδικάσει τον Γιώργο Παπανδρέου που ήθελε κι αυτός δημοψήφισμα για ξεκάθαρη εντολή του λαού για παραμονή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο ευρώ;». Με το «καλησπέρα», η Ντόρα Γιαννακοπούλου δείχνει απροκάλυπτα τις προθέσεις της. Υποτίθεται ότι η συνάντησή μας έχει ως θέμα το τελευταίο βιβλίο της «Μια ζωή σαν πρόβα» που κυκλοφορεί τη Δευτέρα 6 Ιουλίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Ομως τα κρίσιμα πολιτικά και οικονομικά γεγονότα για την Ελλάδα τρέχουν και η Γιαννακοπούλου όχι μόνον δεν μπορεί να τα αγνοήσει, αλλά εκφράζεται για αυτά με… μεγάλο θυμό!: «Ερχόμαστε στο σήμερα. Πέντε μήνες μετά τις τελευταίες εκλογές σέρνεται το θέμα «μέσα ή έξω από το ευρώ». Εκτός από την καταστροφή της οικονομίας, η έξοδος από το ευρώ σημαίνει και πολιτική καταστροφή αφού θα μείνουμε χωρίς συμμάχους και ποιος ξέρει τι μας περιμένει από την Τουρκία, τα Σκόπια και τώρα τελευταία την Αλβανία. Τα αγαπητιλίκια με καθεστώτα τύπου Λατινικής Αμερικής και οι δραχμολάγνοι με τα συμφέροντά τους να μας αφήσουν ήσυχους και να ψάξουν άλλους τρόπους για να θησαυρίσουν!».
Κάπως έτσι «μεταφερόμαστε» και στο βιβλίο. Θα κουβεντιάσουμε για αρκετή ώρα ενώ η Ντόρα Γιαννακοπούλου τσιμπολογά σαν πουλάκι την «παιδική» σφυρίδα με τα βραστά λαχανικά που έχει παραγγείλει στο εστιατόριο του Πάρκου Ελευθερίας.
Ολα σε θυμίζουν…


Η πρώτη φράση του μπεστ σέλερ της, «Πρόβα νυφικού», έχει ως εξής: «Μέχρι που ο Πέτρος Μανιάς αγάπησε ως θανάτου, που λέει ο λόγος, την Αγγελική Δελή δεν ήξερα και πολλά πράγματα για αυτόν». Είκοσι δύο χρόνια αργότερα και ενώ έχουν μεσολαβήσει αρκετά άλλα μυθιστορήματα της Γιαννακοπούλου, η πρώτη φράση τού «Μια ζωή σαν πρόβα» (που είναι γραμμένο σε γ’ πρόσωπο) είναι η εξής: «Μέχρι που ο Αμερικάνος αγάπησε έως θανάτου, που λέει ο λόγος, τη νεαρή Ελένη, ξέραμε αρκετά πράγματα γι’ αυτήν». Οπως μαθαίνουμε, ο «Αμερικάνος» ήταν ο πατέρας της Ντόρας Γιαννακοπούλου, που «τρελάθηκε» όταν είδε τη μητέρα της, την Ελένη –μικρότερη σε ηλικία και από τις κόρες του από προηγούμενο γάμο στην Αμερική.

«Οταν το διάβασε ο γιος μου
(ο συγγραφέας Λένος Χρηστίδης) και είδε την ομοιότητα των δύο προτάσεων, γύρισε και μου είπε «μαμά, είσαι τρελή;»» απαντά γελώντας με την παρατήρηση η Ντόρα Γιαννακοπούλου. «Και όμως μου βγήκε εντελώς αυθόρμητα. Ούτε εγώ δεν το πίστευα».
Ωστόσο, η χρήση μιας πανομοιότυπης πρότασης σε δυο διαφορετικά έργα της Γιαννακοπούλου πολύ πιθανόν να ερμηνεύεται από το ότι για τη συγγραφέα η ύπαρξη της «Πρόβας νυφικού» οφείλεται στη μητέρα της. «Η γιαγιά της Πρόβας είναι πολύ κυρα-Λένη» είπε για τη «μούσα» της, της οποίας ο θάνατος κατά τραγική ειρωνεία συνέπεσε την ημέρα της γιορτής για το μπεστ σέλερ της «Πρόβας νυφικού» και για την έναρξη του ομότιτλου σίριαλ του ΑΝΤ1. «Δεν πήγα στη γιορτή» είπε. «Εστειλα ένα μήνυμα το οποίο διάβασε ο Γρηγόρης Βαλτινός. Γιατί αν δεν υπήρχε η κυρα-Λένη, η «Πρόβα νυφικού» δεν θα γραφόταν».
Μια γυναίκα, μια ιστορία


Η μυτιληνιά μητέρα της συγγραφέως είναι το ένα από τα δύο κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου. Το άλλο βέβαια είναι η ίδια η Ντόρα, μέσω της οποίας η συγγραφέας θυμάται τον εαυτό της σε αλλοτινές εποχές, τότε που είχε συνδεθεί έντονα με την καλλιτεχνική ζωή της Ελλάδας, τόσο ως ηθοποιός αλλά κυρίως ως τραγουδίστρια. «Ο τρόπος γραφής είναι μυθιστορηματικός αλλά τα γεγονότα πραγματικά» είπε.
Μέσα από την ιστορία της μητέρας της η Ντόρα Γιαννακοπούλου σύντομα και περιεκτικά επιστρέφει στην απελευθέρωση της Μυτιλήνης, τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη δικτατορία του Μεταξά, τη γερμανική κατοχή, τον ελληνικό εμφύλιο. Συγχρόνως υποκλίνεται, με θαυμασμό, σεβασμό και αγάπη μπροστά στην ακούραστη, πεισματάρα γυναίκα που όταν έχασε τον άντρα της, τον «Αμερικάνο», έμεινε μόνη έχοντας έξι παιδιά να αναθρέψει. «Αν δεν ήταν εκείνος ο δεσπότης που τη βοήθησε δεν ξέρω τι θα έκανε» είπε η συγγραφέας. «»Ο,τι να ‘ναι, σεβασμιότατε, θα κάνω ό,τι να ‘ναι» του είπε». Κι εκείνος όντως τη βοήθησε. Η κυρα-Λένη έγινε καντηλαναύτρια στους Αγίους Πατέρες, όμως ο ρόλος της δεν σταματούσε μέσα στην εκκλησία. «Ξέθαβε πεθαμένους, τους έβαζε στα οστεοφυλάκια, έπλενε σκελετούς. Και το άντεξε. Το άντεξε». Η Γιαννακοπούλου κάνει μια παύση, τα δάκρυα της ανάμνησης την πνίγουν. «Και αργότερα έγινε μαγείρισσα σε ορφανοτροφείο. Οταν ο δεσπότης τη ρώτησε αν μπορούσε να μαγειρεύει εκείνη του είπε «Με έξι παιδιά να μην ξέρω;». «Οχι για έξι! Για 106!». «Θα μάθω, σεβασμιότατε!»».
Ομηρος και πατέρας


Ομως η περιπέτεια της μάνας κάποια στιγμή θα τελείωνε, οπότε η Γιαννακοπούλου δίνει τη σκυτάλη στον εαυτό της για να συνεχίσει το βιβλίο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν την συναντάμε ξανά στις σελίδες. Παντρεύτηκε πολύ νέα τον Τάκη Γιαννακόπουλο, έναν άνθρωπο στον οποίο οφείλει το διάσημο όνομά της που υπήρξε ο μέντοράς της, ο εμπνευστής της. Mε το τέλος των θεατρικών της σπουδών στην Aθήνα η καριέρα της ουσιαστικά αρχίζει όταν έπαιξε και τραγούδησε στο έργο «Ενας Ομηρος»του Mπρένταμ Mπίαμ που ανέβασε ο Λεωνίδας Tριβιζάς στο Kυκλικό Θέατρο με τραγούδια που είχε γράψει ο Mίκης Θεοδωράκης. Η Γιαννακοπούλου θυμάται με έντονα χρώματα την αγωνία της στην πρεμιέρα του «Ομήρου». Θυμάται το όνειρό της τη βραδιά πριν από την πρεμιέρα. Τότε είδε για πρώτη φορά στη ζωή της στον ύπνο της τον πατέρα της τον οποίο δεν θυμόταν παρά από τις φωτογραφίες. «Ημουν σε έναν γκρεμό. Ξαφνικά εμφανίζεται ο πατέρας μου, με πιάνει από τις μασχάλες και αρχίζει να με πετά ψηλά». Το όνειρο ήταν τόσο έντονο που η Ντόρα ξύπνησε φωνάζοντας. Οι φωνές της ξύπνησαν την οικονόμο του σπιτιού. «Αχ, κορίτσι μου, μεγάλη επιτυχία θα έχεις» θα της πει η κυρα-Μαρία, «ο μπαμπάς σου σε πετούσε ψηλά!». Και είχε δίκιο. «Οσο ζω δεν θα ξεχάσω ποτέ το όνειρο αυτό».
Η Γιαννακοπούλου θυμάται τον Γιάννη Τσαρούχη να σχολιάζει φωναχτά: «Καλέ, αυτή είναι ντισέζ!» στη γενική δοκιμή. Θυμάται την επιτυχία της πρεμιέρας, τα ξεσπάσματα χειροκροτημάτων από τη Μελίνα Μερκούρη, τον Ζυλ Ντασσέν, τον Μιχάλη Κακογιάννη και τόσους άλλους. «Πού είναι αυτή η μικρή; Εκτακτη!». Η Μελίνα δεν κρατιόταν. «Να τη χαίρεσαι, χρυσέ μου!» φώναξε στον σύζυγό της Γιαννακόπουλο.
Οι θρυλικές συναυλίες


Εκείνη την εποχή η Γιαννακοπούλου άρχισε την παράλληλη καριέρα στο θέατρο και στο τραγούδι, με σύγχρονες εμφανίσεις στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στις πρώτες μπουάτ στην Πλάκα. Εβγαλε δίσκους ενώ πολλές συναυλίες της απέκτησαν θρυλικό χαρακτήρα. Η πιο συγκλονιστική για την περίοδο εκείνη ήταν στο θέατρο «Κεντρικόν» μετά τη δολοφονία του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Τζον Φ. Κένεντι. Συγκρατώντας τους λυγμούς της η Γιαννακοπούλου κατάφερε να τραγουδήσει το «Γελαστό παιδί», χωρίς αυτό να σημαίνει φυσικά ότι η όλη κίνηση δεν σχολιάστηκε αρνητικά από κάποιους, όπως π.χ. την εφημερίδα «Εστία»: «Ητο βεβαίως φυσικό ο συνθέτης του Νεκρού αδελφού και του Επιταφίου και τόσων μοιρολογίων να μην χάσει την ευκαιρίαν που του προσέφεραν ο θάνατος του αδικοσκοτωμένου Προέδρου!… Και έτσι εν μέσω θρήνων και οδυρμών εξετελέσθη το «Γελαστό παιδί» ολίγον μετά την αποτρόπαιον εκτέλεσίν του από τον… δολοφόνο του Τέξας!».
Ιδιαίτερη θέση στην καρδιά της Ντόρας Γιαννακοπούλου κρατά και μια θερινή συναυλία του Θεοδωράκη στην Κοκκινιά εν μέσω τεταμένης πολιτικής κατάστασης. Την ώρα που η συναυλία επρόκειτο να αρχίσει, τα φώτα έπεσαν και ο Μίκης ισχυρίστηκε σαμποτάζ. Οταν κάποιος από το κοινό φώναξε «θα συνεχίσετε!» η Γιαννακοπούλου θυμάται να γίνεται κάτι «πραγματικά απίστευτο. Λες και ήταν όλοι συνεννοημένοι, όσοι είχαν αυτοκίνητα και φορτηγά εκεί τριγύρω, έτρεξαν, τα οδήγησαν απέναντι από τη σκηνή, άναψαν τα φώτα τους και η συναυλία συνεχίστηκε με παλμό, αγωνιστικότητα και μέσα σε ξέφρενα χειροκροτήματα».
Ντέρμπι αιωνίων


Το καλοκαίρι του 1963 έχει γράψει το δικό του κεφάλαιο στην Ιστορία του ελληνικού θεάτρου και η Ντόρα Γιαννακοπούλου αποτελεί κομμάτι του. Η «Ομορφη πόλη» του Μποστ που σκηνοθέτησε ο Μιχάλης Κακογιάννης σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και με πρωταγωνίστρια τη Γιαννακοπούλου ανέβηκε στο Παρκ την ώρα που στο διπλανό θέατρο, το Μετροπόλιταν, παιζόταν η «Οδός ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι. Ο απίστευτος ανταγωνισμός στάθηκε αφορμή για να ξεσπάσει ένας «πόλεμος» που η Ντόρα Γιαννακοπούλου χαρακτηρίζει «ντέρμπι Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού». Οι εφημερίδες οργίαζαν. «Μίκης εναντίον Μάνου. Μάνος εναντίον Μίκη. ‘Η Μάνος, Μίκης εναντίον του ελαφρού τραγουδιού». «Προσωπικά δεν είχα καμία θέση» είπε η Γιαννακοπούλου. «Εγώ τραγουδούσα για τον Μίκη».
«Με γκάστρωσε η δεκαετία του ’60» μου είπε κάποια στιγμή η Γιαννακοπούλου για την πληθώρα των γεγονότων και τον οργασμό της καλλιτεχνικής ζωής, όχι μόνον στην Αθήνα αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Φοβάται μην ξεχάσει κάποιον. Αλλά θυμάται πολύ καλά το επεισόδιο με την Ελένη Βλάχου όταν η Γιαννακοπούλου, με τη σύμφωνη γνώμη του Μίκη, την παρακάλεσε να μεσολαβήσει ώστε να βγει ο δίσκος με τα τραγούδια του «Ομηρου» που η λογοκρισία είχε απαγορέψει. Το αντίτιμο ήταν να τραγουδήσει δυο τραγούδια από τις «Μικρές Κυκλάδες» (τα κλασικά «Κήπος» και «Του μικρού Βοριά») στη ραδιοφωνική εκπομπή της Βλάχου. «Οσα τραγούδια θέλετε», της είπα! Μόνο δύο;».
Ερωτας και δικτατορία


Το 1964 η Ντόρα Γιαννακοπούλου είχε μείνει «κάγκελο» βλέποντας τον Μηνά Χρηστίδη στον ρόλο του ιταλού αστυνόμου σε μια παράσταση της «Βαβυλωνίας». Λίγο πριν από την άνοδο της χούντας των συνταγματαρχών τον είχε ερωτευτεί. Είχαν μεσολαβήσει κάποιες συνεργασίες, όπως το «Πρώτο χάδι», μια «μοιραία για όλους συνεργασία» όπως την αναφέρει η ίδια. «Τα γεγονότα δεν περιμένουν, ο έρωτας τρέχει με μεγάλες δρασκελιές, στέκεται στη γωνία και χαμογελά» γράφει στο βιβλίο της.

«Η πρώτη φορά που ακούστηκε η λέξη δικτατορία στο κοινοβούλιο ήταν το 1965 από βουλευτές της Ενωσης Κέντρου και της ΕΔΑ»
θυμάται. Λίγο μετά την αποφράδα 21η Απριλίου 1967, ο νέος σύντροφός της τής ανακοίνωσε ότι δεν μπορούσε να μείνει άλλο στην Ελλάδα με μια δικτατορία που άφηνε τους πάντες μετέωρους. Ο Χρηστίδης αποφάσισε να φύγει για το Παρίσι και αν η Ντόρα ήθελε ας ακολουθούσε. «Αν ήθελε; Ετσι, από τη μια στιγμή στην άλλη; Πώς διαγράφεις τα πάντα για να ξεκινήσεις από το μηδέν; Κι αυτό το μηδέν πού το βρίσκεις, να πιάσεις το νήμα και να αρχίσεις από την αρχή;».
Η Ντόρα πανικοβλήθηκε αλλά ακολούθησε τον δρόμο της καρδιάς της. Ηξερε ότι θα περνούσε δύσκολα, ήξερε ότι η επιβίωση δεν ήταν η ίδια για όλους τους ξενιτεμένους, ότι φίρμες σαν τη Μερκούρη και τον Ντασσέν δεν θα είχαν τα ίδια προβλήματα με εκείνη. Αν ζητούσε γνώμη φίλων θα την απέτρεπαν, στη μάνα της ούτε συζήτηση. «Εσύ δεν έχεις μάθει να περνάς απέναντι το πεζοδρόμιο» της είπε ο φίλος της Λεωνίδας Τριβιζάς. «Πώς θα επιβιώσεις;».
Αν ήταν μόνο η δικτατορία ίσως και να μην έφευγε και η Ντόρα δεν μπορούσε πια να υποχωρήσει. «Με παρακαλούσαν να λέω τότε ότι έφυγα για τη δικτατορία αλλά εγώ αρνιόμουν γιατί δεν ήθελα να παριστάνω την ηρωίδα». Ετσι, από το 1969 ως το 1971 έμεινε στην Ολλανδία και στον Καναδά. Τουρνέ σε χώρες της Δυτικής και της Ανατολικής Eυρώπης με ένα ιδιόμορφο πρόγραμμα, βασισμένο στη μουσική του Mίκη Θεοδωράκη, αξέχαστη η συναυλία στη Μόσχα.

Γράφοντας στις… ντουλάπες
Mετά τη μεταπολίτευση η Γιαννακοπούλου σταμάτησε το θέατρο και το τραγούδι. Η αφοσίωση στον γιο της Λένο ήταν πια προτεραιότητα. Ομως στις αρχές της δεκαετίας του 1990 μπόρεσε να αναδείξει ένα άλλο πρόσωπο, εξίσου επιτυχημένο: της συγγραφέως. Η «Πρόβα νυφικού» ήταν η αρχή. «Τι κάνεις εκεί πάνω;» τη ρωτούσε ο Μηνάς Χρηστίδης, ο αυστηρότερος κριτικός της, ο οποίος μάλιστα απέρριψε την πρώτη εκδοχή του μυθιστορήματος με αποτέλεσμα η Γιαννακοπούλου να το ξαναγράψει. «Τις ντουλάπες φτιάχνω!» φώναζε εκείνη ενώ στην πραγματικότητα έγραφε. «Τι έχουν κι αυτές οι ντουλάπες πια;». Και όμως ήταν ο Μηνάς Χρηστίδης που τελικά βάφτισε την ιστορία με τον τίτλο «Πρόβα νυφικού», έναν από τους πιο «πιασάρικους» τίτλους ελληνικών βιβλίων τα τελευταία χρόνια. Ακολούθησαν εκτός άλλων τα μυθιστορήματα «Ο μεγάλος θυμός», το «Με τα μάτια του έρωτα»(1999),«Τρεις χήρες»(2001), τα «Ενοχα μυστικά», ενώ η «Ζωή σαν πρόβα» κλείνει με την περσινή επιτυχημένη μεταφορά της «Πρόβας νυφικού» στο σανίδι από το Εθνικό Θέατρο.

«Ενώ συνέθετα από την αρχή όλα αυτά που είχα ζήσει, είδα ότι τελικά τα γεγονότα ήταν που με πήγαιναν, δεν ακολουθούσα εγώ τα γεγονότα»
είπε καταλήγοντας η Γιαννακοπούλου. «Αλλά η ιστορία άρχισε με την κυρα-Λένη και με αυτήν θέλησα να την τελειώσω. Οταν περνούσα ζόρια και στενοχώριες, η μάνα μου με βαλάντωνε και μου ‘λεγε με πόνο ψυχής: «Ντουρέλι μ’, μη στιναχουριέσι, γιατί ιγώ άλλου Ντουρέλι δεν μπουρώ να κάνου…».

πότε & πού:

«Μια ζωή σαν πρόβα», εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 266, τιμή 14 ευρώ

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ