Ηταν για να γελάς και για να κλαις. Η κόντρα της επί δεκατέσσερα χρόνια διευθύντριας του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Αννας Καφέτση και του Διοικητικού Συμβουλίου έλαβε τραγελαφικές προεκτάσεις τη χρονιά που μας πέρασε και το Μουσείο βεβαίως για άλλη μία φορά δεν άνοιξε. Αποκορύφωμα η μομφή προς την κυρία Καφέτση για την καταγραφή των καινούργιων έργων τέχνης στο Γενικό Βιβλίο Εισαγωγής Εργων του ΕΜΣΤ με μολύβι, μια σοβαρή αιχμή που αμφισβητούσε το ήθος και την τιμιότητά της. «Από το παρόν ΔΣ έφτασε να αμφισβητείται ακόμη και ο εισηγητικός ρόλος του διευθυντή. Αισθάνομαι ότι έχω βιώσει τη φοβερότερη βαρβαρότητα της ζωής μου. Εφτασαν να συνεδριάζουν ερήμην του διευθυντή» έλεγε η κυρία Καφέτση. Αλλά και η «αδυναμία συνεργασίας» της με το διοικητικό συμβούλιο, αδιαμφισβήτητη επειδή έχει σημειωθεί κατ’ επανάληψη από το 2004, δυναμίτιζε την κατάσταση και τις εύθραυστες ισορροπίες της. Οσο δραστήρια και δυναμική και αν απαιτείται να είναι η κεφαλή ενός πολιτιστικού οργανισμού, προφανώς δεν μπορεί να αγνοεί τα υπόλοιπα μέλη του.
Ο,τι και αν πούμε, ό,τι και αν εικάσουμε, στο τέλος τα ακριβή «πώς» και τα σαφή «γιατί» της διαμάχης θα τα γνωρίζουν μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι. «Το Μουσείο είμαι εγώ» συνήθιζε να λέει η κυρία Καφέτση, και δικαίως, μια και εκείνη το δημιούργησε εκ του μηδενός το 2000 και έδωσε την ψυχή της για να το δει να ολοκληρώνεται συγκεντρώνοντας στην πορεία μια συλλογή περίπου 1.000 έργων τέχνης.
Θα ήταν λοιπόν ηθικό και δίκαιο να δει το ΕΜΣΤ να ανοίγει τις πόρτες του στο ανακαινισμένο κτίριο του Φιξ, το εμβληματικό κτίριο του Τάκη Ζενέτου. Κυρίως επειδή θα ήταν και νομιμότατο. Οσο «αυταρχική» και «δύστροπη» και αν ήταν ως άνθρωπος -τουλάχιστον απ’ όσο διαβάζαμε σε δημοσιεύματα του Τύπου -, η απομάκρυνση από τη θέση της με ανάκληση της ανανέωσης της θητείας της η οποία έληγε το 2016, με απόφαση του υπουργού κ. Κώστα Τασούλα, ήταν μια αδικία τόσο εξόφθαλμη που θα λέγαμε ότι διαγράφει αυτομάτως το «αδίκημα» του εξίσου εξόφθαλμου συγκεντρωτισμού που της προσάπτουν όσον αφορά τον τρόπο διαχείρισης του Μουσείου και της μετεγκατάστασής του. Ιδίως όταν ο υπουργός «διαπίστωνε» ότι οι εγκαταστάσεις του Μουσείου «είναι εντελώς έτοιμες» στις αρχές Δεκεμβρίου, όταν η κυρία Καφέτση αποτελούσε πλέον παρελθόν για το Μουσείο και εκείνος επισκεπτόταν το ΕΜΣΤ με την αντικαταστάτριά της κυρία Κατερίνα Κοσκινά.
Η κυρία Κοσκινά από την πλευρά της αναλαμβάνει το Μουσείο σε μια αμήχανη συγκυρία. Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι διαθέτει το βιογραφικό και την πείρα για να διαχειριστεί έναν μεγάλο πολιτιστικό οργανισμό. Εχει εργαστεί ως ειδικός σύμβουλος στο Eυρωπαϊκό Πολιτιστικό Kέντρο Δελφών, έχει διατελέσει εθνική επίτροπος της 23ης Μπιενάλε του Σάο Πάολο και της 51ης Μπιενάλε της Βενετίας το 2005, αλλά και καλλιτεχνικός σύμβουλος της Οργανωτικής Επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων και καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Φ. Κωστόπουλου. Παραμένει πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κρατικού Μουσείου Βορείου Ελλάδος, μια θέση που για την ώρα τουλάχιστον δεν είναι διατεθειμένη να αφήσει, όπως ίσως θα όφειλε. Εκτός από γερό βιογραφικό η κυρία Κοσκινά διαθέτει επίσης την απαραίτητη δόση «συγκεντρωτισμού» που την καθιστά ικανή διάδοχο της κυρίας Καφέτση. Γιατί, κακά τα ψέματα, η ψυχή κάθε μουσείου είναι ο/η διευθυντής του. Ο/η πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, μια και με την περίφημη τροπολογία Λιάπη του 2008 για τα Μουσεία Σύγχρονης Τέχνης οι αρμοδιότητες του μεν υποβαθμίστηκαν προς όφελος του δε. Είναι γεγονός ότι η διευθύντρια του ΚΜΣΤ κυρία Μαρία Τσαντσάνογλου δεν έλαβε ποτέ την προβολή που είχε η κυρία Κοσκινά στη διάρκεια της πενταετούς συνεργασίας τους. Η διαχείριση και κατανομή των αρμοδιοτήτων διευθυντή και διοικητικού συμβουλίου δεν φαίνεται να είναι ωστόσο το μείζον θέμα, μια και όπως έλεγε παλαιότερα η κυρία Καφέτση: «Εχουμε δύο όργανα τα οποία διορίζονται από το υπουργείο Πολιτισμού. Οταν λειτουργούν πραγματικά οι θεσμοί, δεν υπάρχει πρόβλημα».
Υπάρχει ωστόσο ένα πρόβλημα για το οποίο κανένας δεν μιλάει. Το γεγονός ότι αυτοί οι νευραλγικής σημασίας διορισμοί γίνονται από τον εκάστοτε υπουργό και δεν προκηρύσσεται ποτέ (διεθνής) διαγωνισμός για την ανάδειξη των καλύτερων υποψηφίων. Με την ημιμάθεια ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, την άγνοια που χαρακτηρίζει τη συντριπτική πλειονότητα των υπουργών Πολιτισμού όσον αφορά τη σύγχρονη τέχνη ποια είναι αλήθεια κάθε φορά τα κριτήρια;
Ηταν ένας άσχημος επίλογος για την Αννα Καφέτση σε μια χρονιά που μας έκανε όλους απαισιόδοξους για το μέλλον της σύγχρονης τέχνης, του πολιτισμού και της «λειτουργίας των θεσμών» στην Ελλάδα. Ας προσπαθήσουμε να φανούμε αισιόδοξοι, η επόμενη χρονιά ανήκει στην Κατερίνα Κοσκινά. Η αποτίμηση της θητείας της ως πρωταγωνίστριας στη φαρσοκωμωδία που λέγεται «λειτουργία του ΕΜΣΤ» θα μπορεί να γίνει μόνον όταν αρχίσει να παίζει ενεργά τον ρόλο της. Εμείς για άλλη μία φορά θα συμπεριλάβουμε το άνοιγμα του ΕΜΣΤ στα πιο αναμενόμενα γεγονότα της χρονιάς που έρχεται. Ελπίζουμε να μη γράφουμε τα ίδια και του χρόνου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ