Είναι Πολωνός, αλλά δεν είναι υπερβολή να πεις ότι είναι «δικός μας». Μάλιστα από τη στιγμή που ανακοίνωσε ότι η επόμενη Documenta θα διεξαχθεί εξ ημισείας ανάμεσα στη σταθερή πόλη διεξαγωγής της, το Κάσελ, και στην Αθήνα άρχισε να βρίσκεται αδιαλείπτως και ανάμεσά μας. Τη χώρα τη γνώριζε ήδη από τα ταξίδια του στην Αθήνα, στην Πελοπόννησο, στα νησιά ή στη Βόρεια Ελλάδα, τόπο καταγωγής της ελληνογερμανίδας συζύγου του, της εικαστικού-χορογράφου Αλεξάνδρας Μπαχτσετζή. Οι λόγοι ωστόσο που τον οδήγησαν να ανακοινώσει τον Οκτώβριο που μας πέρασε ότι η μεγαλύτερη εικαστική διοργάνωση στον κόσμο μετά την Μπιενάλε της Βενετίας θα διεξαχθεί και στην Αθήνα δεν ήταν συναισθηματικής φύσεως. Μολονότι θα ήταν απόλυτα κατανοητή η επιθυμία του να «δραπετεύσει» από το καταθλιπτικό Κάσελ, ίσως την πιο αδιάφορη πόλη της Γερμανίας όταν δεν διεξάγεται σε αυτήν η Documenta, θα ήταν άδικο να υποτιμηθούν οι προθέσεις του με τόσο απλοϊκό τρόπο. Ο Σίμτζικ, ο επιμελητής που «είναι ικανός να συλλαμβάνει το πνεύμα της εποχής», όπως έλεγε παλαιότερα για αυτόν η διευθύντρια της γκαλερί Whitechapel Ιβόνα Μπλάζγουικ, έχει πολλά πειστικά επιχειρήματα να προτάξει για να αιτιολογήσει την απόφασή του. Οπως υποδηλώνεται μέσα από τον τίτλο της διοργάνωσης «Documenta 14, Κάσελ: Μαθαίνοντας από την Αθήνα», η πόλη μας «βρίσκεται σε εκείνο το μέρος της Ευρώπης στο οποίο ξεδιπλώνονται όλες οι βίαιες αντιφάσεις, οι εύθραυστες ελπίδες και οι φόβοι όχι μόνο της Ελλάδας αλλά οποιασδήποτε άλλης επισφαλούς σύγχρονης δημοκρατίας». Η Αθήνα «ενσαρκώνει το αβέβαιο μέλλον της δημοκρατίας σε έναν δυτικό κόσμο που χάνει τα σημεία αναφοράς του», όπως έλεγε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Κάσελ όταν ανακοίνωνε την απόφασή του μπροστά σε ένα κοινό καθηλωμένο από τη ρητορική του δεινότητα. Το όραμά του Σίμτζικ «είναι μια κοινή έκθεση σε Ελλάδα και Γερμανία με άξονα το τρίπτυχο «φιλία, εμπιστοσύνη, αλληλεγγύη»», όπως εξηγούσε στο συμπόσιο που διοργανώθηκε στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών με αφορμή τη βράβευση της Μπιενάλε της Αθήνας από το European Culture Foundation (ECF). Η αλήθεια είναι ότι με κάθε του δημόσια εμφάνιση και τοποθέτηση ο Σίμτζικ πείθει όλο και περισσότερο για τη σπάνια σοβαρότητα και την οξυδέρκειά του. Σημάδια εμφανή από νωρίς στο βιογραφικό του 44χρονου επιμελητή και ιστορικού τέχνης που γεννήθηκε στη μικρή πόλη Πιότρκοβ Τριμπουνάλσκι αλλά τελικά μεγάλωσε στο Λοτζ, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Πολωνίας. Εκ των ιδρυτικών μελών του Foksal Gallery Foundation, ενός οργανισμού για την προώθηση και τη στήριξη της σύγχρονης πρωτοποριακής πολωνικής τέχνης, ο Σίμτσικ νομιμοποίησε και επισήμως το διεθνές κύρος που είχε αρχίσει να συσσωρεύει χάρη στο εκλεκτικό προφίλ του που αφορούσε την ανάδειξη καλλιτεχνών που δεν είναι ευρέως γνωστοί, όταν έγινε διευθυντής της Kunsthalle της Βασιλείας το 2003. Πλέον ως καλλιτεχνικός διευθυντής της Documenta έχει γίνει περιστασιακός κάτοικος Αθήνας και αν τύχει να διασταυρωθούν οι δρόμοι σας δεν θα διαφύγει της προσοχής σας. Ψηλόλιγνος, με «ακατάστατα ξανθά μαλλιά και μια αύρα κουλ αποστασιοποίησης», όπως τον περιέγραφε πολύ εύστοχα άρθρο των «New York Times» το 2011, θα σας θυμίσει διανοούμενο ποπ σταρ. Εχει τον αέρα, έχει τη γνώση και το όραμα, ελπίζουμε να μη χαθεί ο δυναμισμός του στα λαγούμια της κρατικής γραφειοκρατίας και ανικανότητας (βλέπε το ιστορικό του ΕΜΣΤ), διότι χωρίς τη στήριξη και των κρατικών φορέων δύσκολα θα δούμε Documenta στην Αθήνα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ