Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν με το παρατσούκλι «Ο νονός της soul» και «νιώθουν καλά» ακούγοντας και ξανακούγοντας επιτυχίες του όπως το «I feel good» και το «It’s a Man’s Man’s Man’s World». Ωστόσο, η ζωή του Τζέιμς Μπράουν, ο οποίος πέθανε το 2006 σε ηλικία 73 ετών, ήταν μια πολύ τραγική ιστορία, όπως έρχεται να μας θυμίσει η βιογραφική ταινία «Get on up» που προβάλλεται από την περασμένη Πέμπτη στις αίθουσες με πρωταγωνιστή έναν αποκαλυπτικό Τσάντουικ Μπόουσμαν στον ρόλο του Μπράουν.
Ο Τζέιμς Μπράουν γεννήθηκε στη Νότια Καρολίνα μεσούσης της οικονομικής κρίσης, το 1933. Μεγάλωσε στο περιθώριο, δίχως κανόνες και με διαλυμένη οικογένεια, εφόσον η μητέρα του έγινε πόρνη, ο πατέρας του πήγε στον πόλεμο και ο ίδιος ανατράφηκε σε οίκο ανοχής. Φαινόταν όμως εξ αρχής ότι ήταν προορισμένος να ανατρέψει τους κανόνες της μουσικής βιομηχανίας. Οπως και έγινε.
Στη σκηνοθεσία της ταινίας, που ανατρέχει τη ζωή του μουσικού ειδώλου από τα δύσκολα και φτωχικά παιδικά του χρόνια ως την ανάδειξή του σε εμβληματικό πρόσωπο του 20ού αιώνα, βρίσκουμε τον Τέιτ Τέιλορ, πρώην ηθοποιό και νυν σκηνοθέτη, τον οποίο πρωτοείδαμε στα Οσκαρ με την υποψήφια για 4 Οσκαρ ταινία του «Οι υπηρέτριες». Ο Τέιλορ μίλησε τηλεφωνικώς στο «Βήμα» για την προσέγγισή του απέναντι στον Μπράουν.

Στις περισσότερες κινηματογραφικές βιογραφίες ο σκηνοθέτης είναι «ερωτευμένος» με το πρόσωπο με το οποίο ασχολείται. Ισχύει αυτό στην περίπτωση του Τζέιμς Μπράουν και τη δική σας ταινία;
«Είμαι «ερωτευμένος» μαζί του αλλά «ερωτευμένος» κυρίως με τα λάθη του, με τις αδυναμίες του. Γιατί είναι καλή κινηματογραφική ψυχαγωγία. Αν με την ταινία μου ένιωσα κάπως προστατευτικός απέναντί του είναι επειδή αν κάναμε μια δημοσκόπηση ρωτώντας «ποιος είναι ο Τζέιμς Μπράουν;» η απάντηση θα ήταν ένα χαμόγελο και μια λίστα όλων των λαθών του. Ομως δεν γνωρίζουν τη γέννηση αυτών των λαθών».
Δεν είναι λοιπόν ένας ύμνος προς τον Τζέιμς Μπράουν αλλά μια ρεαλιστική ματιά πάνω στη ζωή του, γεμάτη συγκρούσεις και παρεξηγήσεις.
«Οταν πηγαίνω στο σινεμά δεν συνηθίζω να ρίχνω το κεντρικό βάρος στο βιογραφικό σκέλος κάποιου προσώπου. Αυτό που μου άρεσε στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι όταν έβγαζα από τη μέση το όνομα Τζέιμς Μπράουν και τη φήμη και την επιτυχία, ένιωθα συνεπαρμένος από την ψυχολογία αυτού του ανθρώπου. Για μένα αυτή η ταινία είναι σαν μια ψυχολογική μελέτη ενός ανθρώπου όπως ο Μπράουν ώστε να καταλάβουμε γιατί κάποιοι άνθρωποι συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται».
Θα μπορούσατε να πείτε ότι βρίσκετε κοινά σημεία με τον Τζέιμς Μπράουν;
«Για να είμαι απολύτως ειλικρινής απέναντί σας ναι, βλέπω και τον εαυτό μου στον Τζέιμς Μπράουν και αυτό προσθέτει ενδιαφέρον. Νομίζω ότι αυτό που τον ενεργοποιούσε δεν ήταν το «πόσα μπορώ να βγάλω από τη ζωή μου, πόσα λεφτά, πόσο διάσημος μπορώ γίνω». Απλώς φοβόταν να πάει πίσω εκεί που ήταν και μπορώ να πω ότι γνωρίζω πολύ καλά τι σημαίνει αυτή η αίσθηση. Κάθε άνθρωπος που έχει έστω και λίγο γλυκαθεί από τη φήμη και την επιτυχία, τρομάζει στην ιδέα ότι θα τη χάσει. Κάνει λοιπόν ό,τι μπορεί για να το διατηρήσει».
Ο Τζέιμς Μπράουν που παρουσιάζετε είναι ένας πολύ σκληρός άνθρωπος. Θα τον χαρακτηρίζατε ωστόσο έντιμο μέσα σε αυτή τη σκληρότητά του;
«Με την εξαίρεση της κακοποίησης της γυναίκας του, της Ντι Ντι Μπράουν, που ως πράξη είναι απαράδεκτη, τελεία και παύλα, νομίζω ότι η σκληρότητά του οφείλεται στο ότι δεν άντεχε τη μετριότητα. Ζητούσε από τους άλλους το ίδιο που ζητούσε από τον εαυτό του. Και παραπάνω. Αλλά αυτό, όπως ξέρουμε, δεν είναι εφικτό. Ακόμη και όταν δίνεις καθημερνά το 100% σου, είναι αδύνατον να μην έχεις μια ημέρα μετριότητας, ειδάλλως δεν θα μπορέσεις να επιβιώσεις. Δεν το καταλάβαινε».

Μιλώντας για βίαιη συμπεριφορά, γιατί αποφασίσατε να μη δείξετε τον Μπράουν να χτυπά τη γυναίκα του Ντι Ντι Μπράουν στη σκηνή που είναι γυρισμένη κατά τέτοιον τρόπο ώστε αυτό ακριβώς να υπονοείται;
«Προσπάθησα να σεβαστώ τους συγγενείς του Μπράουν. Δεν θα μπορούσα να προδώσω την εμπιστοσύνη της χήρας του που μου είχε εξομολογηθεί τα πάντα για τη σχέση τους. Η Ντι Ντι μου μίλησε για τη βία του Μπράουν και την απροσδόκητη συμπεριφορά του. Εγραψα τη σκηνή με την υπόσχεση ότι θα τη συζητούσαμε. Ετσι δέχθηκε, παρότι και τότε είχε επιφυλάξεις. Ο φόβος ήταν να μη νομίσει ο κόσμος ότι δεν αγαπιόνταν».


Παραγωγός της ταινίας είναι ο Μικ Τζάγκερ που ως γνωστόν επηρεάστηκε αρκετά από τον Μπράουν. Ηταν λίγο παράξενο λοιπόν που η μόνη φορά που αναφέρονται οι Rolling Stones στην ταινία είναι όταν ο Τζέιμς Μπράουν μιλά υποτιμητικά για αυτούς κατά τη διάρκεια ενός τηλεοπτικού σόου το οποίο δεν «έκλεισε» εκείνος, όπως είχε συμφωνηθεί, αλλά οι Stones.
«Πρώτ’ απ’ όλα είναι μια σκηνή με ιστορική ακρίβεια γιατί έτσι ακριβώς είχε γίνει εκείνη την ημέρα. Επίσης ο Μικ Τζάγκερ θεωρεί ότι ο Τζέιμς Μπράουν ήταν εντελώς παρανοϊκός, ότι ένιωθε διαρκώς θύμα συνωμοσίας, ότι «κάποιοι» ήθελαν να διακόψουν την προσπάθειά του να γίνει επιτυχημένος. Ξαναρχόμαστε λοιπόν στον μόνιμο φόβο του μη τυχόν και επιστρέψει εκεί από όπου ξεκίνησε. Ενδεχομένως αυτή ακριβώς η παράνοιά του τον βοήθησε να καλλιεργήσει το ταλέντο του».

HeliosPlus