Από την περασμένη Τρίτη ο Πέτερ Στάιν είναι επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναγορεύθηκε, μαζί με τον σκηνογράφο και φίλο του Διονύση Φωτόπουλο, σε ειδική τελετή που πραγματοποιήθηκε ανήμερα την 27η Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου, με πρωτοβουλία του προέδρου του τμήματος, καθηγητή Πλάτωνα Μαυρομούστακου.
Ετσι ο βερολινέζος θεατράνθρωπος, ο σκηνοθέτης των μεγάλων – και πολύωρων, ενίοτε – θεαμάτων, ο λάτρης της αρχαίας τραγωδίας και της Επιδαύρου, ο εραστής της όπερας και ο γερμανός φίλος των Ελλήνων που τα τελευταία χρόνια ζει στην Ιταλία, βρέθηκε ξανά στην Αθήνα. Μαζί του η γυναίκα και «μούσα» του Μανταλένα Κρίπα. Φόρεσε την τήβεννο, ευχαρίστησε για την τιμή που του έγινε και στη συνέχεια απόλαυσε όλα όσα συνηθίζει να κάνει όποτε βρίσκεται στην ελληνική πρωτεύουσα.
Ακριβής και αυστηρός, με βαθιά γνώση και αγάπη για την αρχαία Ελλάδα, ο Πέτερ Στάιν αποδεικνύεται κάθε φορά που συνομιλεί κανείς μαζί του γνώστης και της σύγχρονης πραγματικότητας, με ξεκάθαρες απόψεις και σαφές πολιτικό στίγμα.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» δεν μάσησε τα λόγια του – δεν το συνηθίζει άλλωστε. Αντιθέτως, δεν δίστασε να ασκήσει κριτική και στους Ελληνες που τον τίμησαν και στους συμπατριώτες του Γερμανούς.

Ποιο ήταν το πρώτο συναίσθημα που νιώσατε μόλις ενημερωθήκατε για την τιμητική διάκριση από το Πανεπιστήμιο Αθηνών;
«Στην αρχή, ως συνήθως, τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. «Ελα τώρα» είπα, «αξίζω μια τέτοια πανεπιστημιακή διάκριση;». Αμέσως μετά όμως σκέφτηκα ότι θα έχω τη δυνατότητα να έρθω στην Αθήνα και να επισκεφθώ ξανά το Αρχαιολογικό Μουσείο, να δω τους φίλους μου, να συναντήσω τους ηθοποιούς από την «Ηλέκτρα». Εχω σχέση με αυτή τη χώρα, ξέρετε. Περισσότερο με αυτό που ήταν πριν από 2.500 χρόνια παρά με τη μοντέρνα».

Πώς σας φάνηκε που γίνατε επίτιμος διδάκτωρ μαζί με τον Διονύση Φωτόπουλο;
«Χάρηκα πολύ. Είμαστε φίλοι, έχουμε συνεργαστεί. Νομίζω ότι είχε νόημα κάτι τέτοιο. Απλώς αναρωτιέμαι αν οι άνθρωποι του θεάτρου πρέπει να διακρίνονται σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Είμαστε άνθρωποι του πολύ «μπλα μπλα», δεν είμαστε επιστήμονες. Σε ό,τι με αφορά προσωπικά, αυτό έχει να κάνει και με τη ματαιοδοξία μου. Οταν ξεκινούσα δεν ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο, αλλά να γίνω πανεπιστημιακός. Τότε ανακάλυψα ότι ήμουν πολύ κουτός για κάτι τέτοιο, οπότε στράφηκα στο θέατρο. Τώρα, το να με καλούν από το Πανεπιστήμιο ικανοποιεί τη ματαιοδοξία μου».

Μετανιώσατε ποτέ που δεν ακολουθήσατε επιστημονική και πανεπιστημιακή καριέρα;
«Ναι, ναι, πολύ συχνά μετανιώνω. Γιατί δεν αισθάνομαι αρκετός στη δουλειά μου. Πολλές φορές πιστεύω ότι δεν έχω ιδέες, δεν έχω όραμα και απλώς ακολουθώ ό,τι ακριβώς λέει το κείμενο. Δεν είμαι γκουρού, δεν έχω τις μεγάλες αρετές που απαιτούνται».

Ετσι νομίζετε, θα πρόσθετα εγώ…
«Οχι, όχι, έτσι είναι. Ισως θα ήταν καλύτερο τελικά να είχα ακολουθήσει τον πανεπιστημιακό δρόμο, να διδάσκω και να κάνω έρευνα. Αλλοτε αναρωτιέμαι γιατί δεν έγινα μηχανικός, ένα επάγγελμα με λιγότερο στρες και κυρίως που δεν σου προκαλεί το αίσθημα του ανικανοποίητου, του να μην είσαι ικανός για τη δουλειά. Νομίζω ότι οποιοσδήποτε έχει μια επιτυχία στο δικό μου metier, στην τέχνη, το αίσθημα της ανεπάρκειας είναι έντονο».

Η σκηνοθεσία δεν αποτελεί ένα είδος διδασκαλίας;
«Ναι. Προσωπικά έχω παιδαγωγικό σύστημα, έναν τρόπο προσέγγισης στα πράγματα. Γι’ αυτό και επιλέγω με ποιους θα δουλέψω. Δεν μου αρέσει να δουλεύω με όσους, όπως οι λεγόμενοι «μεγάλοι σταρ», πιστεύουν ότι τα ξέρουν όλα και μπορούν να τα κάνουν όλα. Με ενδιαφέρει η θεατρική έρευνα. Οχι τόσο στο επίπεδο της αισθητικής όσο σε εκείνο της γνώσης, του τι σημαίνει θέατρο. Θέλω να ερευνώ σε βάθος και πλάτος, προς όλες τις κατευθύνσεις».

Η προσωπική σας κατεύθυνση στη δουλειά άλλαξε με τα χρόνια;
«Την κατεύθυνση την καθορίζει το έργο. Αν δείτε μια δική μου όπερα, όπως για παράδειγμα τις «Die Bassariden», μια εκδοχή των «Βακχών» του Ευριπίδη σε μουσική του Henze, και τη συγκρίνετε με τους «Δαίμονες», σίγουρα δεν θα καταλάβετε ότι πρόκειται για δουλειά του ίδιου σκηνοθέτη. Εχω το πλεονέκτημα να δουλεύω και να πληρώνομαι για να ανακαλύπτω τα έργα τέχνης και κάνω παραστάσεις για να καταλάβω τι είναι όλα αυτά. Πολύ συχνά ωστόσο χρειάζομαι βοήθεια, όπως κυρίως συμβαίνει με το αρχαίο δράμα, που είναι σύνθετο και δεν πρέπει να υπερβάλλεις με τη σκηνοθεσία. Αν κάνεις κάτι τέτοιο, όπως πολλοί σκηνοθέτες κάνουν, είσαι ηλίθιος. Είναι σύνθετη υπόθεση η αρχαία ελληνική τραγωδία και πρέπει να αναζητήσεις τα «κλειδιά» της. Και τα «κλειδιά» τα έχουν οι επιστήμονες, δηλαδή οι φιλόλογοι. Το θέμα είναι να μην αλλάζεις κατεύθυνση. Δεν έχω προσωπικό στυλ και οι παραστάσεις μου είναι διαφορετικές. Αλλο πράγμα ήταν το «Μαυροπούλι» και άλλο ο «Μάκβεθ», που σκηνοθέτησα πέρυσι στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ».

Προγραμματίζετε μια νέα παραγωγή;
«Ναι, όχι, μπορεί, εξαρτάται. Είναι μια παράσταση με την οποία θα ασχοληθώ όχι για να μάθω το έργο, γιατί το ξέρω καλύτερα απ’ όλα και το αγαπώ. Και είναι ίσως η μόνη παραγωγή για την οποία είμαι υπερήφανος, γιατί έχω καταφέρει να συνδυάσω όλες μου τις δυνατότητες: τις επιστημονικές, τις φιλολογικές, τις σκηνικές πρακτικές μου. Είναι η «Ορέστεια» του Αισχύλου. Θα ανεβάσω την «Ορέστεια» στο Ιράν με ιρανούς ηθοποιούς. Θα το κάνω επειδή θέλω να πω τη συγκεκριμένη ιστορία στον συγκεκριμένο τόπο. Δεν θα πληρωθώ γι’ αυτό, θα πληρώσω από την τσέπη μου. Αλλά η «Ορέστεια» είναι μια εξαίρεση – δεν συνηθίζω να επαναλαμβάνω έργα μου. Σκοπεύω να ξεκινήσω τον προσεχή Απρίλιο, αλλά τα πάντα μπορεί να βρεθούν στον αέρα. Αν ο υπεύθυνος του θεατρικού οργανισμού με τον οποίο έκανα το συμβόλαιο αλλάξει, τα πάντα μπορεί να αλλάξουν. Τίποτε δεν είναι εύκολο σε αυτή τη χώρα. Αλλά πρέπει να παραδεχθώ ότι η δουλειά μου δεν είναι πολύ εύκολη ούτε στην Ιταλία ούτε στην Ελλάδα».

Πιστεύετε ότι η αναγόρευσή σας σε διδάκτορα ελληνικού πανεπιστημίου, σε μια τέτοια χρονική στιγμή για τις σχέσεις Γερμανίας – Ελλάδας, σηματοδοτεί κάτι;
«Δεν ξέρω. Το θέμα είναι ότι αυτή την εποχή οι Ελληνες ζητούν χρήματα από τους Γερμανούς και οι Γερμανοί θέτουν όρους. Αυτό το βρίσκω λογικό. Αν μου ζητήσεις δανεικά, θα αναρωτηθώ και θα ζητήσω εξηγήσεις. Πολύ περισσότερο όταν βλέπω τα έξοδα που κάνεις, τα χρέη σου, τον τρόπο ζωής σου. Αν συνεχίσεις στο ίδιο lifestyle, δεν νομίζω ότι θα μπορέσεις να μου τα επιστρέψεις. Αυτή είναι η κατάσταση. Αλλά κανείς δεν μπορεί να πει ποιος είναι ο ένοχος. Δεν είναι εκεί το θέμα».

Ποιο είναι για εσάς το θέμα;
«Το θέμα είναι ότι η Ελλάδα μπήκε στο ευρώ και εκεί έπαιξαν ρόλο και συναισθηματικοί λόγοι – κάτι απολύτως κατανοητό. Η Ελλάδα είναι η Ευρώπη και η Ευρώπη διαμορφώθηκε στην Ελλάδα. Ακόμη και η λέξη «ευρώ», όπως και η λέξη «δημοκρατία», είναι ελληνική. Ηξεραν όμως οι Ελληνες ότι δεν ήταν έτοιμοι να μπουν στο ευρώ. Κάποιος έπρεπε να αναλάβει την ευθύνη. Δύο λύσεις υπήρχαν: ή να φύγει από την Ευρώπη ή η Ευρώπη να την προστατέψει. Από αυτό ως το να αποκαλείς την Ανγκελα Μέρκελ… Αντολφ Μέρκελ υπάρχει μεγάλη διαφορά. Τέτοια πράγματα μας γυρνούν πίσω».

Πιστεύετε ότι το κοινό κάθε χώρας είναι διαφορετικό;
«Και το κοινό είναι διαφορετικό, αλλά κυρίως διαφέρει η θεατρική κουλτούρα. Κάθε χώρα έχει την ιστορία της, μικρή ή μεγάλη. Αλλά το καλό είναι ότι υπάρχουν ανταλλαγές ανάμεσα στις θεατρικές ευρωπαϊκές κουλτούρες. Με όλα αυτά τα φεστιβάλ διαμορφώνεται ένα νέο κοινό, φεστιβαλικό, που επικοινωνεί με τις διαφορετικές θεατρικές κουλτούρες. Το πρόβλημα με τα φεστιβάλ είναι ότι περιορίζουν το κοινό. Αν και μου αρέσουν τα φεστιβάλ, βλέπω τη δύναμη του ευρωπαϊκού θεάτρου να μειώνεται, όπως και η οικονομία της, η επιστήμη της… Η Ευρώπη είναι ένα είδος εργαστηρίου για δημοκρατικές λύσεις προβλημάτων που μας έρχονται. Πρέπει να δυναμώσουμε. Ανήκουμε σε μια πολύ διαφορετική ήπειρο».

Θα συνεχίσουμε, λέτε, όλοι μαζί;
«Ναι, είναι ξεκάθαρο αυτό. Επί της ουσίας είναι απόλυτη ανάγκη να συμβεί, αλλιώς την πατήσαμε. Μόνον αν μείνουμε όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε. Πρέπει να προστατεύσουμε τα σπίτια μας και να συνεχίσουμε. Να σεβαστούμε τους άλλους, το παρελθόν, το παρόν μας».

Αν και Κεντροευρωπαίος, είστε χρόνια εγκατεστημένος στην Ιταλία, οπότε έχετε αποκτήσει και τη ματιά του Νότιου…
«Ναι, και να με θυμηθείτε: Σε δύο-τρία χρόνια η Γερμανία θα βρεθεί ενώπιον μεγάλων, πολύ μεγάλων προβλημάτων, και θα ζητήσουμε τότε βοήθεια από τους Ελληνες. Μη γελάτε, αυτό θα συμβεί. Γιατί έχουμε προβλήματα, σε μικρότερο βαθμό, αλλά δεν τα αντιμετωπίζουμε: διαφθορά και φτώχεια. Δεν είμαστε καλύτεροι, απλώς προς το παρόν αντιμετωπίζουμε καλύτερα τα προβλήματα».

Ισως θα έπρεπε να πηγαίνουμε συχνότερα στα μουσεία μας, όπως εσείς στο Αρχαιολογικό…
«Δεν μου αρέσει να διδάσκω ή να δίνω συμβουλές. Σας λέω μόνον ό,τι βλέπω και ό,τι πιστεύω πως δεν λειτουργεί. Οι γνώσεις μου πηγάζουν από τις εφημερίδες. Εχω καταλάβει λοιπόν ότι πρέπει να αλλάξετε τον δημόσιο τομέα σας. Εχετε δύο εργάτες για μία θέση στο Δημόσιο… Αν και δεν πιστεύω στις πολύ δραστικές λύσεις, ωστόσο κάποια πράγματα είναι επείγοντα. Πρέπει να αλλάξετε».
«Βλέπω λίγη ελπίδα να γεννιέται ξανά»
Ο Πέτερ Στάιν είχε να έρθει στην Ελλάδα από το 2010. Πώς σχολίασε ο περίγυρός του το τωρινό ταξίδι του στη χώρα μας; «Η γυναίκα μου αναρωτήθηκε για την πρόσκληση, σκεπτόμενη όλα αυτά που ξέρουμε και ακούμε για τα οικονομικά σας. «Από παντού κόβουν λεφτά» μου είπε, «εσένα πώς σε καλούν;». Γνωρίζοντας όμως τα πράγματα, ξέρω ότι όταν κάποιος θέλει να κάνει κάτι, μπορεί. Κι έτσι ήρθα».
Πόσο αλλαγμένη βρήκατε την Αθήνα;
«Είμαι εδώ από την αρχή της εβδομάδας, δεν έχω να πω πολλά. Ωστόσο το πολυτελές ξενοδοχείο στο οποίο διαμένω είναι άδειο. Επίσης η κίνηση στους δρόμους είναι μειωμένη. Από την άλλη, ομολογώ ότι έρχομαι σε επαφή με έναν συγκεκριμένο κύκλο ανθρώπων, δεν έχω σφαιρική εικόνα. Η πληροφόρησή μου έρχεται από τους φίλους μου. Οσο για τις εκδηλώσεις και τις πορείες, δεν είναι κάτι καινούργιο για εμένα. Μόνο που τώρα στηρίζονται σε ανθρώπους που έχουν πραγματικό πρόβλημα».
Είστε αισιόδοξος;
«Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι βλέπω λίγη ελπίδα να γεννιέται ξανά στους Ελληνες. Χωρίς αυτή την ελπίδα τίποτε δεν μπορεί να γίνει. Κοιτάξτε την Ιταλία, πώς βρήκε μόνη της τον τρόπο. Οι πολιτικοί παραδέχθηκαν ότι δεν μπορούν κι έτσι την εξουσία ανέλαβαν οι λεγόμενοι «τεχνοκράτες». Ο Μόντι κλήθηκε να κάνει αυτό που οι πολιτικοί δεν μπόρεσαν. Ακούστε, οι πολιτικοί κάνουν πάρα πολλά λάθη, τα κάνουν όλα μαντάρα, αλλά δεν φταίνε μόνον εκείνοι. Το πιο εύκολο είναι να κατηγορείς πάντα τους άλλους. Αν όμως θέλεις να σώσεις την κοινωνία και να ζήσεις μέσα σε αυτή, πρέπει να αλλάξεις συμπεριφορά. Και αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά και την Ιταλία – τον Νότο. Στον Βορρά οι άνθρωποι συμπεριφέρονται διαφορετικά».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ