Ο Αγιος ∆ηµήτριος, πολιούχος της Θεσσαλονίκης, βρήκε το κινηµατογραφικό alter ego του: έναν σούπερ ήρωα ονόµατι «Σούπερ ∆ηµήτριο», όπως είναι ο τίτλος της πρώτης ταινίας του 31χρονου σκηνοθέτη Γιώργου Παπαϊωάννου, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ υπέγραψε την πιο ευχάριστη ελληνική παραγωγή που είδαµε στο τελευταίο Φεστιβάλ Κινηµατογράφου Θεσσαλονίκης. Στον «Σούπερ ∆ηµήτριο» (που κέρδισε το βραβείο κοινού) παρακολουθούµε τα κατορθώµατα ενός χριστιανοδηµοκράτη δηµοσιογράφου (∆ηµήτρης Βαϊνάς) ο οποίος µεταµορφώνεται σε σούπερ ήρωα-προστάτη της πόλης του, όπως ακριβώς ο Κλαρκ Κεντ στον Σούπερµαν. Με αντίπαλό του τον… Κάπτεν Φ. Ροµ η αποστολή του είναι διπλή: να βρει πώς ο Λευκός Πύργος µετετράπη σε τεράστιο… φραπέ (µε καλαµάκι στα χρώµατα της ελληνικής σηµαίας) αλλά και για ποιον λόγο όλα τα σουβλατζίδικα της πόλης δέχονται διαρκώς παραγγελίες από τον ίδιο πελάτη που καθώς φαίνεται θέλει να καταστρέψει τη Νύµφη του Βορρά αποκτώντας όλο τον γύρο της! Να µια ταινία που αντιστάθµισε το µηδενικό κόστος της (κάπου 2.000 ευρώ!) µε το µεράκι, το πάθος αλλά κυρίως το ξύπνιο, αυτοσαρκαστικό χιούµορ (ο Παπαϊωάννου είναι Θεσσαλονικιός) αποδεικνύοντας ότι ο «αντάρτικος» ελληνικός κινηµατογράφος µπορεί να επιβιώσει χωρίς την ένεση της κρατικής επιχορήγησης.

Υπό τις ίδιες συνθήκες χαµηλού κόστους παραγωγής βέβαια γυρίστηκε το «F.L.S.» του Θάνου Τσαβλή, επίσης ντεµπούτο. Εδώ ένας καρκινοπαθής λαµβάνει µέρος σε ένα θανάσιµο παιχνίδι επιβίωσης προκειµένου να κερδίσει τα λεφτά για την εγχείρησή του αλλά το αποτέλεσµα είναι ένας αχταρµάς από splatter εικόνες, η αµήχανη προσπάθεια ενός σινεφίλ σκηνοθέτη που έχει στο µυαλό του πολλές ταινίες αλλά δεν ξέρει πώς να τις διαχειριστεί για να βγάλει κάτι δικό του. Οποιος έχει υπόψη του τη «Βαβέλ» του Αλεχάντρο Γκονσάλες Ινιαρίτου ενδεχοµένως να τη θυµηθεί βλέποντας την ελληνική εκδοχή της στην «Πόλη των παιδιών» του Γιώργου Γκικαπέππα. Αλλο ένα ντεµπούτο στη µεγάλου µήκους µυθοπλασία, µέσα από τέσσερις διασταυρούµενες ιστορίες και κοινό σηµείο την εγκυµοσύνη. Το φιλµ, που µιλάει για την παρακµάζουσα Ελλάδα τού σήµερα, έχει επίπεδο και γι’ αυτό νιώθεις αναγκασµένος να του συγχωρέσεις κάποιες ατέλειες όπως η κατάληψη ενός ΙΧ υπό την απειλή όπλου που είναι καταστροφική. Η ασπρόµαυρη φωτογραφία του Τιµ Σενκλ είναι το άρωµα της γκέι ταινίας του Τηλέµαχου Αλεξίου «Η Αφροδίτη στην αυλή» (επίσης ντεµπούτο), η οποία έχει επιρροές από Ζαν Ζενέ ως ∆ηµήτρη Παπαϊωάννου αλλά ενδιαφέρεται για το στυλιζάρισµα ξεχνώντας την ιστορία.

Με τον «Παράδεισο» ο Παναγιώτης Φαφούτης προσπάθησε και αυτός να δέσει αρκετές ιστορίες, εδώ µε φόντο το καρναβάλι της Πάτρας. Κάποιες κυλούν ωραία (το επεισόδιο µε τους Ερρίκο Λίτση – Ολια Λαζαρίδου θα µπορούσε να είναι από µόνο του µια ταινία), κάποιες υποκύπτουν στην παγίδα της επανάληψης.

Ο βασιλιάς των εφετινών ελληνικών ταινιών βέβαια ήταν ο στολισµένος µε τις δάφνες του εξωτερικού «Αδικος κόσµος» του Φίλιππου Τσίτου που κατενθουσίασε µε το µινιµαλιστικό α λα Καουρισµάκι ύφος, τις αναφορές στους πίνακες του Εντουαρντ Χόπερ και την άψογη ερµηνεία του Αντώνη Καφετζόπουλου στον ρόλο ενός αστυνοµικού που θυµίζει ήρωα του Κάφκα.

Αντιθέτως, το πολυαναµενόµενο «J.A.C.E.», δεύτερη ταινία µυθοπλασίας του Μενέλαου Καραµαγγιώλη, µετά το «Blackout» (1998), είναι µια ταινία που νιώθεις ότι αυτοκτονεί µπροστά στα µάτια σου ενώ καταγράφει την «υπο-φωσκολιάζουσα» Οδύσσεια ενός Αλβανού σε µια περίοδο 20 χρόνων. Οσο για το ανδρικό road movie του Κώστα Καπάκα «Magic hour» µε τους Ρένο Χαραλαµπίδη και Τάσο Αντωνίου, έχει τρυφερά σηµεία αλλά αµέσως ξεχνιέται.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ