Για να φτάσει κάποιος στο σπίτι του Πάτρικ Λι Φέρμορ έπρεπε να διασχίσει έναν ελαιώνα. Ο Γιώργος Κατσίμπαλης δεν τα είχε καταφέρει γιατί όταν είχε πάει στην Καρδαμύλη είχε πόνο στο πόδι. Ο κυρ Πάντυ, όπως αποκαλούσαν τον συγγραφέα οι ντόπιοι, δεν άφησε παραπονεμένο τον φίλο του. Ανέβασε τραπέζι και καρέκλες στον χωματόδρομο και η παρέα δείπνησε κάτω από τα αστέρια. Αυτή ήταν μια από τις ιστορίες που συνήθιζε να αφηγείται ο συγγραφέας στους επισκέπτες του. Ο Λι Φέρμορ έχει γράψει ιστορία με αυτά τα αυθόρμητα. Ενα βράδυ ο ίδιος και η γυναίκα του Ιωάννα, η Τζόαν, τοποθέτησαν ένα τραπέζι μες στη θάλασσα, άναψαν κεριά και δείπνησαν φορώντας επίσημο ένδυμα αλλά ξυπόλυτοι. Η αλήθεια είναι ότι κάθε γωνιά του σπιτιού του, κάθε έπιπλο, κάθε πίνακας, είχε να αφηγηθεί μια ιστορία με ήρωες διασημότητες των γραμμάτων και των τεχνών. Αυτή η διαπίστωση δίνει μια μάλλον στρεβλή εικόνα για τον φιλέλληνα, ο οποίος συναναστράφηκε Ελληνες με διαφορετικές καταβολές και διαφορετικό τρόπο ζωής. Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, ο οποίος πέθανε πριν από λίγες ημέρες σε ηλικία 96 ετών, όχι μόνο βολευόταν παντού, αλλά επεδίωκε να τρυπώνει σε κάθε σπιτικό που θα του επέτρεπε να συμπληρώσει το ψηφιδωτό της ελληνικότητας. Εζησε με Σαρακατσάνους στα καλύβια τους, πολέμησε με τους Κρητικούς, συναναστράφηκε την αθηναϊκή ιντελιγκέντσια και βρήκε καταφύγιο στη Μεσσηνία.

Ο σερ Πάτρικ Λι Φέρμορ γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1915. Πέρασε τη νηπιακή ηλικία χωρίς τον πατέρα του, ο οποίος ήταν διευθυντής της Γεωλογικής Υπηρεσίας Ινδιών. Δεν είχε ιδιαίτερες επιδόσεις ως μαθητής και δεν επεδίωξε να σπουδάσει. Αντ΄ αυτού προτίμησε να ξεκινήσει ένα μεγάλο ταξίδι, έχοντας στις αποσκευές του αγαπημένους λογοτέχνες: Μάρλοου, Σαίξπηρ, Κιτς, Κόλεριτζ. Πέρασε τη Μάγχη και άρχισε να περπατάει προς το «Βυζάντιο», όπως εναλλακτικά αποκαλούσε την Κωνσταντινούπολη (ποτέ πάντως Ισταμπούλ). Εφτασε στον προορισμό του την Πρωτοχρονιά του 1935. Στη συνέχεια επισκέφθηκε το Αγιον Ορος, περιηγήθηκε στη Μακεδονία και στη Στερεά Ελλάδα. Κρατούσε σημειώσεις που αφορούσαν τη γλώσσα και τα έθιμα της χώρας. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τοποθετήθηκε στην Κρήτη και βοήθησε στην Αντίσταση. Η δράση του (με γνωστότερο γεγονός την απαγωγή του γερμανού διοικητή Κράιπε) καταγράφεται στο βιβλίο του Ουίλιαμ Στάνλεϊ Μος III Μet by Μoonlight.Τhe abduction of General Κreipe, το οποίο έγινε αργότερα ταινία, με τον Ντερκ Μπόγκαρντ στον ρόλο του Πάτρικ Λι Φέρμορ. Τον είχα ρωτήσει γιατί διάλεξε τη Μάνη και όχι την Κρήτη. «Τους λατρεύω τους Κρητικούς, περάσαμε μήνες και χρόνια μαζί, και έχω τόσους σύντεκνους και κουμπάρους. Αν όμως ζούσα με τους Κρητικούς, που έχουν τόση κλίση στα γλέντια, κάθε νύχτα θα έπινα με τους φίλους και είμαι βέβαιος ότι θα ήμουν νεκρός από πολλά χρόνια. Γι΄ αυτόν τον λόγο δεν έμεινα εκεί».

Πέρασαν δεκαετίες μέχρι να μετουσιωθούν οι ταξιδιωτικές εμπειρίες σε βιβλίο. Στα ελληνικά «Η εποχή της δωρεάς» κυκλοφόρησε το 2004 και είχε γίνει η αφορμή για μια επίσκεψη στο σπίτι της Καρδαμύλης. Τον είχα ρωτήσει αν θα είχε ενδιαφέρον στις μέρες μας μια περιήγηση στην Ευρώπη· αν θα άξιζε τον κόπο να ακολουθήσει ξανά την ίδια διαδρομή σε έναν τόπο που έχει αλλάξει εντελώς. Ηταν αρνητικός: «Σήμερα ένα τέτοιο ταξίδι δεν θα είχε ενδιαφέρον. Ο κόσμος έχει γίνει δυσάρεστος, δεν είναι ελκυστικός για έναν νέο άνθρωπο. Πολλά κράτη έχασαν την ομορφιά τους. Πέρασαν φρικτές πολιτικές εμπειρίες. Καταστράφηκαν από αισθητικής και αρχιτεκτονικής πλευράς. Ηταν όμορφα κράτη όταν εγώ ήμουν νέος. Βρέθηκα στη σωστή εποχή. Η σταλινική καταπίεση στην Ανατολική Ευρώπη ήταν καταστροφική. Ηταν τραγωδία. Αυτή η κατανομή των αγαθών δεν λειτούργησε. Στον δεύτερο τόμο του βιβλίου αναφέρομαι στη Ρουμανία. Επί Τσαουσέσκου ήταν ένας εφιάλτης. Σήμερα ίσως να είναι ενδιαφέρουσα η ιστορική συγκυρία, η χώρα όμως έχει μείνει πολύ πίσω».

Τα βιβλία του Πάτρικ Λι Φέρμορ έχουν μια ιδιαιτερότητα: δεν περιγράφουν έναν τόπο με τον τρόπο του ταξιδιωτικού οδηγού, ούτε όμως μέσα από καθαρό βιωματικό πρίσμα. Ανακατεύει τις ανθρώπινες ιστορίες, τις εντυπώσεις του περιηγητή, με θραύσματα ιστορίας από διαφορετικές περιόδους. Η περίφημη «Μάνη» έχει κουρσάρους, έχει τον Ορφέα στην όχθη του Αχέροντα, έχει Μανιάτες να γλεντούν επειδή γεννήθηκε αγόρι, έχει εικόνες από τον ξερό τόπο, από μάρμαρα της αρχαιότητας, από ξωκκλήσια. Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ ήταν άνθρωπος με τα μάτια ανοιχτά στον χώρο και στον χρόνο. Οσα διαδραματίζονται σε ένα κομμάτι γης αφήνουν τα σημάδια τους και ο ταξιδιωτικός συγγραφέας περνάει και τα περισυλλέγει. Εν προκειμένω δεν χρειαζόταν καν μπλοκάκι και σημειώσεις: είχε τόσο καλή και συνθετική μνήμη που θυμόταν κάθε δευτερόλεπτο που έζησε. Δεν χρειαζόταν ο επικήδειος, για να θυμηθούμε τα κείμενα του κυρ Πάντυ. Τα βιβλία αξίζει να διαβαστούν ή να ξαναδιαβαστούν. Πάντα κάτι καινούργιο βρίσκει ο αναγνώστης τους.

«ΕΧΩ ΔΕΙ ΤΗΝ ΚΑΘΕ ΠΕΤΡΑ ΝΑ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ»

Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ φιλοξενήθηκε επί μακρόν από έλληνες φίλους του προτού αποκτήσει το μυθικό σπίτι της Καρδαμύλης.Είχε πει στο «Βήμα»: «Είχαμε μεγάλη τύχη όταν πρωτοήρθαμε στην Ελλάδα,μετά τον Πόλεμο.Ο Σικελιανός μού δάνεισε το σπίτι του στη Σαλαμίνα και πέρασα τη μεταπολεμική άνοιξη στο σπίτι του,με τη βιβλιοθήκη του,γράφοντας.Ηταν χρυσός άνθρωπος.Αυτός δεν ήταν εκεί,ούτε η γυναίκα του.Από το διπλανό μοναστήρι μού έφερναν κάθε απόγευμα σπαγκέτι για να φάω. Οι Ελληνες είναι πάντα φιλόξενοι με αυτούς που γράφουν.Ο Βαγγέλης Αβέρωφ μού παραχώρησε το πέτρινο σπίτι του στο Μέτσοβο όταν έγραφα για τους Σαρακατσάνους.Ο Νίκος Γκίκας μού επέτρεψε να μείνω στο σπίτι-ζιγκουράτ της Υδρας για δύο χρόνια.Ο Αντώνης Μπενάκης με άφηνε να χρησιμοποιώ ένα γραφείο στο μουσείο του μετά τις ώρες λειτουργίας».Στην Καρδαμύλη έφτασε περπατώντας, συντροφιά με τη γυναίκα του,τη δεκαετία του 1950: «Η Ιωάννα,η γυναίκα μου,και εγώ ήρθαμε με τα πόδια από τη Σπάρτη.Περάσαμε τον Ταΰγετο· μας άρεσε να βαδίζουμε.Μείναμε με κάτι βοσκούς εκεί πέρα και μετά βρήκαμε αυτό το θαυμάσιο,άθικτο μέρος».Επί δύο χρόνια έμειναν σε αντίσκηνο για να επιβλέπουν τις εργασίες χτισίματος,βάσει του σχεδίου του αρχιτέκτονα Νίκου Χατζημιχάλη.«Εχω δει την κάθε πέτρα να μπαίνει στη θέση της».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ