Τι και αν έχουν περάσει 103 χρόνια από την γέννησή του (10-02-1898) και 50 χρόνια από τον θάνατό του; Τίποτα δεν έχει αλλάξει.

Εξακολουθούν να παίζονται τα έργα του σε όλο τον κόσμο, εξακολουθεί ο ίδιος να είναι επίκαιρος και εμείς εξακολουθούμε να πηγαίνουμε στο θέατρο για να δούμε κάποια από τις παραστάσεις που έγραψε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ.

Στην Γερμανία θεωρείται ο πατέρας του «επικού θεάτρου». Στον υπόλοιπο κόσμο είναι γνωστός και γιατί υπηρέτησε το «διδακτικό» και το «ανθρωπιστικό θέατρο» ως δραματουργός και σκηνοθέτης. Πολλά είναι και τα ποιήματα που έγραψε.

Επιρροές

Τα έργα του έχουν ασκήσει σημαντική επιρροή σε μεταγενέστερους δημιουργούς, όπως ο Λαρς φον Τρίερ, Ράινε Βέρνερ Φασμπίντερ, ο Ναγκίσα Οσίμα, και ο Ζαν Λουκ Γκοντάρ. Επηρροές του Μπρέχτ εντοπίζονται και σε διευθυντές – χορογράφους, όπως Μπομπ Φόσσε (Καμπαρέ, Σικάγκο, Λένι). Ο όρος «μπρεχτικός» χρησιμοποιείται από τους κριτικούς θεάτρου για ό,τι θυμίζει το ιδιαίτερο στυλ και την προσέγγιση του θεάτρου από τον Μπρεχτ.

Έργο

Τα έργα του επαναστατικά, αντιεξουσιαστικά. Οι χαρακτήρες του ανθρώπινοι, σχοινοβατούν ανάμεσα στην φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά τους, μέσα σε σενάρια που δεν αφήνουν εκτός τη διδαχή και τα μηνύματα.

Αρχικά, τα έργα του χαρακτηρίζονταν από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία.

Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1920 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία.

Ο Μπρεχτ άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός με μια σειρά πειραματισμούς, επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές, όπως στο έργο του «Βάαλ» (Baal, 1918).

Με το αντιπολεμικό έργο του «Ταμπούρλα μες τη Νύχτα» (1922) κερδίζει το Βραβείο Κλάιστ (Kleist Prize). Οι επιρροές που δέχτηκε ο ίδιος προέρχονται κυρίως από τον Φρανκ Βέντεκιντ, του οποίου ήταν θαυμαστής, αλλά και από το κινεζικό και το ρωσικό θέατρο.

Το «διδακτικό»και «ανθρωπιστικό» θέατρο που για χρόνια υπηρέτησε ο Μπρεχτ απηχεί τη μαρξιστική ιδεολογία του. Ήταν τότε που έγραψε και το λιμπρέτο της όπερας (με μουσική του Κουρτ Βάιλ) «Η Άνοδος και η Πτώση της πόλης Μαχάγκονυ» (1930).

Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945, ο Μπρεχτ έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: «Η Ζωή του Γαλιλαίου» (1937-39), «Μάνα Κουράγιο και τα Παιδιά της» (1936-39), «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» (1935-41), «Ο Κύριος Πούντιλα και ο Υπηρέτης του Μάττι» (1940), «Η Άνοδος του Αρτούρου Ούι» (1941), «Τα Οράματα της Σιμόνης Μασάρ» (1940-43), «Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» (1942-43) και «Ο Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία» (1943-45). Το 1944 γράφει το έργο «Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής», μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού.

Θεωρία θεάτρου
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έκανε μία από τις μεγαλύτερες τομές στο σύγχρονο θέατρο καθώς επιχείρησε να το απομακρύνει από τις μέχρι τότε συμβάσεις του θεάτρου της ψευδαίσθησης.

Ήθελε να βρει απάντηση στην ερώτηση του Λένιν «Πώς και τι πρέπει να μαθαίνουμε;». Δημιούργησε μια νέα θεωρία του θεάτρου, «επικό θέατρο», όπου ένα θεατρικό έργο δεν πρέπει να προκαλεί στον θεατή συναισθηματική ταύτιση με την δράση-πλοκή, αλλά αντίθετα πρέπει να προκαλεί λογικό αυτό-στοχασμό και κριτική ματιά για τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην σκηνή.

Πίστευε ότι η εμπειρία μια κλιμακούμενης κάθαρσης του συναισθήματος άφηνε στο κοινό μια αίσθηση εφησυχασμού. Αντίθετα, ήθελε το κοινό του να χρησιμοποιεί αυτή την κριτική οπτική για να εντοπίζει τις κοινωνικές αρρώστιες στον κόσμο και να μπορεί να κινηθεί από το θέατρο μπροστά στην αλλαγή.

Αναγνώριση
Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ. Για το έργο «Ταμπούρλα μες τη Νύχτα» (1922) κερδίζει το Βραβείο Κλάιστ (Kleist Prize). Το 1950 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Τεχνών. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.

Η ζωή του

Ο Μπρεχτ γεννήθηκε το 1898 στο καθολικό Άουγκσμπουργκ, από καθολικό πατέρα και προτεστάντισσα μητέρα. Ήδη στα 14 του είχε ξεκινήσει να γράφει. Το 1917 εγγράφεται στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, στην ιατρική, χωρίς να τελειώσει ποτέ γιατί επιστρατεύεται ως νοσοκόμος και υπηρετεί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρχίζει να γράφει ποιήματα και θεατρικά. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του ήταν το «Εγκόλπιο ευσέβειας» για το οποίο κέρδισε λογοτεχνικό βραβείο.

Σημαντικότατη επίδραση στην πορεία του άσκησαν οι πολιτικές συνθήκες στην Γερμανία, ιδιαίτερα η άνοδος του ναζισμού και ο πόλεμος, καθώς άλλαξαν τις συνθήκες της ζωής του και υπήρξαν πηγή έμπνευσης για πολλά έργα του.

«Ο πόλεμος με ξεσήκωσε»,
γράφει ο ίδιος. Το 1918 μία πολιτική αναταραχή στη Βαυαρία θα εμπνεύσει τον Μπέρτολτ Μπρεχτ… το αποτέλεσμα είναι το «Βάαλ», το πρώτο του θεατρικό έργο.Η φρίκη του πολέμου τον έκανε συνειδητό φιλειρηνιστή. Τότε έγραψε και το ποίημα που τον έκανε γνωστό: ο «Θρύλος του Νεκρού Στρατιώτη».

Το 1922 παντρεύεται την τραγουδίστρια της όπερας Μαριάνε Τσοφ με την οποία αποκτά μια κόρη. Αργότερα θα γνωρίσει και θα παντρευτεί, το 1929, την εβραία Χελένε Βάιγκελ με την οποία θα μείνει ως το τέλος της ζωής και μαζί θα ιδρύσουν το Μπερλίνερ Ανσάμπλ το 1949. Το 1933 θα εγκαταλείψουν την Γερμανία του Χίτλερ και θα «περιπλανιόνται» για τα επόμενα 8 χρόνια σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και την Αμερική.

Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Έγραψε εκατοντάδες ποιήματα που αντανακλούν τη σταδιακή μεταστροφή του προς τη μαρξιστική-λενινιστική φιλοσοφία. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι: Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε, Εγκώμιο στη μάθηση, Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου, Αυτό θέλω να τους πω, Να καταπολεμάτε το πρωτόγονο, Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ, Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου, Εγκώμιο στον Κομμουνισμό, Εγκώμιο στη Διαλεκτική.

Έχει πει και γράψει:

«Όποιος δεν έχει τον αγώνα μοιραστεί θα μοιραστεί την ήττα» «Αυτοί που βρίσκονται ψηλά θεωρούν ταπεινό να μιλάς για το φαΐ. Ο λόγος; Έχουνε κιόλας φάει».

—Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι για να σκοτώσεις:
Μπορούν να σε μαχαιρώσουν στο στομάχι με μαχαίρι,
να σου κλέψουν το ψωμί,
να μη φροντίσουν για την ασθένεια σου,
να σε αναγκάσουν να ζεις σε μια τρύπα,
να σε βασανίσουν δουλεύοντας μέχρι το τέλος,
να αναγκάσουν να πας στον πόλεμο …
Μόνο μερικά από αυτά τα πράγματα είναι απαγορευμένα σε μία κοινωνία».

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ άρχισε να γράφει τις “Ιστορίες του κ. Κόυνερ” το 1935 και τελείωσε στις αρχές της δεκαετίας του ’50.

Τι να τον κάνω το σκοπό σου; Η στάση σου μου αρκεί.

Εσύ, που είσαι αρχηγός, μην ξεχνάς πως έγινες ό,τι είσαι επειδή είχες αμφιβάλει για άλλους αρχηγούς. Άσε λοιπόν αυτούς που οδηγείς να αμφιβάλλουνε κι εκείνοι.
(Εγκώμιο στην αμφιβολία)

Τι ωφελεί, χωμένος μέχρι το λαιμό στη λάσπη, να κρατάς τα νύχια των χεριών σου καθαρά;
(Πολλοί λατρεύουνε την τάξη)

Είναι λογικός, καθένας τον καταλαβαίνει. Ειν’ εύκολος.
Μια και δεν είσαι εκμεταλλευτής, μπορείς να τον συλλάβεις.
Είναι καλός για σένα, μάθαινε γι’ αυτόν.
Οι ηλίθιοι ηλίθιο τον αποκαλούνε, και οι βρομεροί τον λένε βρομερό.
Αυτός είναι ενάντια στη βρομιά και την ηλιθιότητα.
Οι εκμεταλλευτές έγκλημα τον ονοματίζουν.
Αλλά εμείς ξέρουμε:
Είναι το τέλος κάθε εγκλήματος.
Δεν είναι παραφροσύνη, μα
Το τέλος της παραφροσύνης.
Δεν είναι χάος
Μα η τάξη.
Είναι το απλό
Που είναι δύσκολο να γίνει.
(«Εγκώμιο στον κομουνισμό»)

Στο Μαχαγκόνι που ακολουθεί, ο Μπρεχτ βαθαίνει τη μαρξιστική κατεύθυνση της κριτικής του, εκφράζοντας σε παραβολική μορφή την αρνητική ουτοπία της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στην ομώνυμη πόλη το μεγαλύτερο έγκλημα είναι να μην έχεις λεφτά:

«Γι’ αυτό καταδικάζεσαι σε θάνατο, Πάουλ Ακερμαν. / Γιατί σου λείπουν τα λεφτά. / Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο έγκλημα / που μπορεί να γίνει πάνω στη γη».