Μαύρη μαυρίλα πλάκωσε. Και πάλι, όμως, τι θα μπορούσες να περιμένεις από ταινία του Γιάννη Οικονομίδη; Λιακάδες, λουλούδια και σπουργίτια που τιτιβίζουν; Οχι βέβαια. Ο Οικονομίδης δεν αστειεύεται. Ακόμη και ο τίτλος της τρίτης μεγάλου μήκους ταινίας του (μετά το «Σπιρτόκουτο» και την «Ψυχή στο στόμα»), που είναι άσπρη σαν την ψυχή της, δημιουργεί αμέσως κλίμα.

Βγάζει κάτι το άγριο, το ωμό, το ενστικτώδες: «Μαχαιροβγάλτης». Τελεία και παύλα. Χωρίς καν άρθρο.

Εκ πρώτης όψεως ο «Μαχαιροβγάλτης» θυμίζει ερωτικό δράμα με στοιχεία θρίλερ- φλερτάρει άλλωστε αρκετά με το πολυμεταφερμένο στον κινηματογράφο pulp μυθιστόρημα του Τζέιμς Κέιν «Ο ταχυδρόμος χτυπά πάντα δυο φορές»: ένας άνδρας ( Στάθης Σταμουλακάτος ), λούμπεν από την κορυφή ως τα νύχια, εγκαθίσταται στο σπίτι του θείου του ( Βαγγέλης Μουρίκης ) που του έχει προσφέρει δουλειά. Σιγά σιγά όμως καταχράται την εμπιστοσύνη του και συνάπτει ερωτική σχέση με τη γυναίκα του θείου ( Μαρία Καλλιμάνη ). Οι μέρες κυλούν μέσα στο ψέμα και το παράνομο ζεύγος βλέπει ότι η μόνη λύση για να προχωρήσει είναι να σκοτώσει τον σύζυγο. Να προχωρήσει και να πάει πού όμως; Για να κάνει τι; Ο ειρωνικός υπότιτλος της ταινίας λέει «για να φτιάξει κάτι όμορφο». Αυτός είναι ο κεντρικός άξονας της ταινίας. Και ναι, έτσι όπως τον περιγράφω ακούγεται γνώριμος. Με δεδομένο όμως ότι τα 3/4 πλέον του κινηματογράφου είναι πράγματα που έχουμε ξαναδεί, τη διαφορά κάνει ο τρόπος απόδοσής τους. Εκεί βρίσκεται η επιτυχία του Οικονομίδη: στον τρόπο με τον οποίο η (διόλου τυχαία) ασπρόμαυρη ταινία του υιοθετεί την αισθητική και τους κώδικες του φιλμ νουάρ προσαρμόζοντας και τα δύο στην Ελλάδα του 2010.

O περιβάλλων χώρος είναι μια μαύρη και άραχλη κοινωνία, με ανθρώπους απομονωμένους στον εαυτό τους, στη θλίψη τους, στα βάσανά τους. Κάτι μας θυμίζει; Σίγουρα. Το βλέπουμε καθημερινά γύρω μας- και όχι μόνο στα Λιόσια, όπου έχει γυριστεί το φιλμ. Ο «εισβολέας» (εκ Πτολεμαΐδος) έχει πάει στο σπίτι του θείου για να του φυλάει τα σκυλιά. Είναι ένας άνθρωπος στα όρια της ανυπαρξίας, αμίλητος, απαίδευτος, αδύναμος και άχαρος. Ο θείος, από την άλλη πλευρά, είναι ένας μίζερος, κακός, ακοινώνητος άνθρωπος, που αντιμετωπίζει τα σκυλιά του σαν ανθρώπους και τους ανθρώπους σαν ζώα.

Η ζωή που παρακολουθούμε είναι μια… μη ζωή, ένας ζωντανός εφιάλτης. Απούσα η ελπίδα, πουθενά χαμόγελο, πουθενά φως. Ακόμη και ο παράνομος έρωτας αναπτύσσεται χωρίς πηγαίο πάθος, χωρίς γνήσια επιθυμία, σαν να πρόκειται για αγγαρεία. Η μόνη ευχαρίστηση προέρχεται από την τηλεόραση, την μπάλα, το καφενείο, τον φραπέ και τα σκυλιά. Γιατί τελικά στον μαύρο κι άραχλο κόσμο του Οικονομίδη τα πιο ζωντανά πλάσματα είναι τα σκυλιά. Είναι επίσης τα μόνα που έχουν εξουσία. Περπατώντας στον χρόνο

Η Ζυλιέτ Μπινός και ο Γουίλιαμ Σίμελ στο «Γνήσιο αντίγραφο», την ταινίαοδοιπορικό του Αμπάς Κιαροστάμι

Στον αντίποδα του «Μαχαιροβγάλτη», μια ταινία βουτηγμένη στον ήλιο και τη μελαγχολική ομορφιά της φύσης της Τοσκάνης. Με το «Γνήσιο αντίγραφο» («Copie conforme», Ιταλία/Γαλλία/Ιράν, 2010) ο Ιρανός Αμπάς Κιαροστάμι επιστρέφει στην Ευρώπη (όπου βρίσκει χρήματα για τις ταινίες του) και σκηνοθετεί τη Γαλλίδα Ζυλιέτ Μπινός και τον Βρετανό Γουίλιαμ Σίμελ σε ένα οδοιπορικό που ταυτοχρόνως μοιάζει με πολύ παράξενο παιχνίδι με τον χρόνο. Μια γυναίκα (Μπινός) παρακολουθεί μαζί με τον γιο της τη διάλεξη ενός συγγραφέα (Σίμελ) για την Ιστορία της Τέχνης. Συστήνονται, κουβεντιάζουν. Μετά περπατούν παρέα. Μετά μπαίνουν στο αυτοκίνητο της γυναίκας και φεύγουν μαζί. Συνομιλούν για τα πάντα. Για τον έρωτα, για τις σχέσεις, για τους ανθρώπους. Κάνουν στάσεις, τρώνε. Ωσπου κάποια στιγμή αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν αυτή η περιήγηση στην Τοσκάνη γίνεται σε κανονικό χρόνο (την ώρα που τη βλέπουμε) ή είναι κάτι σαν μια διαδρομή μέσα στον χρόνο της ως τώρα ζωής των δύο αυτών ανθρώπων. Κάτι σαν ανασκόπηση όλης της σχέσης τους που μετράται σε δεκαπέντε χρόνια. Φλερτ, έρωτας, αγάπη, σύμβαση, γκρίνια, καβγάς, απογοήτευση. Ολα τα στάδια ενός ζεύγους.

Τρυφερή και συνάμα αληθινή, η ταινία θυμίζει μια διασταύρωση από το «Ταξίδι στην Ιταλία» του Ρομπέρτο Ροσελίνι, τις «Σκηνές από έναν γάμο» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν και το «Πριν το ηλιοβασίλεμα» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, ενταγμένη στο ποιητικό περιβάλλον του ιρανού σκηνοθέτη.

Η μοναξιά της κορυφής

Στην ταινία «Somewhere» ο Στίβεν Ντορφ υποδύεται έναν εμπορικό ηθοποιό του Χόλιγουντ που βρίσκεται «καρφωμένος» στο διάσημο ξενοδοχείο «Chateau Μarmont» του Λος Αντζελες

Πόσο ενδιαφέρον έχει να είναι κανείς movie star; Κρίνοντας από την τελευταία ταινία της Σοφία Κόπολα, μάλλον καθόλου. Το «Somewhere» (ΗΠΑ, 2010) περιγράφει στιγμές από την καθημερινότητα ενός εμπορικού ηθοποιού του Χόλιγουντ Στίβεν Ντορφ που βρίσκεται «καρφωμένος» στο διάσημο ξενοδοχείο «Chateau Μarmont» του Λος Αντζελες.

Η κάμερα της Κόπολα καταγράφει με όρεξη τη ρουτίνα του. Δυο δίδυμες στριπτιζέζ τού προσφέρουν σόου στο δωμάτιο. Τις κοιτάζει σαν να βαριέται. Στο ευκαιριακό σεξ τον παίρνει ο ύπνος. Λιάζεται στην πισίνα, καπνίζει, μαγειρεύει μακαρόνια. Κοιμάται. Ξανακοιμάται. Σε δυο τρεις πραγματικά αστείες σκηνές τον βλέπουμε παστωμένο με μέικαπ για τις ανάγκες ενός γυρίσματος ή να τον επισκέπτεται ένας μασέρ που για να δουλέψει θα πρέπει να γδυθεί.

Ο ηθοποιός κυκλοφορεί σαν φάντασμα, σαν μη άνθρωπος ( «είμαι ένα τίποτε» παραδέχεται) και το μόνο πρόσωπο που φαίνεται να τον αναζωογονεί είναι η κόρη του ( Ελ Φάνινγκ ) που τον επισκέπτεται για λίγο. Μαζί θα ξεκινήσουν ένα ταξίδι για την Ιταλία όπου πρόκειται να βραβευτεί από το κανάλι του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Ξαναβλέποντας το «Somewhere», το οποίο βραβεύθηκε με Χρυσό Λέοντα στο περασμένο Φεστιβάλ Βενετίας, δεν μπόρεσα να μην παραδεχτώ ότι η ταινία (που κινείται στα χνάρια του «Χαμένοι στη μετάφραση», επίσης της Κόπολα) θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μισή σε διάρκεια. Ενώ στην ουσία έχει ένα πολύ δυνατό θέμα, τη μοναξιά τού να βρίσκεσαι στην κορυφή, είναι εμφανές ότι το φιλμ παγιδεύεται στην επανάληψη, ξαναλέγοντας πράγματα που έχει ήδη πει.

Οι κατάσκοποι που γύρισαν από τη σύνταξη

Συνταξιούχοι Τζέιμς Μποντ αρσενικού και θηλυκού γένους πρωταγωνιστούν στη διασκεδαστική περιπέτεια κατασκοπείας «Red» (ΗΠΑ, 2010) που γύρισε ο γερμανός σκηνοθέτης του «Σχεδίου πτήσης» Ρόμπερτ Σβέτκε. RΕD είναι τα αρχικά των retired extremely dangerous πρακτόρων, δηλαδή των αποσυρμένων και εξαιρετικά επικίνδυνων. Ηγετική φυσιογνωμία ανάμεσά τους ο Μπρους Γουίλις (σε έναν ρόλο που ξέρει απέξω κι ανακατωτά). Από τον καναπέ του σπιτιού του φλερτάρει τηλεφωνικά με μια δημοσιογράφο ( Μέρι Λουίζ Πάρκερ – στη φωτογραφία, μαζί με τον Γουίλις) η οποία εκδίδει Αρλεκιν κατασκοπείας. Ο Γουίλις θα βγει από τη μούχλα μόλις γίνει στόχος της παλιάς υπηρεσίας του, οπότε ξανακαλεί τους πρώην συνεργάτες του στη δράση: τον Τζον Μάλκοβιτς, που παίζει για μία ακόμη φορά τον ψυχωτικό, την Ελεν Μίρεν που είναι άσος στο σημάδι και τον Μόργκαν Φρίμαν, τον σοφό της παρέας. Ολα αυτά σε μια διασκεδαστική περιπέτεια που προσφέρει μιάμιση ώρα pure entertainment, για να την ξεχάσεις αμέσως μετά. Χαϊβάνια με όραμα, μωρό για ντάντεμα

Το χιούμορ είναι το όπλο και της αστυνομικής κωμωδίας «Μπάτσοι από τον πάγκο» («Τhe other guys», ΗΠΑ, 2010) του Ανταμ Μακ Κέι. Δυο φουκαράδες αστυνομικοί της Νέας Υόρκης ( Μαρκ Γουόλμπεργκ, Γουίλ Φερέλ – στη φωτογραφία) θα προσπαθήσουν να σταθούν στο ύψος τους για να βουλώσουν το στόμα των υπεροπτών συναδέλφων τους. Τα επί μέρους στοιχεία σε κερδίζουν πιο πολύ.

Το ότι ο σούπερ σπασίκλας Φερέλ έχει κλέψει τα μυαλά της θεογκόμενας Εύα Μέντες είναι ένα από αυτά. Οπως και το ότι ο προϊστάμενος των δύο χαϊβανιών ( Μάικλ Κίτον ) δουλεύει και σε κατάστημα ειδών σπιτιού όχι μόνο για να τα βγάλει πέρα αλλά και επειδή του αρέσει!

Στην ανάλαφρη (αλλά και ολίγον χαζοχαρούμενη) δραματική κομεντί «Η ζωή όπως την ξέρουμε» («Life as we know it», ΗΠΑ, 2010) του Γκρεγκ Μπερλάντι η Κά θριν Χέιγκλ αναγκάζεται να αναλάβει την ανατροφή του ορφανού της καλύτερης φίλης της μαζί με έναν άνθρωπο που αντιπαθεί ( Τζος Ντουχάμελ ). Ταινία για όλη την οικογένεια, με αγνά μηνύματα και χιλιοειπωμένες καταστάσεις.

ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
«Οff ways- Βerlin»τουΟύλι Σίπελ. Ενδιαφέρον ντοκυμαντέρ που, με άξονα τη συναυλία του δυτικογερμανικού ροκ γκρουπ Εinsturzende Νeubauten στο Ανατολικό Βερολίνο στις 21.12.1989, επιχειρεί να αναμείξει το πρόσφατο παρελθόν της Γερμανίας με το παρόν.

«Αρθουρ 3:Ο πόλεμος των δύο κόσμων»(«Αrthour and the two worlds war», Γαλλία, 2010). Δεύτερη «συνέχεια» της σειράς κινουμένων σχεδίων τουΛυκ Μπεσόνπου ξεκίνησε το 2004 με το «Αρθουρ και οι Μίνιμοϊ». Βασίζεται σε επιτυχημένη σειρά βιβλίων του σκηνοθέτη.

«Saw 3D»(ΗΠΑ, 2010) τουΚέβιν Γκρέουτερτ.Η κτηνωδία των ταινιών «Σε βλέπω» συνεχίζεται σε μια έβδομη συνέχεια- και μάλιστα τρισδιάστατη. Προσωπικά σταμάτησα στο τρίτο.