Εγκώμιο του πόνου και του θρήνου


Το βιβλίο του Βόλφγκανγκ Σόφσκι Πραγματεία περί της βίας δεν ανήκει στα ευχάριστα αναγνώσματα. Η απευθείας διαπραγμάτευση ενός «ακραίου» θέματος αναπόφευκτα θίγει ευθέως την ίδια την ουσία της ανθρώπινης συνείδησης, του πολιτισμού, της Ιστορίας και των κοινωνικών μορφών μέσω των οποίων αναγνωρίζουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει. Ο αναγνώστης δεν θα συναντήσει εδώ μόνον όπλα, φόνους, εργαλεία βασανιστηρίων και σφαγές. Από το πρώτο ακόμη κεφάλαιο του βιβλίου (Τάξη και βία) ως το τελευταίο (Πολιτισμός και βία) θα βρεθεί αντιμέτωπος με τα δυσοίωνα συμπεράσματα του συγγραφέα, αφενός όσον αφορά τη φύση του πολιτισμού και της οργανωμένης κοινωνίας και αφετέρου το μέλλον του κόσμου.


Το γράψιμο του συγγραφέα είναι συναρπαστικό. Λιτό, ακριβές, καλειδοσκοπικό και ταυτοχρόνως γοργό, διάσπαρτο με οριακές διατυπώσεις, διαθέτει αφοπλιστική πειθώ. Και, βεβαίως, όλα τούτα τα αναδεικνύει η προσεκτική και ωραία μετάφραση του Κωνσταντίνου Καβουλάκου.


Ο Σόφσκι ανήκει στη νεότερη γενιά των ευρωπαίων κοινωνιολόγων (γεννήθηκε το 1952) που αναπτύσσουν στο πεδίο των πολιτισμικών σπουδών ένα συνδυαστικό λόγο. Ο λόγος αυτός αντλεί το υλικό του από τις περιοχές της πολιτικής, της φιλοσοφίας, της κοινωνικής ανθρωπολογίας και της τέχνης προσπαθώντας να ερμηνεύσει μείζονα προβλήματα του πολιτισμού, που κατά το παρελθόν αποδίδονταν ή στην ανθρώπινη φύση ή στην ιστορική εξέλιξη. Το θέμα της βίας, φυσικά, είναι παλιό όσο και ο κόσμος, στο τέλος όμως του 20ού αιώνα και σε μια περίοδο απολογισμών και αναδρομικής κριτικής της κουλτούρας προσδιορίζει όχι μόνο την κρίση του πολιτισμού αλλά και το, κατά τον συγγραφέα, βαθύτατα αρνητικό περιεχόμενό του.


Αυτή η, ας πούμε απαισιόδοξη, στάση κυριαρχεί στην Πραγματεία από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Ανατέμνοντας με ακρίβεια και φαινομενική ψυχρότητα το φαινόμενο της βίας, ο συγγραφέας προσπαθεί να διαλύσει την αυταπάτη ότι γνωρίζοντας και αναλύοντας τη φύση και το περιεχόμενο της βίας μπορούμε να την εξαφανίσουμε από τον νεότερο πολιτισμό. Δεν μας μένει, λοιπόν, αμφιβολία ότι έχουμε να κάνουμε με ένα αρνητικό βιβλίο. Σε όλες τις μορφές της βίας που περνούν από τις σελίδες του αναγνωρίζουμε τα σημάδια του θανάτου (μιλούμε πάντα για σωματική βία). Ενώ το φροϋδικό angst (φόβος) που την παρακολουθεί καθορίζει όχι μόνο το άγχος του σύγχρονου πολιτισμού αλλά και τη σύγκρουση του ατόμου με τις ποικίλες μορφές πνευματικής χειραγώγησης που επιβάλλει η οργανωμένη κοινωνία.


Τα τοπία της νοσηρότητας



Ο Σόφσκι, καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, προέρχεται από τη μεγάλη παράδοση του γερμανικού εξπρεσιονισμού και των επιγόνων του. Η ατμόσφαιρα στο βιβλίο του είναι άλλοτε γοτθική και άλλοτε καφκική ­ και ας ακούγεται αυτό παράξενο για ένα φαινομενικά ουδέτερο επιστημονικό βιβλίο. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα αντιληφθεί πολύ σύντομα ότι βρίσκεται σε ένα πλέγμα συσχετισμών, οι οποίοι του προσφέρουν τη δυνατότητα, με βάση τα συμπεράσματα ή την επιχειρηματολογία του συγγραφέα, να παραπέμπεται σε ένα ευρύ πεδίο κειμένων, έργων και τεκμηρίων. Αλλοτε, πάλι, οι περιγραφές και οι αναλύσεις μορφών της ατομικής ή της καθεστωτικής βίας τού φέρνουν στον νου έργα οριακής εμβέλειας και υποβολής: λ.χ., όχι μόνο κάποιους πίνακες του Φράνσις Μπέικον, στον οποίον άλλωστε και αναφέρεται ρητώς ο Σόφσκι, αλλά και τη ζωγραφική των αφηρημένων εξπρεσιονιστών (λ.χ., τα «αιματηρά» χρωματικά τοπία του Αρσιλ Γκόρκι ή τα «θανατηφόρα» κόκκινα του Ρόθκο).


Το βιβλίο τούτο, ωστόσο, γραμμένο με τον γρήγορο ρυθμό της συμπερασματικής αφήγησης έχει ως προγόνους του δύο από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Κεντρικής Ευρώπης: τον Κανέτι και τον Φρόιντ. Πιο ειδικά, τα βιβλία Μάζα και εξουσία του Κανέτι, μια κλασική ανάλυση της φύσης και των επιπτώσεων της εξουσίας και της μαζικής συμπεριφοράς στη διαμόρφωση της συνείδησης (εκδόθηκε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ηριδανός το 1971 αλλά δυστυχώς υπήρξε εμπορική αποτυχία), και Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας του Φρόιντ.


Βασικές θέσεις του Κανέτι για την «ψυχολογία του επιζώντος» (λ.χ., η μανία καταστροφής) ή τον «φόνο ως κατώτερη μορφή επιβίωσης» περνούν στα κείμενα του Σόφσκι, αναπτύσσονται και κορυφώνονται καταλήγοντας στη διαπίστωση του Φρόιντ ότι το αληθινά αθάνατο είναι τα πλέον πρωτόγονα στρώματα της ανθρώπινης ψυχής. Την άποψη τούτη, ωστόσο, ο Σόφσκι την ωθεί στα άκρα. Η ίδια η βία είναι προϊόν του πολιτισμού και ως τέτοιο αναπτύσσεται ή προσαρμόζεται ακολουθώντας την ανάπτυξη των καταστροφικών κοινωνικών ή ιστορικών δυνάμεων.


Οταν τέτοιο είναι το σκεπτικό που κυριαρχεί, αντιλαμβάνεται κανείς όχι μόνο τη φύση των επιχειρημάτων και των παραδειγμάτων που χρησιμοποιούνται αλλά και των συμπερασμάτων στα οποία καταλήγει ο συγγραφέας. Ετσι, οι περιγραφές εργαλείων βασανισμού, από το μαστίγιο και τον τροχό ως το ηλεκτροσόκ, δημόσιων εκτελέσεων στην αγχόνη, την γκιλοτίνα ή την ηλεκτρική καρέκλα, ειδεχθών εγκλημάτων και διάσημων δολοφόνων και γενικά η πανταχού παρούσα εικόνα του αίματος προκαλούν σοκ στον αναγνώστη όχι μόνο γιατί αποκαλύπτουν με ωμότητα τα τοπία της νοσηρότητας, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της φαντασίας, αλλά και επειδή αναδεικνύουν τη βία σε δομικό συστατικό της κοινωνικής οργάνωσης και του πολιτισμού.


Το ερώτημα που έρχεται αμέσως στα χείλη είναι: Γιατί τέτοια κατήφεια και τόση ανατριχίλα; Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει σχετικά επαρκή μια γενικής φύσεως ερμηνεία, η οποία θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η χρεοκοπία και η κατάρρευση των πολιτικών συστημάτων που επαγγέλθηκαν την ανθρώπινη ευτυχία ως στόχο εφικτό σε ορατό χρονικό ορίζοντα ήταν επόμενο να αναδείξουν ως μείζονα θέματα όσα αγγίζουν τις σκοτεινές πτυχές της ψυχής και της συνείδησης. (Για κοινωνιολογική πραγματεία, άλλωστε, μιλούμε). Ο Σόφσκι, ωστόσο, δεν κομίζει τίποτε καινούργιο στη μακρά πεσιμιστική παράδοση του δυτικού πολιτισμού, παράδοση που αποτελεί και την κύρια συνιστώσα του. Ανήκει σε όσους ­ για άλλους λόγους, αλλά πάντως πολύ εύστοχα ­ ο Αρθουρ Κέσλερ ονόμασε αδελφότητα των απαισιόδοξων. Ο Κέσλερ, άλλωστε, στον όψιμο συγγραφικό του βίο έκπληκτος μπροστά στη σχιζοειδή φύση της ανθρώπινης συμπεριφοράς καταφεύγει στα πορίσματα της νευρολογίας, της ψυχολογίας της συμπεριφοράς και της παραψυχολογίας για να αποφανθεί πως οι καταστροφικές δυνάμεις αναπτύσσονται μέσα στον άνθρωπο επειδή στην πρώτη φάση της εξέλιξης κατά τη διάρκεια της Δημιουργίας έγινε κάποιο λάθος, το οποίο ούτε ο πολιτισμός ούτε η επιστήμη έχουν την ικανότητα να διορθώσουν. Προσεγγίσεις αυτού του είδους χωρίς αμφιβολία καθιστούν τον Δαρβίνο περισσότερο επίκαιρο από ποτέ. Ως ένα σημείο, θα λέγαμε, και τον Ρουσό.


Κινούμενος σε τέτοια πλαίσια είναι εύλογο ο συγγραφέας να πιστέψει πως αρχή της δράσης δεν είναι η χαρά αλλά ο πόνος, πως στην παραφορά του πόνου το ίδιο το σώμα γίνεται εχθρός και πως (μιλώντας για τα βασανιστήρια) η ανάκριση δεν είναι σκοπός αλλά μέσο των βασανιστηρίων, αφού ο πόνος είναι το απόλυτο, διαρκές παρόν. Κρατάει κατειλημμένο ολόκληρο το πεδίο της συνείδησης.


Η πραγματεία χωρίζεται σε 12 κεφάλαια. Τα πρώτα 11 εξετάζουν τη βία σε σχέση με τις μορφές της, με αυτά που προκαλεί (φόβο, πόνο), με τα μέσα που τη δημιουργούν, την προεκτείνουν, την αναπαράγουν ή τη συστηματοποιούν (το βασανιστήριο, η εκτέλεση, ο αγώνας, η σφαγή, η καταστροφή), με αυτούς που την εφαρμόζουν (θύτες), εκείνους που την υφίστανται (θύματα) και εκείνους που την παρατηρούν (θεατές). Το δωδέκατο ­ και καταπληκτικό ­ κεφάλαιο Πολιτισμός και βία αποτελεί, στην ουσία, προέκταση στο πολιτισμικό πεδίο των όσων έχουν εκτεθεί νωρίτερα.


Απηχώντας ευθέως τον Κανέτι, ο Σόφσκι δεν διστάζει να πει: Ο πολιτισμός έχει την ίδια ρίζα με την απόλυτη βία: τη μεγαλομανία της επιβίωσης. Ωστόσο, η μετατόπιση στην αρνητική διαδικασία και η εμφανής αναθεωρητική τάση είναι εμφανέστατες και δεν επιτρέπουν καν την εικασία της ανατροπής. Νομίζω πως ο αφορισμός η πίστη στον πολιτισμό είναι ένας ευρωκεντρικός μύθος μέσω του οποίου η νεωτερικότητα λατρεύει τον εαυτό της είναι το βασικό μοτίβο που παρακολουθεί την ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του Σόφσκι. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως εκφράζει και μια τάση της μόδας, την οποία και άλλοι κοινωνιολόγοι ακολουθούν. Αδυνατώντας να δώσουν νέο περιεχόμενο στον Διαφωτισμό καταφεύγουν στο λεγόμενο «πολυπολιτισμικό πρότυπο». Ασφαλώς και είναι πολύ ενδιαφέρουσα η άποψη του συγγραφέα πως η ελευθερία και η ευτυχία δεν αποτελούν προϋποθέσεις ­ δεν προβλέπονται στο αρχικό σχέδιο, καθώς λέει ­ της πολιτισμικής δημιουργίας (και γι’ αυτό, οσάκις είχαμε κοινωνικές εξεγέρσεις, οι εξεγερμένοι στρέφονταν και εναντίον των πολιτισμικών μορφών). Με τη διαφορά πως αν υπάρχει πολιτισμικός σχεδιασμός, αυτός δεν υφίσταται εκ των προτέρων. Η δημιουργία ως διαδικασία παραμένει πολύ πιο σύνθετη και αστάθμητη από όσο μπορεί να υποθέσει κανείς, όποια ανάλυση και αν χρησιμοποιήσει, γι’ αυτό και το σημείο αφετηρίας της είναι πάντοτε το μηδέν ­ όλα τα άλλα έρχονται από γύρω, αλλιώς οι πάντες θα βρίσκονταν σε ένα συνεργείο επισκευών.


Δεχόμενος ότι η βία είναι συστατικό στοιχείο του λεγόμενου νεωτερικού πολιτισμού ­ αν πάρουμε ως σημείο αφετηρίας τον 19ο αιώνα του Μποντλέρ και όχι την Αναγέννηση του Βαζάρι ­ ο Σόφσκι έχει απόλυτο δίκιο στα όσα λέει για τα θύματα, τους δήμιους και τους θεατές. Κατά τούτο, το κεφάλαιο Οι θεατές είναι καθαρά μποντλερικό, αφού ο θεατής τείνει πάντα προς την πλευρά του δράστη και στις δημόσιες εκτελέσεις ο αληθινός δήμιος είναι οι θεατές.


Στα παραπάνω θα μπορούσαν να προστεθούν τα όσα ανατριχιαστικά περιέχονται στο επόμενο κεφάλαιο, Η εκτέλεση, και ειδικότερα εκείνα που αναφέρονται στην γκιλοτίνα, η οποία εγκαινιάστηκε στις 25 Απριλίου 1792 στην πλατεία της Γκρεβ στο Παρίσι. Η γκιλοτίνα απεδείχθη τόσο αποτελεσματική, ώστε ακύρωνε την ουσία του θεάματος: τη διάρκεια του περάσματος του καταδίκου από τη ζωή στον θάνατο. Οι θεατές απογοητεύθηκαν τόσο πολύ ώστε, όπως έγραφε ο Τύπος της εποχής, να απαιτούν: Θέλουμε πίσω τις αγχόνες μας. Οι θεατές δεν πήραν τις αγχόνες τους πίσω, γιατί, όπως λέει ο συγγραφέας, η εισαγωγή της γκιλοτίνας σφράγιζε μια ιστορική καμπή. Ηταν η βιομηχανική επανάσταση στον τομέα της θανατικής καταδίκης. Ο Σόφσκι είναι βέβαιος πως το τελετουργικό και θυσιαστικό στοιχείο των προϊστορικών κοινωνιών επιβιώνει ­ αλλά και αναδεικνύεται ­ στην ιστορική εποχή και πως δεν έχει εκλείψει στις μέρες μας. Το ικρίωμα είναι ο βωμός της κοινωνίας, αποφαίνεται θανατηφόρα.


Στο θέατρο του τρόμου



Αν ωστόσο επιχειρούσε κάποιος να διαβάσει παράλληλα με το κεφάλαιο Η εκτέλεση και το Εγκώμιο του εγκλήματος του Μαρξ, θα διαπίστωνε πόσο διαφορετική ­ και πόσο ανθρωποκεντρική ­ υπήρξε η προσέγγιση του Μαρξ, ο οποίος εξηγεί πως χωρίς το έγκλημα δεν θα υπήρχε ποινικό σύστημα, δικαστική εξουσία, δήμιοι, αστυνομία κλπ. Ενα άλλο επίσης κείμενο, που προσφέρεται για παράλληλη ανάγνωση, είναι το Σκέψεις για τη λαιμητόμο του Καμύ, στο οποίο προβάλλεται το ηθικό περιεχόμενο της ατομικής στάσης. Δεν κατηγορώ τον δήμιο επειδή σκοτώνει. Τον κατηγορώ επειδή διάλεξε να κάνει αυτό το επάγγελμα, υποστηρίζει ο συγγραφέας του Ξένου.


Υπάρχουν σελίδες στο βιβλίο του Σόφσκι που πραγματικά σου κόβουν τη ανάσα ­ ο συγγραφέας γνωρίζει άριστα την τεχνική της αφήγησης ιδεών, η οποία εφαρμόζεται σήμερα στη συγγραφή όσων βιβλίων δεν ανήκουν στα καθιερωμένα λογοτεχνικά είδη. Ποιος μπορεί να μείνει αδιάφορος σε παρατηρήσεις όπως: Ο πόνος είναι το απόλυτο, διαρκές παρόν, ή: Το βασανιστήριο δεν αρκείται στα εξωτερικά πλήγματα. Κόβει τον άνθρωπο σε δύο κομμάτια. Το κορμί του θύματος γίνεται συνεργός στον βασανισμό, ή: Το βασανιστήριο πλήττει τον άνθρωπο στο κέντρο της σχέσης με τον εαυτό του, και ακόμη: Η δημόσια θανάτωση ανθρώπων είναι μια πολιτισμική διοργάνωση, ένα θέατρο του τρόμου;


Αν θέλουμε να βρούμε την ιστορική αφετηρία από την οποία ξεκινά ο συγγραφέας ή καλύτερα τον πυρήνα των συλλογισμών του, αυτός δεν είναι παρά ο Μεσαίωνας, μολονότι κάτι τέτοιο δεν δηλώνεται ευθέως. Οι απόψεις περί του καθεστωτικού και θεσμικού χαρακτήρα της βίας για έναν Ελληνα αποτελούν κοινό τόπο και το αισχυλικό κράτος ίσον βία είναι παλιό όσο και ο κόσμος. Εδώ όμως προκύπτει ένα μείζον, ουσιαστικό και κρίσιμο πεδίο διαμετρικών διαφορών ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και στη νεότερη ευρωπαϊκή σκέψη. Το τραγικό αίσθημα ή βίωμα δεν έχει καμία σχέση με το εξπρεσιονιστικό angst, η αγωνία είναι τελείως διαφορετική από το άγχος, όπως και η επενέργεια του τραγικού μύθου από τον ιστορικό αντίστοιχο (της αναστολής, της αποκοπής και της καταστολής) στην ανθρώπινη συνείδηση. Επιπλέον, παραπέμπουν αντιστοίχως σε τελείως διαφορετικές αντιλήψεις για τον χρόνο (την κυκλική από τη μια, τη σειραϊκή από την άλλη) και άρα και σε διαμετρικά αντίθετες μορφές της αφήγησης.


Η απώλεια του τραγικού αισθήματος (η τελευταία προσπάθεια να αναβιώσει υπήρξε το ρομαντικό κίνημα) θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι άνοιξε τον δρόμο για τον πολιτισμό του άγχους, κορύφωση του οποίου είναι η βία. Με τα σημερινά ερμηνευτικά δεδομένα η βία στο αρχαίο δράμα λειτουργεί μεταφορικά, χωρίς όμως να ξεχνούμε πως δεν δικαιώνεται αισθητικά και ηθικά αν δεν είναι μίμησις πράξεως ­ και μάλιστα σπουδαίας και τελείας. Και δεν πρόκειται για ωμή βία, αφού μεταφέρεται αφηγηματικά στη σκηνή προκειμένου να «προετοιμάσει» τον θρήνο. Καμιά σχέση δεν έχει με εκείνο που σήμερα αποκαλούμε graphic violence, όπως προσφέρεται από τη μαζική κουλτούρα μέσω της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Γι’ αυτό και ο κεντροευρωπαϊκός εξπρεσιονισμός, για τον οποίο η βία είναι αναπόφευκτη συνέπεια του άγχους, προσλαμβάνει το αίσθημα του τραγικού όχι ως υπέρβαση και ύβριν αλλά ως φονική μεταφορά.


Αντί για τον αφορισμό του Σόφσκι πως με την πίστη στον πολιτισμό η νεωτερικότητα λατρεύει τον εαυτό της, προτιμώ την άποψη του Οργουελ πως ο μοντερνισμός (συστατικό τμήμα της νεωτερικότητας) συνέδεσε τον αγγλοσαξονικό κόσμο με την ηπειρωτική Ευρώπη και επανέφερε στην εποχή μας το αίσθημα του τραγικού. Πιστεύω πως εδώ βρίσκεται και η ουσία της διαφοράς μας ως Ελλήνων με κάποιες ενδιαφέρουσες μεν, αμφιλεγόμενες δε προσεγγίσεις καθολικών φαινομένων που εμφανίζονται στο σημερινό ευρωπαϊκό πολιτισμικό τοπίο. Χωρίς την αποδοχή της πρόκλησης να διατυπωθούν οι διαφορές τα προβλήματα θα μένουν αναπάντητα και θα βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενα συνεχών μετατοπίσεων του ιστορικού άξονα σε όποιο βάθος βολεύει τον εκάστοτε μελετητή.


Ενα συναρπαστικό βιβλίο, όπως αυτό του Σόφσκι, δεν σημαίνει πως στη βάση του σκεπτικού του δεν μπορεί να είναι αρνητικό. Ως αναθεωρητικό επιπλέον θέτει σε ποικίλα επίπεδα μιαν υπόθεση εργασίας: Ισχύει άραγε όντως αυτό που υποστηρίζει ο συγγραφέας ότι ο πολιτισμός δεν είναι κατά κανέναν τρόπο φιλειρηνικός; Είναι πράγματι ο ίδιος μέρος του κακού; Αν έτσι συμβαίνει, έτσι αποφάσισαν οι θεοί, θα έλεγε η Σαπφώ.