Vincent Azoulay
Περικλής.
Η αθηναϊκή δημοκρατία υπό τη
δοκιμασία του μεγάλου ανδρός
Πόλις, 2015, τιμή 20 ευρώ

Ο άνθρωπος που πρώτος χρησιμοποίησε την έκφραση «αιώνας του Περικλή» ήταν ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας το 1741 σε ένα κείμενο που γράφτηκε με την εγκωμιαστική ενθάρρυνση και την επιμέλεια του ίδιου του Βολταίρου. Η επακριβής χρονολόγηση της εμβληματικής φράσης από τον γάλλο ιστορικό Βενσάν Αζουλέ είναι χαρακτηριστική της προσέγγισής του. Στόχος του «Περικλή» δεν είναι να εκβιάσει την ενιαία αφήγηση ενός βίου αλλά να υποδείξει το αποσπασματικό στοιχείο των πηγών για τον ηγέτη της αθηναϊκής δημοκρατίας και να παρακολουθήσει την αναπαράστασή του από την εποχή του ως σήμερα. Το ερώτημα στο οποίο απαντά τελικά ξεπερνά τα συμβατικά όρια μιας βιογραφίας: πρόκειται για τη διερεύνηση της σχέσης του ατομικού με το συλλογικό, του πολιτεύματος με τον πολιτικό άνδρα.

Εκκινώντας από τα αποτυπώματα του Περικλή στην Ιστορία ο Αζουλέ προτάσσει μια ανάγνωση των αρχαίων συγγραφέων. Από αυτήν προκύπτει ένα αχνό περίγραμμα βεβαιοτήτων (παραδειγματικό μέλος της ελίτ, κυρίαρχος της πολιτικής σκηνής επί δεκαετίες, συνεχιστής ενός επιτυχημένου «ιμπεριαλιστικού συστήματος», σκηνοθέτης της μνημειακής του σήμανσης στη χωροταξία της πόλης) και οι βεβαιότητες ανατροπών. Η διάκρισή του από τους «δημαγωγούς», για παράδειγμα, ακρογωνιαίος λίθος του Θουκυδίδη, δεν ήταν τόσο ξεκάθαρη στη χρονική διάσταση ή στις πολιτικές πρακτικές.
Οπωσδήποτε, ο Περικλής δεν εξισώνεται με τον Κλέωνα, αλλά τα ισόποσα εγκώμια και οι επικρίσεις των αρχαίων μαρτυριών εγγράφονται στο πλαίσιο της εκάστοτε στρατηγικής: ο Θουκυδίδης τον θέλει «ηγεμόνα που ευεργέτησε την πόλη» προκειμένου να κάνει τη διάστιξη με τη μεταγενέστερη παρακμή της Αθήνας, ο Πλάτωνας τον κατακρίνει ως εκπρόσωπο ενός εκ φύσεως ελαττωματικού δημοκρατικού καθεστώτος.
Η αναβίωση του Περικλή θα εκφράσει αρχικά έναν παρόμοιο δυϊσμό. «Μάστιγα της πατρίδας του και της Ελλάδας» για τον αβά Μαμπλί τον 18ο αιώνα, μακριά από τα ρωμαϊκά ή σπαρτιατικά πρότυπα της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης, θα χρειαστεί να διανύσει αρκετά στάδια προτού γίνει «ο πολιτικός με τη βαθύτερη καλλιέργεια, ο πιο αυθεντικός και ο πιο ευγενής» για τον Χέγκελ τον 19ο.
Οι τύχες του στον σύγχρονο κόσμο ορίστηκαν τελικά από τις μεταμορφώσεις της ιστοριογραφίας. Ενώ η Αναγέννηση χρησιμοποίησε την Ιστορία στην αρχαϊκή της πρόσληψη ως «magistra vitae», η εγκαθίδρυση νέων καθεστώτων ιστορικότητας με τη στροφή στη μελέτη των πολιτισμών και την καθιέρωση αυστηρής επαγγελματικής μεθοδολογίας ευνόησαν την ανασημασιοδότησή του. Στον 19ο αιώνα μεγάλοι ιστορικοί όπως οι Τζορτζ Γκρότε, Βικτόρ Ντιρί, Ερνστ Κούρτιους είδαν τον Περικλή ως αστό κοινοβουλευτικό, φιλελεύθερο ρεπουμπλικανό, φιλελεύθερο αριστοκράτη, στον 20ό η απόρριψη μιας ιστορίας μεγάλων ανδρών και μεγάλων αφηγημάτων τον ώθησε ξανά στην αφάνεια.
Η αποδοχή του είναι πλέον τελετουργική και αποστειρωμένη, συμπεραίνει ο Αζουλέ: το όνομά του δοξολογείται σε σχολικά εγχειρίδια και ακρωνύμια της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την τόνωση των θεσμών της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Πέρα από τις κοινοτοπίες περί απαρχών της Δύσης και περί σύγχρονης δημοκρατίας, ο γάλλος ιστορικός θεωρεί ότι ο Περικλής έχει γίνει «ριζικά ξένος» για εμάς.
Η επανασύνδεση απαιτεί τον στοχασμό του ως αφετηρίας επανεξέτασης των όρων του πολιτικού φαινομένου, της συνάρτησης πολιτικού άνδρα και πολιτικού σώματος. «Ενα σύνολο επίσημων και ανεπίσημων μηχανισμών ελέγχου», θεσμικών και κοινωνικών περιορισμών (λογοδοσία, καθαίρεση, εξοστρακισμός, διακωμώδηση στο θέατρο, οχλαγωγία στην Εκκλησία του Δήμου) προδιέγραφαν τα περιθώρια δράσης του υπαγορεύοντας ως έναν βαθμό τη συμπόρευση με τις λαϊκές επιδιώξεις και τη συνέπεια προς το δημοκρατικό ήθος.
Η επιρροή του Περικλή υπήρξε αδιαμφισβήτητη, καταλήγει ο Αζουλέ, οι τροπές της όμως καταδεικνύουν ακριβώς την αυξανόμενη κυριαρχία του δήμου: μετά τον θάνατό του «η Αθήνα ήταν στο εξής, λόγω και έργω, μια δημοκρατία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ