Michel Houellebecq
Soumission
Εκδόσεις Flammarion, 2015,
σελ. 320, τιμή 21 ευρώ

Γαλλία, 2022. Φανταστείτε μια καθοριστική εκλογική αναμέτρηση σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Στη χώρα επικρατεί ένα παράξενο κλίμα. Κυριαρχούν η αβεβαιότητα και ο φόβος. Η κοινωνική βία εξαπλώνεται αλλά συγκαλύπτεται. Ο (μη δημοφιλής) πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ έχει (παραδόξως) ολοκληρώσει τη δεύτερη θητεία του παρά την εκρηκτική άνοδο της Ακροδεξιάς.

Στον πρώτο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών τα παραδοσιακά κόμματα, της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς, καταποντίζονται. Στον δεύτερο (και τελικό) γύρο οι δύο βασικοί αντίπαλοι για την ανάληψη της εξουσίας είναι ένα υπαρκτό κόμμα, το Εθνικό Μέτωπο (Front National) της Μαρίν Λεπέν, και ένα φανταστικό, η Μουσουλμανική Αδελφότητα (Fraternité Musulmane), ένα μετριοπαθές (κατά τα φαινόμενα) ισλαμικό κόμμα υπό τη χαρισματική ηγεσία του, επίσης φανταστικού, Μοχάμεντ Μπεν Αμπές. Τι συμβαίνει τότε; Οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις (δεξιοί, κεντρώοι και αριστεροί μαζί) συνασπίζονται εναντίον της Ακροδεξιάς και στηρίζουν τον μουσουλμάνο υποψήφιο, ο οποίος και κερδίζει τελικώς τις εκλογές!
Αυτά συμβαίνουν βεβαίως σε ένα πολιτικό και κοινωνικό roman d’anticipation, στο νέο μελλοντολογικό μυθιστόρημα του Μισέλ Ουελμπέκ, το έκτο κατά σειρά του γάλλου πεζογράφου, υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο «Soumission» (Υποταγή). Η ίδια η λέξη «Ισλάμ», ας σημειώσουμε, παραπέμπει ακριβώς στην απαιτούμενη υποταγή του πιστού στο θέλημα του Αλλάχ, δηλαδή του Θεού.
Το βιβλίο, όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό, πριν ακόμη κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Flammarion (στις 7 Ιανουαρίου επισήμως), προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Οι χαρακτηρισμοί «σκάνδαλο» και «πρόκληση» κατέκλυσαν τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης. Ενδεικτικό του μεγάλου ενδιαφέροντος που παρουσιάζει το μυθιστόρημα του Μισέλ Ουελμπέκ –ένα μυθιστόρημα που, ανεξαρτήτως της λογοτεχνικής του ποιότητας, δοκιμάζει συνολικά, απ’ ό,τι φαίνεται, τη σύγχρονη γαλλική πραγματικότητα –είναι πως αρχικά διακινήθηκε (παρανόμως) από τους «πειρατές» του Διαδικτύου.
Η «Libération» μάλιστα αφιέρωσε την περασμένη εβδομάδα έξι ολόκληρες σελίδες (εξαιρετικά ενδιαφέρουσες) στο μυθιστόρημα, επιχειρώντας να αναδείξει τα ζητήματα που θίγει (ή που τολμά να θίξει με αυτό το «παρατραβηγμένο» κατ’ άλλους σενάριο) ο Μισέλ Ουελμπέκ, τον οποίο ο Λοράν Ζοφρέν, ο διευθυντής της γαλλικής εφημερίδας, χαρακτήρισε «αληθινό συγγραφέα».
Η «Υποταγή» απέσπασε, μεταξύ άλλων, και τα διθυραμβικά σχόλια του πολύ αξιόλογου συγγραφέα Εμανουέλ Καρέρ. Τα όσα συμβαίνουν πάντως στο μυθιστόρημα, με αιχμή τον εξισλαμισμό, θα μπορούσαμε να πούμε, της γαλλικής κοινωνίας μέσα από τον έλεγχο του εκπαιδευτικού συστήματος (τα όσα περιγράφει ο Μισέλ Ουελμπέκ συνιστούν μια «υπαρκτή πιθανότητα» κατά τον ίδιο, αυτό είπε στο τηλεοπτικό δίκτυο France 2), τα παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια του Φρανσουά, ενός 44χρονου καθηγητή Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης με ειδίκευση στον 19ο αιώνα και λατρεία στο έργο του συγγραφέα Ζορίς-Καρλ Ισμάν, ο οποίος συνδέθηκε άρρηκτα με το αισθητικό κίνημα της γαλλικής décadence.
Ο αφηγητής του Μισέλ Ουελμπέκ, πέραν των αδιέξοδων ερωτικών του περιπετειών με κατά πολύ μικρότερές του γυναίκες (πρωτίστως όμως με την εβραϊκής καταγωγής Μίριαμ), δεν αντιστέκεται στον προσηλυτισμό του στο Ισλάμ όταν καλείται, εκ των νέων συνθηκών, να περισώσει τη δουλειά του, γεγονός που ο ίδιος ο Φρανσουά, εδώ που τα λέμε, δεν το φέρει και βαρέως.
Υπό μία έννοια ο Μισέλ Ουελμπέκ διερευνά το πολιτισμικό πλαίσιο μιας τέτοιας επιλογής ή, για να το πούμε καλύτερα, την ευκολία μιας τέτοιας διολίσθησης –άλλωστε ο πρώτος τίτλος που επεξεργάστηκε ο συγγραφέας για το μυθιστόρημά του ήταν η λέξη conversion, όπως αποκάλυψε ο ίδιος στην πρώτη συνέντευξη που έδωσε στο αμερικανικό περιοδικό «The Paris Review» με αφορμή τον έντονο δημόσιο διάλογο που έχουν πυροδοτήσει στη Γαλλία οι διαφορετικές ερμηνείες για το νέο του βιβλίο, το βιβλίο ενός «σεσημασμένου προβοκάτορα».
Αλλοι υποστηρίζουν ότι ο Μισέλ Ουελμπέκ απλώς μετέπλασε μυθιστορηματικά το μπεστ σέλερ του δημοσιογράφου Ερίκ Ζεμούρ υπό τον τίτλο «Η γαλλική αυτοκτονία –Τα 40 χρόνια που κατέστρεψαν τη Γαλλία», όπου, μεταξύ άλλων και μάλλον ακραίων πεποιθήσεων, υποστηρίζεται ότι οι πληγές της χώρας είναι η μετανάστευση, ο φεμινισμός, ο αντιρατσισμός, η απώλεια της «γκωλικής ή βοναπαρτικής» παράδοσης.
Αλλοι λένε ότι η «Υποταγή» προωθεί την ισλαμοφοβία υπενθυμίζοντας μια δήλωση του συγγραφέα στο λογοτεχνικό περιοδικό «Lire» το 2001, όταν αποκάλεσε το Ισλάμ «την πιο βλακώδη θρησκεία». Αλλοι είναι πεπεισμένοι ότι είναι το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να κάνει σήμερα ο Μισέλ Ουελμπέκ στο επελαύνον (όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις) Εθνικό Μέτωπο και στη Μαρίν Λεπέν. Αλλοι πάλι βλέπουν το όλο ζήτημα με πρακτικούς όρους, καθαρά χρηματικούς.
Ο συγγραφέας πάντως, ο οποίος είναι ένα πνεύμα ομολογουμένως αντιφατικό αλλά σε κάθε περίπτωση πιο σύνθετο απ’ όσους τον κατηγορούν με τις πρώτες τους αναγνώσεις, απάντησε δημοσίως ότι δεν έχει ασχοληθεί με το βιβλίο του Ζεμούρ και ότι δεν συμφωνεί εν γένει με αυτή την ιδέα της αυτοκτονίας –«οι χώρες αυτοκτονούν μόνο δημογραφικά και η Γαλλία δεν κινδυνεύει απ’ αυτό» σημείωσε –ενώ υπογράμμισε ότι το μυθιστόρημά του δεν μπορεί να βοηθήσει τη Μαρίν Λεπέν (η οποία ούτως ή άλλως «τα πάει καλά» από μόνη της) επειδή, κατά την άποψή του, η πολιτική και η κοινωνία δεν επηρεάζονται από βιβλία μυθοπλασίας αλλά από άλλου είδους κείμενα, όπως είναι λ.χ. το Κομμουνιστικό Μανιφέστο.

«Στην πραγματικότητα δεν ήμουν ποτέ άθεος»
Πέραν των όσων λένε οι άλλοι για το βιβλίο του Μισέλ Ουελμπέκ έχει σημασία να σταθούμε και σε αυτά που λέει ο ίδιος, ο οποίος δεν θεωρεί «διανοούμενο» τον εαυτό του και αποποιείται την οποιαδήποτε «ευθύνη» μπορεί να συνεπάγεται αυτός ο ρόλος.
«Το βιβλίο μου περιγράφει την καταστροφή της φιλοσοφίας που κατέλιπε ο Διαφωτισμός, η οποία πλέον φαίνεται να μην έχει καμία σημασία για κανέναν ή να έχει κάποια σημασία μόνο για μια μικρή μειοψηφία» υπογράμμισε ο συγγραφέας.
Από την άλλη μεριά, «θεωρώ ότι η ανάγκη των ανθρώπων να πιστεύουν στον Θεό είναι αληθινή και ότι η επιστροφή της θρησκείας στις ημέρες μας δεν είναι απλώς ένα σύνθημα αλλά μια πραγματικότητα». Απαντώντας δε στο ευθύ ερώτημα «γιατί γράψατε αυτό το βιβλίο;» ο Μισέλ Ουελμπέκ προέβη σε μια εξήγηση προσωπικού χαρακτήρα, ότι «στην πραγματικότητα δεν ήμουν ποτέ άθεος, ήμουν αγνωστικιστής», κάτι που συνειδητοποίησε μπροστά σε οικείους θανάτους που δεν άντεξε.
Εν τω μεταξύ άλλαξε και η προσέγγισή του για το Κοράνι που «είναι μάλλον καλύτερο απ’ ό,τι νόμιζα», η ανάγνωση του οποίου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «οι τζιχαντιστές είναι κακοί μουσουλμάνοι».

  • Ολα τα βιβλία του Μισέλ Ουελμπέκ κυκλοφορούν στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις της Εστίας. H «Υποταγή» αναμένεται να κυκλοφορήσει από τον ίδιο οίκο σε μετάφραση της Λίνας Σιπητάνου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ