Τον Μάιο του 1948 ένας βαρκάρης θα εντοπίσει στον Κόλπο του Θερμαϊκού το πτώμα του αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, ο οποίος βρίσκεται στην Ελλάδα του Εμφυλίου προκειμένου να πετύχει, μεταξύ άλλων, μία συνέντευξη με τον αρχιστράτηγο του Δημοκρατικού Στρατού Μάρκο Βαφειάδη. Η Αστυνομία θα ανακαλύψει ότι ο 35χρονος Πολκ (εργαζόταν για το CBS) είχε πυροβοληθεί στη βάση του κρανίου (εν συνεχεία τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον πέταξαν στη θάλασσα) και θα κατηγορήσει, διά στόματος του ταγματάρχη Νικολάου Μουσχουντή, επικεφαλής της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, έναν άλλο δημοσιογράφο για τον φόνο: τον 38χρονο Γρηγόρη Στακτόπουλο (ήταν συντάκτης της «Μακεδονίας»), που παρά το διάτρητο κατηγορητήριο θα εκτίσει δώδεκα χρόνια κάθειρξης και θα πεθάνει χωρίς να ανακαλυφθεί ποτέ ο πραγματικός ένοχος (τέσσερις αιτήσεις για αναθεώρηση της δίκης δεν είχαν καμία τύχη).
Ποιος σκότωσε τον Αμερικανό; Το εμφυλιακό παρακράτος, προκειμένου να βάλει τέλος στην αρθρογραφία του για την καταλήστευση των χρημάτων της αμερικανικής βοήθειας, ή η Αριστερά, για να ρίξει λάσπη στη Δεξιά (ενδεχομένως και στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες);
Γύρω από αυτό το άλυτο μυστήριο κινείται το καινούργιο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου στο οποίο συνεχίζεται ο προβληματισμός που ξεκίνησε από το πολυσυζητημένο Απόψε δεν έχουμε φίλους (2010). Αν η έρευνα του ιστορικού παρελθόντος θα αποκαλύψει στο Απόψε δεν έχουμε φίλους τη διαγραφή της δημόσιας μνήμης, φανερώνοντας την πολιτική και επιστημονική αναξιοπιστία του ελληνικού πανεπιστημίου τότε και σήμερα, η ίδια έρευνα θα ανασκαλέψει στο Χορεύουν οι ελέφαντες τα ιστορικά πεπραγμένα μιας χώρας όπου «η σιωπή μεταβιβάζεται όπως το γενετικό υλικό». Μια κοινωνία που έσπευσε κάποτε να ενταφιάσει μία ανεξιχνίαστη δολοφονία και μία άδικη καταδίκη, βιάζεται τώρα να κρύψει κάτω από το χαλί τα οδυνηρά καθημερινά της προβλήματα: από την ακρισία που διδάσκει στα παιδιά η μέση εκπαίδευση (ως προάγγελος της πανεπιστημιακής παιδείας) ως τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούνται συχνά οι οικογενειακές σχέσεις.
Η νίκη του δογματισμού
Την ιστορική έρευνα για την υπόθεση Πολκ θα αναλάβει στο Χορεύουν οι ελέφαντες ο Μηνάς, ένας ατίθασος τελειόφοιτος του Λυκείου, που δεν θέλει να δώσει Πανελλήνιες και συγκρούεται εξ αυτού ποικιλοτρόπως με τους γονείς του. Ο Μηνάς θα παρακινηθεί στην έρευνα για τον Πολκ –η οποία θα στείλει περίπατο τη σχολική του πλήξη –από έναν ιδιότυπο καθηγητή του: τον άνθρωπο που ξωπετάχτηκε από το πανεπιστημιακό σύστημα στο Απόψε δεν έχουμε φίλους. Η Νικολαΐδου θα εμπλουτίσει εδώ την αφήγησή της με μια προβληματική για το κατά πόσο είναι δυνατή η ιστορική αλήθεια, απομυθοποιώντας τον παλαιότερο, σαφώς εξιδανικευμένο ήρωά της.
Ο άτεγκτος πλέον καθηγητής Σουκούρογλου (ένα πρόσωπο που παρά τα διανοητικά του προσόντα λίγο απέχει από τον σωματικό και τον ψυχικό αυτισμό) θα επικρίνει τον μαθητή του επειδή θα παρουσιάσει με ουδέτερο τρόπο τα ερευνητικά του αποτελέσματα, ενώ μερικά χρόνια νωρίτερα ο ακαδημαϊκός επόπτης τον είχε αποθαρρύνει στη δική του έρευνα για τους ακριβώς αντίθετους λόγους: επειδή είχε άποψη για τα ιστορικά διατρέξαντα της Κατοχής στο πανεπιστήμιο. Το περιεχόμενο μπορεί να είναι διαφορετικό, αλλά ο δογματισμός θα επιζήσει στο ακέραιο (μένω παρ’ όλα αυτά με την εντύπωση ότι η προσέγγιση του Σουκούρογλου δεν έχει απαλλαγεί εξ ολοκλήρου από τον ιδανισμό της).
Σίγουρα με το Χορεύουν οι ελέφαντες η Νικολαΐδου δεν αντιμετωπίζει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στο Απόψε δεν έχουμε φίλους. Με σωστά οργανωμένη την οικονομία, την πλοκή και τη δραματουργία της, χωρίς τις προηγούμενες ιδεολογικές της αγκυλώσεις, με περιπλοκότερους τους χαρακτήρες της (μολονότι εξακολουθεί περισσότερο να τους λέει και λιγότερο να τους δείχνει), όπως και με μία λειτουργική πολυφωνία που προβάλλει διακριτικά τις γλωσσικές διαφορές των αλλεπάλληλων μονολόγων της, η συγγραφέας καταφέρνει να υποδείξει εντελέστερα το σχήμα που υπόκειται και στα δύο βιβλία της: παρόν και παρελθόν παράγουν μία κοινή και άκρως πικρή αίσθηση, που δεν είναι άλλη από την αίσθηση της διαχρονικής τους ματαίωσης και διάψευσης σε μια προοπτική ολοκληρωτικής υποθήκευσης του μέλλοντος.
Ενας τόσο ισχυρός αρνητικός δεσμός μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, που προδίδει μια οργανική, βαθιά εγκατεστημένη παθολογία, κάνει μάλλον πλεοναστικές τις πυκνές εξωτερικές αναφορές του Χορεύουν οι ελέφαντες στην κρίση, οι οποίες τείνουν κατά τόπους να αδειάσουν τη δυναμική προσεκτικά πλασμένων πρωταγωνιστών όπως η γιαγιά και ο πατέρας του Μηνά. Τέτοιου τύπου αναφορές δεν θα επηρεάσουν ευτυχώς τον τελευταίο και την αγαπημένη του Εβελίνα. Οι δυο τους άλλωστε εκπροσωπούν το πιο πειστικό ψυχογραφικό υλικό και το σημαντικότερο αναγνωστικό ατού του βιβλίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ