«Το μόνο που θέλω να πω αστράφτει απρόσιτο σαν τ΄ ασημικά στο ενεχυροδανειστήριο».

Με αυτούς τους τέσσερις στίχους τελειώνει το ποίημα «Απρίλιος και σιωπή» του Τούμας Τράνστρεμερ (από τη συλλογή του Η πένθιμη γόνδολα ) στον οποίο την περασμένη Πέμπτη η Σουηδική Ακαδημία ανακοίνωσε ότι απονέμεται το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Τιμώντας έναν ποιητή ο οποίος σε όλο του το έργο πασχίζει να εκφράσει το άφατο, αυτό που «αστράφτει απρόσιτο», η επιτροπή έστειλε και εφέτος ένα μήνυμα: δεν είναι πάντοτε πολιτικοί οι λόγοι για τους οποίους απονέμεται το βραβείο, το Νομπέλ δεν περιφέρεται από χώρα σε χώρα ή από ήπειρο σε ήπειρο και το αν θα δοθεί στην ποίηση ή στην πεζογραφία δεν το ξέρει κανείς ως την τελευταία στιγμή. Εν ολίγοις: το Νομπέλ Λογοτεχνίας είναι ένα βραβείο απρόβλεπτο. Οι φανατικοί αναγνώστες της ποίησης σε όλο τον κόσμο είναι εξοικειωμένοι με το έργο του Τράνστρεμερποια καλύτερη απόδειξη από το ότι έχει μεταφραστεί σε 60 γλώσσες- και θεωρούσαν περίπου αυτονόητο ότι αν το βραβείο πήγαινε στην ποίηση, ο Τράνστρεμερ θα έπρεπε να βρίσκεται ανάμεσα στους πρώτους υποψηφίους. Ογδόντα ετών σήμερα ο ποιητής, από τις ευγενέστερες μορφές στην παγκόσμια λογοτεχνία, τιμάται από τη χώρα του που βραβεύοντάς τον επιβεβαιώνει, έστω και καθυστερημένα, θα έλεγε κανείς, την παγκόσμια αναγνώριση του έργου του. Και είναι όχι απλώς συγκινητικό, αλλά παράδειγμα αφοσιωμένου ποιητή το ότι ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος του έργου του, στο οποίο περιλαμβάνεται και η Πένθιμη γόνδολα, μια από τις σημαντικότερες συλλογές του, γράφτηκε μετά το 1990, όταν ο Τράνστρεμερ εξαιτίας ενός εγκεφαλικού επεισοδίου υπέστη μερική παράλυση και από τότε επικοινωνεί με τον κόσμο μέσω της συζύγου του Μόνικας με την οποία είναι παντρεμένος 53 χρόνια.

Ο Τράνστρεμερ σπούδασε ψυχολογία και εργάστηκε για χρόνια σε διάφορα ιδρύματα της Σουηδίας. Αλλά δύο ήταν πάντοτε οι μεγάλες αγάπες του: η ποίηση και η μουσική. (Υπήρξε θαυμάσιος πιανίστας.) Και αυτό είναι εμφανέστατο στο έργο του όπου η λαμπρή εικονοποιία συνοδεύεται από την απαράμιλλη μουσικότητα του στίχου του, από την εξαίρετη χρήση της στίξης και της αντίστιξης και τη διαύγεια που διακρίνει κανείς στις ωραίες μελωδίες. Χωρίς να είναι ρομαντικός, ο Τράνστρεμερ αγγίζει στην ποίησή του το άλλο, όπως το όρισαν οι ρομαντικοί, αυτό που μετατοπίζει την εμπειρία στο πεδίο του μυστηρίου, του εκστατικού που ωστόσο είναι η λάμψη του πραγματικού κόσμου, ο οποίος υπάρχει πέρα από τις σκιές των πραγμάτων. Εκεί όπου «πάνω στα βουνά η γαλάζια θάλασσα πρόλαβε τον ουρανό», όπου «το φως μεγαλώνει αργά,όπως τα μαλλιά μας», όπου όλα είναι απρόβλεπτα «όπως η παγκόσμια ιστορία/που γελά εκεί που δεν πρέπει» κι όπου «μια γέφυρα επεκτείνεται/αργά/και τρυπά τον ουρανό».

Η κρύα λαμπρότητα των εικόνων του Τράνστρεμερ, η οποία θυμίζει συχνά την κλασική ποίηση της Απω Ανατολής, συνοδεύεται από τη βαθιά προσωπική του αίσθηση των πραγμάτων. «Σιωπηλά δωμάτια. /Τα έπιπλα στο φως του φεγγαριού, έτοιμα να πετάξουν. /Εισέρχομαι αργά στον εαυτό μου/ μεσ΄ από ένα δάσος από άδειες πανοπλίες». Ετσι τελειώνει το ποίημά του Κατακλείδα (από τη συλλογή του 1983 Αγρια πλατεία ). Στίχοι υποβλητικοί σαν κι αυτούς αφθονούν στην ποίηση του Τράνστρεμερ και χαρακτηρίζουν μια ευαισθησία που παραπέμπει μεν στην παλαιότερη άποψη περί ποιητικού ρίγους αλλά και που αντλεί τη δύναμή της από το εύρος και τις ακαριαίες αποτυπώσεις, την ποικιλία των μετατονισμών και την ανεπανάληπτη ικανότητα του Τράνστρεμερ να δημιουργεί την αίσθηση ότι αυτό που μας λέει το ανασύρει απότομα από έναν αόρατο πυθμένα, εκεί όπου λάμπουν οι εικόνες του σαν πολύτιμα ευρήματα ενός άλλου κόσμου στον οποίο καθρεφτίζονται οι αναμνήσεις, τα θαύματα και τα τραύματα της ατομικής μας ζωής.

Ο Βασίλης Παπαγεωργίου μετέφρασε από τα σουηδικά μεγάλο μέρος από το ποιητικό έργο του Τράνστρεμερ. Οι μεταφράσεις του είναι εξαιρετικές.

Ο ποιητής και ο πιανίστας

Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Τούμας Τράνστρεμερ το 2003, στο διεθνές ποιητικό φεστιβάλ της Στρούγκας στην πΓΔΜ, όπου του απένειμαν το καθιερωμένο ετήσιο μεγάλο βραβείο. Η σύζυγός του Μόνικα ήταν βεβαίως συνεχώς δίπλα του, διάβαζε τα χείλη του, του μεταβίβαζε τα όσα του έλεγαν. Θυμόμουν μια φράση από το ποίημά τουΜαδριγάλι(υπάρχουν πλήθος στίχοι στην ποίηση του Τράνστρεμερ που τους απομνημονεύει σχεδόν ασυναίσθητα κανείς): «Εχω πτυχίο από το πανεπιστήμιο της λήθης και τα χέρια μου είναι τόσο άδεια όσο και το πουκάμισο που στεγνώνει στο σχοινί». Και σκεφτόμουν πόσο δραστικότερες είναι οι δικές του κοινωνικές αναφορές από τις ατελείωτες κοινωνιστικές σαπουνόφουσκες που δημοσιεύονται κάθε τόσο. «Εδώ είναι βορράς, εδώ είναι Στοκχόλμη, /ανάκτορα και τρώγλες που κολυμπούν»γράφει στο ποίημά τουΤο εσωτερικό του σπιτιού είναι απέραντο. Και τι βλέπει στην Ουάσιγκτον;«Ασπρα σπίτια σε στιλ κρεματόριου/όπου τ΄ όνειρο των φτωχών γίνεται στάχτη». Δεν είναι λοιπόν μόνο το άφατο, είναι και το ρητό η πραγματικότητα) που λειτουργεί ως πελώρια μεταφορά. Στο φεστιβάλ εκείνο, όσοι βρεθήκαμε, είχαμε μια ακόμη συγκινητική εμπειρία. Ο Τράνστρεμερ μας έπαιξε δυο-τρία κομμάτια στο πιάνο, με το ένα χέρι φυσικά, το αριστερό, αφού το άλλο δεν μπορεί να το κουνήσει από το 1990. Δεν χρειαζόταν και ιδιαίτερες ικανότητες για να καταλάβει κανείς πως θα πρέπει να υπήρξε εξαιρετικός πιανίστας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ