Το διήγημα δεν είναι είδος δημοφιλές, αν κρίνει κανείς από τις πωλήσεις. Γι΄ αυτό, λ.χ., υπάρχουν πλήθος σημαντικά διηγήματα, ακόμη και του του Χεμινγκγουέι, που παραμένουν αμετάφραστα στη γλώσσα μας. Ετσι, ενώ μεταφράζονται και κυκλοφορούν πλήθος δευτέρας διαλογής ρομάντζα, παραμένουν άγνωστοι στη χώρα μας κορυφαίοι διηγηματογράφοι όπως ο Τζον Τσίβερ, η Γιουντόρα Γουέλτι ή ο Βίκτορ Πρίτσετ. Φαίνεται όμως ότι η κατάσταση έχει αρχίσει να αντιστρέφεται. Απόδειξη ότι πρόσφατα εκδόθηκε και δεύτερο βιβλίο της Αλις Μονρό, κορυφαίας πεζογράφου του Καναδά και για πολλούς της υπ΄ αριθμόν ένα σύγχρονης διηγηματογράφου παγκοσμίως. Το γεγονός φυσικά ότι πέρυσι τής απονεμήθηκε το Διεθνές Βραβείο Μan Βooker έπαιξε τον ρόλο του. Εν τούτοις, η ανάγνωση διηγημάτων ούτως ή άλλως βοηθά στην καλύτερη ανάγνωση μυθιστορημάτων. Με άλλα λόγια, καθιστά τους αναγνώστες πιο απαιτητικούς. Και μας θυμίζει τον κλασικό ορισμό του είδους από τον Εντγκαρ Αλαν Πόου: «Το διήγημα είναι απόσπασμα μυθιστορήματος που μπορεί να διαβαστεί σε δημόσια συγκέντρωση».

Στο τελευταίο από τα δέκα διηγήματα, που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο αυτό, η Μονρό μάς αφηγείται την ιστορία της Σοφίας Κοβαλέφσκι, μιας ρωσίδας μαθηματικού του 19ου αιώνα, της πρώτης γυναίκας η οποία προσελήφθη να διδάξει σε ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο και να γίνει μάλιστα μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών. Στις Διαστάσεις, ένα από τα σκληρότερα της συλλογής, μια γυναίκα πρέπει να ξεπεράσει τον πόνο που υπέστη όταν ο παράφρων σύζυγός της δολοφόνησε τα τρία παιδιά τους «για να μη γνωρίσουν τη δυστυχία να τα εγκαταλείψει η μητέρα τους». Στο Γουένκλον Ετζ μια μαθήτρια κολεγίου προσκαλείται σε δείπνο όπου διαβάζει γυμνή σε έναν ευκατάστατο κύριο. Δεν συμβαίνει τίποτε ιδιαίτερο και ο άντρας ούτε τη βιάζει ούτε της επιτίθεται. Αλλά η κοπέλα αργότερα νιώθει ντροπή σαν να είχε πραγματικά βιασθεί.

Πραγματική ζωή

Η Αλις Μονρό,κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο κολέγιο Τρίνιτι του Δουβλίνου στις 25 Ιουνίου 2009, μετά την αναγγελία της απονομής του Διεθνούς Βραβείου Μan Βooker για το σύνολο του έργου της

Σε όλες τις ιστορίες, εκτός από δύο, οι πρωταγωνιστές είναι γυναίκες. Το ύφος μοιάζει ουδέτερο και κάποτε συμβατικό. Ετσι όμως είναι η πραγματική ζωή, γι΄ αυτό και το δράμα υποφώσκει και εμφανίζεται απρόοπτα. Μια ελεγειακή πίκρα διαποτίζει τις σελίδες αυτού του θαυμάσιου βιβλίου. Τα διηγήματα είναι εκτεταμένα και οι πρωταγωνιστές/πρωταγωνίστριες αισθάνονται ότι η ζωή τους αποδιοργανώνεται βήμα προς βήμα. Το στοιχείο του αιφνιδιασμού είναι τόσο συχνό που έπειτα από λίγο αρχίζεις να το θεωρείς φυσικό. Η συγγραφέας σού δίνει την εντύπωση πως αρχίζει την κάθε ιστορία της από οποιαδήποτε χρονική στιγμή το θελήσει. Και ενώ το ύφος μοιάζει ουδέτερο, κατά παράξενο τρόπο νιώθουμε οικείοι με τα πρόσωπα της Μονρό. Είναι κάποιοι από μας, που τους είδαμε, τους φανταστήκαμε, τους προσπεράσαμε και τους αναγνωρίζουμε τώρα που η συγγραφέας τούς στήνει μπροστά μας σαν τοτέμ που φυλάσσουν έναν ερειπωμένο παράδεισο όπου παραμένουν οι αναμνήσεις, τα κατεστραμμένα τους αισθήματα και οι επιθυμίες τους να υπάρξουν από εδώ και στο εξής, αφήνοντας πίσω όσα τούς πλήγωσαν. Κανένα από τα διηγήματα αυτά της Μονρό δεν έχει ευτυχισμένο τέλος. Στην πραγματικότητα ελάχιστα από τα διηγήματα που έχει γράψει ως τώρα έχουν ευτυχισμένο τέλος. Γι΄ αυτό και πρέπει κανείς να τονίσει την πικρή ειρωνεία που κρύβει ο τίτλος. Τoo Μuch Ηappiness:Πάρα πολλή ευτυχία. Ή πιο σωστά: «Ευτυχία πέραν του δέοντος».

Υποψήφια επί χρόνια για το Νομπέλ

Η Σοφία Κοβαλέφσκι (ή Κοβαλέφσκαγια) σε ρωσικό γραμματόσημο του 1996

Στα 79 της σήμερα η Αλις Μονρό έχει στο ενεργητικό της 19 συλλογές διηγημάτων,με πιο πρόσφατη την «Πάρα πολλή ευτυχία»(από τα ωραιότερα βιβλία της) που κυκλοφόρησε πέρυσι στα αγγλικά. Η υπόθεση των περισσότερων ιστοριών της εκτυλίσσεται στο Νότιο Οντάριο του Καναδά αλλά όπως συμβαίνει και με τους συγγραφείς που την ενέπνευσαν (τον Τσέχοφ,τον Φόκνερ,τη Φλάνερι Ο ΄Κόνορ) ξεπερνά τα τοπικά γνωρίσματα και οι χαρακτήρες της αποκτούν παγκόσμιο ενδιαφέρον.Υποψήφια επί χρόνια για το Βραβείο Νομπέλ είναι μαζί με τη Μάργκαρετ Ατγουντ οι δύο σημαντικότερες συγγραφείς του Καναδά.Η αμερικανίδα πεζογράφος και δοκιμιογράφος Σίνθια Οζικ δεν δίστασε να την αποκαλέσει«ο δικός μας Τσέχοφ»(τουτέστιν Τσέχοφ του αγγλόφωνου κόσμου).Βεβαίως,δεν υπάρχει λόγος να προβαίνει κανείς σε συγκρίσεις.Αλλωστε «Τσέχοφ της Αμερικής» απεκλήθησαν παλαιότερα και ο Τζον Τσίβερ και ο Ρέιμοντ Κάρβερ.Η Ατγουντ κατά μία έννοια έχει μεγαλύτερη σχέση με τους πεζογράφους του αμερικανικού Νότου παρά με τον Τσέχοφ.Ωστόσο στα διηγήματά της,παρά τις συγγένειες,δεν υπάρχει η ένταση που κυριαρχεί στα διηγήματα του Φόκνερ ή της Φλάνερι Ο΄ Κόνορ.Επιπλέον,θα λέγαμε,οι γυναικείοι χαρακτήρες της είναι συγκριτικά πολύ πιο σύνθετες προσωπικότητες.