Για τον ικανό πεζογράφο το να μετατρέψει ένα αληθινό πρόσωπο σε μυθιστορηματικό δεν θεωρείται γενικά δύσκολη δουλειά. Αν μάλιστα ο συγγραφέας λέγεται Τζον Μπαρθ, αυτό μοιάζει παιχνιδάκι. Ο πάπας του λεγόμενου μεταμοντερνισμού στην πεζογραφία – και ας αρνείται ο ίδιος τον τίτλο – το κάνει συστηματικά σε όλα του τα βιβλία, όπως άλλωστε και σε αυτό που εκδίδεται στα ελληνικά 16 χρόνια μετά την πρώτη του αμερικανική έκδοση. Κάποτε οι «New York Times» έγραψαν ότι ο Μπαρθ είναι «ο καλύτερος συγγραφέας μυθοπλασίας στην Αμερική». Η υπερβολή αυτή ωστόσο είναι και μια απόδειξη της αξίας του.


Ας θυμίσω ότι ένα από τα κύρια γνωρίσματα του μεταμοντερνισμού, όπως τα όρισε τη δεκαετία του ’80 ο Φρέντρικ Τζέιμσον, είναι η μίμηση υπό μορφή παστίς. Μόνο που τα παστίς του Μπαρθ δεν έχουν καμία σχέση με αυτά που επιχειρούν κάποιοι νεότεροι επίγονοί του. Το παστίς στον Μπαρθ δεν είναι μίμηση ύφους αλλά πολιτισμικών στερεοτύπων που με φονικό χιούμορ ο συγγραφέας παρωδεί. Γι’ αυτό άλλωστε και σε τούτο το βιβλίο του, όπως άλλωστε και στα υπόλοιπα, προϋποθέτει εκ μέρους του αναγνώστη όχι μόνο καλή γνώση της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής ιστορίας αλλά και εξοικείωση με ένα ευρύ και συχνότατα εξεζητημένο λεξιλόγιο.


Η ανάγνωση των βιβλίων του είναι πάντοτε εξαιρετικά διασκεδαστική, υπό την προϋπόθεση φυσικά να διαθέτεις χρόνο και υπομονή να αφοσιωθείς σε ένα μυθιστόρημα που φτάνει τις 678 σελίδες. Δεν είναι τυχαίο που ένας αμερικανός κριτικός έγραψε κάποτε ότι τα βιβλία του δεν ανήκουν σε εκείνα που τα παίρνεις μαζί σου στο αεροπλάνο αλλά σε αυτά που βάζεις στις αποσκευές σου όταν πας για διακοπές.


Ενα παζλ αφηγήσεων


Η υπόθεση του μυθιστορήματος Το τελευταίο ταξίδι του Σεβάχ του Θαλασσινού είναι ένα περίπλοκο και ευρηματικό παιχνίδι που παίζεται σε δύο χρονικά επίπεδα. Την ιστορία των ιστοριών που συνθέτουν την πλοκή τη λέει η Σεχραζάτ, η οποία σε μεγάλη ηλικία συμφωνεί με τον Χάρο να την πάρει. Εκείνος ως αντάλλαγμα της ζητεί να αφηγηθεί μία ακόμη ιστορία. Είναι αυτή ή καλύτερα αυτές που διαβάζουμε στο μυθιστόρημα:


Ο Σεβάχ ετοιμάζεται να αναχωρήσει για το έβδομο και τελευταίο ταξίδι του όταν ένας μυστηριώδης ξένος ονόματι Σάιμον Γουίλιαμ Μπέιλερ ή Κάποιος φθάνει στο σπίτι του. Ας σημειωθεί ότι ο τίτλος στο πρωτότυπο είναι The Last Voyage of Somebody the Sailor (Το τελευταίο ταξίδι του Κάποιου του Θαλασσινού). Ο Κάποιος είναι πρώην δημοσιογράφος-συγγραφέας της σχολής της Νέας Δημοσιογραφίας (στην οποία ανήκουν λ.χ. ο Τομ Γουλφ, ο Νόρμαν Μέιλερ και ο Γκέι Ταλέσε) που ναυαγεί με έναν παράξενο τρόπο και φθάνει στη μεσαιωνική Βαγδάτη των Αββασιδών – αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει το γεγονός ότι ξέρει τι συμβαίνει στο σπίτι του Σεβάχ, πράγμα που κάνει τον τελευταίο καχύποπτο. Ο Κάποιος στη συνέχεια προκαλεί τον Σεβάχ να διαγωνιστούν στην αφήγηση των ιστοριών που αφορούν τα έξι τελευταία τους ταξίδια – και αυτό γίνεται. Στο τέλος βέβαια τα δύο πρόσωπα από δύο διαφορετικές περιοχές του χρόνου, τον 14ο και τον 20ό αιώνα, ταυτίζονται. Ο Κάποιος γίνεται Σεβάχ – και αντιστρόφως.


Ισλαμικός ρεαλισμός


Ο Μπαρθ επιχειρεί και σε μεγάλο βαθμό τα καταφέρνει να μετατρέψει το μυθικό σύμπαν των ανατολίτικων αφηγήσεων σε ένα είδος εξωφρενικού ισλαμικού ρεαλισμού (αν υπάρχει τέτοιο πράγμα), εμβολιασμένου με αναρίθμητες πληροφορίες εποχής, σε ένα κλίμα, θα λέγαμε, «πολιτισμικής ακολασίας», προκειμένου να σαρκάσει ή καλύτερα να γελάσει πικρά για το σύγχρονο εδώ και τώρα. Η κουλτούρα, η Ιστορία ή ο μύθος μπορεί να είναι φάρσα, όπως άλλωστε και η ίδια η ζωή, γι’ αυτό και το παρόν ο Μπαρθ το εμφανίζει ως καγχασμό του παρελθόντος. Το μυθιστόρημά του, λοιπόν, ανατρέποντας τα ισχύοντα της κλασικής αφήγησης, αποτελεί ταξίδι επιστροφής στο παρόν. Μόνο με 25 ευρώ, όσο στοιχίζει το βιβλίο. Είναι μια συμφέρουσα τιμή.