H αυτοσυνείδηση έχει μια κορδέλα στα μάτια. Ο Ομηρος είναι τυφλός.


Νίτσε, 1873


Πριν από περίπου 40 χρόνια, ο Μαρσέλ Ντυσάν, συζητώντας με τον Πιερ Καμπάν για τη σχέση του με τη μοντέρνα τέχνη, διατύπωσε μια αντίρρηση που σίγουρα δεν έχει χάσει τίποτε από την προκλητικότητά της ακόμη και σήμερα: «Από τον Κουρμπέ και πέρα όλοι νομίζουν ότι η ζωγραφική απευθύνεται στον αμφιβληστροειδή. Είναι ένα γενικό λάθος. Το αμφιβληστροειδικό ρίγος!». H πολεμική απάντηση στην απόλυτη κυριαρχία του αμφιβληστροειδούς ήλθε τότε από τον ανερχόμενο κυβισμό, ο οποίος, αδιαφορώντας για την εξωτερική σύνταξη της οπτικής αίσθησης που βασιζόταν στην ιδέα της κεντρικής προοπτικής, ανέδειξε τις διαφορετικές όψεις ενός αντικειμένου, συγχωνεύοντάς τες σε έναν μόνο καμβά, ακριβώς όπως ο εγκέφαλος συνθέτει σε μία παράσταση ό,τι βλέπει από διαφορετικές οπτικές γωνίες.


Για τον Ζέκι, καθηγητή της Νευροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, η τέχνη του κυβισμού, αλλά και η τέχνη γενικότερα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά προέκταση της λειτουργίας του εγκεφάλου, δηλαδή «αναζήτηση της γνώσης σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο». Στη διαδικασία αυτή το εξωτερικό ερέθισμα είναι μεν αναγκαίο αλλά όχι παράγοντας που συγκροτεί το αντικείμενο της αντίληψης. Αποτελεί οπτική διαταραχή που πυροδοτεί τη διαδικασία μιας «εσωτερικής όρασης», η οποία οργανώνεται με έναν πραγματικά περίπλοκο τρόπο από το νευρωνικό δίκτυο του οπτικού εγκεφάλου. Κατά τη διαδικασία αυτή ο αμφιβληστροειδής χιτώνας μπορεί να ρυθμίζει αλλά όχι και να καθορίζει την κατασκευή του αντικειμένου της αντίληψης.


H δαιμονική αναπαράσταση


Αυτό που καθιστά το βιβλίο του Ζέκι ξεχωριστού ενδιαφέροντος είναι η εφαρμογή όλων αυτών των επιστημονικών γνώσεων στο πεδίο της ζωγραφικής. H προσχώρηση του Πικάσο στον αναλυτικό κυβισμό, και ιδιαίτερα Οι δεσποινίδες της Αβινιόν (1907), είναι αντικείμενο μιας εκ των πολλών ευφυέστατων ερμηνειών του βιβλίου. Πολλές παλαιότερες προσεγγίσεις του εν λόγω έργου μιλούν για μια δαιμονική και επιθετική αναπαράσταση, η οποία υπονομεύει το πνεύμα του ουμανισμού. Ιδωμένο από την πλευρά της οπτικής σύνταξης, το έργο κλονίζει ανεπανόρθωτα το δόγμα της κεντρικής προοπτικής. Για τον Ζέκι όμως, ο οποίος ενδιαφέρεται να «εκφέρει απόψεις για τη ζωγραφική μόνο από νευροβιολογική πλευρά», το έργο επιχειρεί να πετύχει αυτό που συντελείται αδιάκοπα στον εγκέφαλο: να δημιουργήσει δηλαδή από το χάος των ερεθισμάτων, από την πολλαπλότητα των διαφορετικών προοπτικών, μέσω μιας επιλεκτικής διαδικασίας, την ενιαία και συναφή εικόνα ενός αντικειμένου.


H σύνθεση αυτή δεν μπορεί ασφαλώς να συναγωνιστεί την πολυπλοκότητα των αναδραστικών διαδικασιών τις οποίες επιτελεί ο εγκέφαλος κατά τη δομική του σύζευξη με το περιβάλλον. Ετσι «η προσπάθεια του κυβισμού να μιμηθεί εκείνο που κάνει ο εγκέφαλος ήταν, από νευροβιολογική άποψη, μια αποτυχία, ίσως ηρωική, αλλά πάντως αποτυχία» σημειώνει ο συγγραφέας με θαυμασμό για την αλγοριθμική φύση της τέχνης του εγκεφάλου. (Το πώς ακριβώς συντελείται αυτή η σύνθεση από τον εγκέφαλο παραμένει ακόμη άγνωστο για την επιστήμη. H ζωή δυστυχώς δεν κρατά αρχεία σχετικά με την καταγωγή της. Το βέβαιο πάντως είναι ότι η περί ης ο λόγος σύνθεση δεν πραγματώνεται από κάποιο καντιανό υπερβατολογικό Εγώ που συνοδεύει κάθε μας παράσταση αλλά μάλλον μέσω του κεντρικού νευρικού μας συστήματος.)


H ουσία του χρώματος


Αναφορικά με την «εσωτερική όραση», ένα άλλο ερώτημα που τίθεται έχει να κάνει με την παλαιά διαμάχη για την ουσία του χρώματος. Είναι το χρώμα μια ιδιότητα του αντικειμένου ή μια κατασκευή του εγκεφάλου; Ηδη ο Νεύτωνας γνώριζε ότι το φως δεν έχει χρώμα και ότι οι ακτίνες του φωτός διεγείρουν απλώς μέσα μας την αίσθηση του ενός ή του άλλου χρώματος, ανάλογα πάντοτε με το μήκος κύματος όπου το αντικείμενο αντανακλά περισσότερο. Βέβαια και αυτή η ερμηνεία ανάγει το χρώμα σε κάποια εξωτερική φυσική πραγματικότητα, τον κώδικα της οποίας θα πρέπει να αποκρυπτογραφήσει ο εγκέφαλος. Την αντίρρησή του σε μια φασματική ανάλυση του φωτός εξέφρασε ο Γκαίτε στην περίφημη «Θεωρία των χρωμάτων». Για τον Γκαίτε το φως είναι αρχέγονο φαινόμενο της μητέρας φύσης, την οποία δεν επιτρέπεται να αναλύουμε περαιτέρω σε σωματίδια ή κύματα φωτός αλλά να την περιγράφουμε και να τη λατρεύουμε μόνο φαινομενολογικά (όπως αργότερα ο M. Χάιντεγκερ). Σύμφωνα με την ποιητική προσέγγιση του Γκαίτε, το χρώμα δεν είναι τίποτε άλλο από την, κατά το μάλλον ή ήττον, ισόμορφη διανομή του φωτός και του σκότους (του Θεού και του Μεφιστοφελή). Ολες αυτές οι προνευροβιολογικές ερμηνείες συνοψίζονται από τον Ζέκι στο εξής απλό ερώτημα: Είναι δυνατόν να αναχθούν οι χαρακτήρες των εσωτερικών μας εμπειριών σε ένα καθαρά υλικό (Νεύτων) ή ιδεαλιστικό (Γκαίτε) υπόστρωμα; H απάντησή του είναι σαφέστατα αρνητική ως προς την υλιστική θεώρηση. Ως προς την ιδεαλιστική παράδοση όμως παρατηρούμε την προσπάθειά του να διασώσει την πλατωνική ιδέα και την εγελιανή αντίληψη, αφού τις έχει μεταφράσει πρωτίστως στη γλώσσα της νευροβιολογίας.


Οι οπτικές περιοχές


Αυτό που μαθαίνουμε από το βιβλίο του Ζέκι είναι ότι η ίδια συχνότητα φωτός μπορεί να προξενήσει τελείως διαφορετικές αισθήσεις του χρώματος, ενώ τελείως διαφορετικές συχνότητες μπορούν, από την άλλη μεριά, να παραγάγουν την αίσθηση του ίδιου ακριβώς χρώματος. Κάτι που αποδεικνύει ότι δεν είναι δυνατόν να εντοπισθεί η συγκεκριμένη θέση του αρχείου στον εγκέφαλο, το οποίο παράγει αυτή την εντύπωση. Οι οπτικές διαδικασίες διαφέρουν αναλόγως με τις απόψεις του εξωτερικού κόσμου, τις οποίες επιχειρούμε να αντιληφθούμε. H υπόθεση μιας «κεντρικής περιοχής» που συντονίζει τις διαφορετικές ομάδες των οπτικών κυττάρων είναι τελείως αβάσιμη. Ο Ζέκι μάς προτείνει να εννοήσουμε τον εγκέφαλο σαν έναν βιο-υπολογιστή «παράλληλης επεξεργασίας» δεδομένων, υπονοώντας την ύπαρξη διαφορετικών, λειτουργικά εξειδικευμένων, οπτικών περιοχών, οι οποίες αλληλοσυνδέονται με άγνωστο σ’ εμάς ακόμη τρόπο.


Αντί να είναι ο οπτικός εγκέφαλος μια παθητική μάζα πάνω στην οποία καταγράφονται οι πληροφορίες του κόσμου, είναι συνεχώς απασχολημένος με τη σταθεροποίηση των αισθητηριακών δεδομένων, δηλαδή τη μείωση της πολυπλοκότητας του περιβάλλοντος προς απόκτηση γνώσης. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την καλλιτεχνική διαδικασία, η οποία ορίζεται από τον Ζέκι ως «αναζήτηση του ουσιώδους» στοιχείου των πραγμάτων μέσω μιας επιλεκτικής διαδικασίας. H προέκταση της λειτουργίας του οπτικού εγκεφάλου στην αισθητική αντίληψη του κόσμου και του εαυτού κάνει τον Ζέκι να ισχυρίζεται ότι «οι καλλιτέχνες είναι, κατά κάποιον τρόπο, νευροβιολόγοι, οι οποίοι μελετούν τον εγκέφαλο και την οργάνωσή του με τεχνικές μοναδικές γι’ αυτούς, έστω και χωρίς να το συνειδητοποιούν».


Ο,τι μας λέγει ο Ζέκι για τους καλλιτέχνες από νευροβιολογικής πλευράς είναι πραγματικά συναρπαστικό. Πραγματεύεται τους φοβιστές και τον Μόντριαν, τον Μονέ και τον Καντίνσκι, τον Βερμέερ, τον Σεζάν και τους κυβιστές, βασισμένος συνεχώς σε μια αρχή, την οποία μοιράζεται με ένα μεγάλο μέρος της δυτικής παράδοσης: ότι η τέχνη, και ιδιαίτερα η ζωγραφική, είναι πηγή γνώσης του κόσμου και του εαυτού. Αλλά και ότι η ενόραση λαμβάνει χώρα πάντοτε στα τυφλά. H γνώση είναι δυνατή όχι παρ’ ότι αλλά επειδή ακριβώς δεν έχει πρόσβαση σε μια ανεξάρτητη από αυτήν πραγματικότητα.


Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναι λέκτορας Φιλοσοφίας στο Τμήμα MME του Παντείου Πανεπιστημίου.