«Ο εχθρός εκείνες τις μέρες ήταν κάποιος που μπορούσαμε να δείξουμε με το δάχτυλο και να διαβάσουμε γι’ αυτόν στις εφημερίδες. Σήμερα το μόνο που ξέρω είναι ότι έχω μάθει να ερμηνεύω όλη τη ζωή με όρους συνωμοσίας». (Τζον Λε Καρέ, Ο εντιμότατος μαθητής, σ. 635).


Τι ακριβώς ήταν ο Ψυχρός Πόλεμος; Είκοσι χρόνια μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης τα Χριστούγεννα του 1991 είναι πολύ νωρίς για να πιστεύει κανείς ότι η οριστική εκδοχή του σημαντικότερου κεφαλαίου του μεταπολεμικού κόσμου έχει ήδη γραφτεί. Οι απορίες, οι αβεβαιότητες και τα σκοτεινά σημεία του ελάχιστα έχουν διαφωτιστεί, οι άνθρωποί του κατά κανόνα έχουν υποχωρήσει στην καθημερινότητα της αποστρατείας, οι μηχανισμοί του σκουριάσει η ατονήσει. Ο Ψυχρός Πόλεμος διάγει εκείνο το ενδιάμεσο στάδιο το απαραίτητο για τη διάβαση από την πράξη στη μνήμη και ακολούθως στην ιστορία.

Οι χαρακτήρες του ψυχροπολεμικού παιχνιδιού διαγράφονται καλύτερα στο ατμοσφαιρικό φως του Tinker, Tailor, Soldier, Spy (Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι, Καστανιώτης, 2008) ακριβώς «γιατί η κατασκοπεία σε όλες της τις μορφές ήταν εν τέλει το πεδίο μάχης του ψυχρού πολέμου». Το εξαιρετικό πρώτο μέρος της «τριλογίας του Κάρλα» του Τζον Λε Καρέ αποδεικνύει πλέον και στον κινηματογράφο γιατί ο συγγραφέας του απέχει πολύ από όσους επί τέσσερις δεκαετίες έγραφαν σωρηδόν spy novels καθιστώντας τα είδος που δεν έλειπε από καμία τσέπη όσων ταξιδιωτών σκότωναν ώρες σε αίθουσες αναμονής ανά την υφήλιο. Απαιτητικός, λεπτομερειακός, αναλυτικός, ο Λε Καρέ συμφωνεί με τον αναγνώστη του ότι θα του παρέχει όλα τα στοιχεία, αλλά αν θέλει το μίτο για να βγει από το λαβύρινθο θα πρέπει να τον γνέσει μόνος του.


Το βέβαιο είναι ότι η κατασκοπία ως πεμπτουσία του Ψυχρού Πολέμου ταυτίζεται με μια κατάσταση ρουτίνας: οι επαναλαμβανόμενες πράξεις, οι ατέρμονες συναντήσεις, οι σχοινοτενείς συνομιλίες γίνονται για ψήγματα πληροφορίας. Το παζλ που προκύπτει χειρίζονται βαρετοί τύποι, στους αντίποδες του πλεϊμπόι Τζέιμς Μποντ. Ο έρωτας, όπως αυτός ενός δευτεραγωνιστή του Εντιμότατου μαθητή (Καστανιώτης, 2009), δεν αποτελεί ευχάριστο διάλειμμα για τον αναγνώστη, απειλεί να τινάξει στον αέρα τα θεμέλια της βαθύτερης υπόστασης κάθε κατασκόπου. Όπως λέει ο Τζόρτζ Σμάιλι, «να είσαι απάνθρωπος υπερασπιζόμενος την ανθρωπιά μας, […] σκληρός υπερασπιζόμενος τη συμπόνια» (σ. 551).


Το τελικό αποτέλεσμα της μονομαχίας των δύο στρατοπέδων παλινδρομεί κατά τον Λε Καρέ ανάμεσα στη μονομανία και τη ματαιότητα, όπως γράφει στον πρόλογο του Οι άνθρωποι του Σμάιλι (Καστανιώτης, 2009), καταληκτικού μέρους της τριλογίας. Οι αντίπαλες παρατάξεις διολισθαίνουν σταδιακά στην ηθική διαφθορά: «η ψυχροπολεμική λατρεία του ψέματος διαπότιζε κάθε πλευρά του δυτικού δημόσιου βίου, έτσι που σ’ αυτήν τη χώρα, μόνο, δεν υπήρχε σχεδόν ούτε ένα κυβερνητικό όργανο, από τα τοπικά κι απάνω, που να μην επικαλείται το φάσμα του κινδύνου για την εθνική ασφάλεια, προκειμένου να συγκαλύψει τις προκαταλήψεις του, την ανικανότητα και τη διαφθορά του» (σ. 10). Και ο τρόπος με τον οποίο ένας αντικομμουνιστής πολέμαρχος της Ινδοκίνας κερδίζει
hearts and minds στον Εντιμότατο μαθητή θυμίζει την παράνοια του Ιράκ τριάντα χρόνια αργότερα: «Την περασμένη εβδομάδα ένας από τους αστυνομικούς μου αποδείχτηκε πληροφοριοδότης των κομμουνιστών τρομοκρατών. Τον στέλνω περιπολία, τον σκοτώνω, τον κάνω μεγάλο ήρωα. Δίνω στη γυναίκα του σύνταξη, αγοράζω μια μεγάλη σημαία για το πτώμα, κάνει μεγάλη κηδεία και το χωριό γίνεται λιγάκι πλουσιότερο. Ο τύπος δεν είναι πληροφοριοδότης πια. Είναι λαϊκός ήρωας. Πρέπει να κερδίζεις την καρδιά και το μυαλό των ανθρώπων» (σ. 488).

Ολοκληρώνοντας την τριλογία το 1979 ο Λε Καρέ έχει ήδη προβλέψει το τέλος που θα έχουν οι άνθρωποι του Ψυχρού Πολέμου. Τόσο ο Σμάιλι όσο και ο Κάρλα βγαίνουν ηττημένοι από τον μεταξύ τους αγώνα, παρά το ότι «ο Σμάιλι κερδίζει και ο Κάρλα χάνει. […] Ο Κάρλα έχει θυσιάσει τα πολιτικά του πιστεύω και ο Σμάιλι την ανθρωπιά του» (σ. 13). Στον κόσμο αυτό των ηττημένων, τόσο πολιτικά όσο και ηθικά, ζούμε σήμερα.