Διασχίζοντας τη λεωφόρο Αλεξάνδρας ένα κρύο πρωινό του Φλεβάρη, πέρασα έξω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Εκεί παρατήρησα, αν και έχουν περάσει ήδη αρκετές μέρες από τον θάνατό του, να υπάρχουν ακόμα αφημένα έξω από το στάδιο λουλούδια στη μνήμη του Μίμη Δομάζου. Το αποτύπωμα του παλαίμαχου ποδοσφαιριστή στη μνήμη των οπαδών υπήρξε τέτοιο που ο θρήνος της απώλειας εκφράστηκε με ειλικρινή αμεσότητα, όπως έγινε και για τον Τάκη Οικονομόπουλο ή, λίγες εβδομάδες νωρίτερα, για τον Νίκο Σαργκάνη.

Δεν ξέρω αν κομμάτι αυτού του θρήνου έχει να κάνει με μια εκδίπλωση ενός κλίματος νοσταλγίας εποχών που φαντάζουν λιγότερο εμπορευματοποιημένες. Πόσο μάλλον όταν κάποιες από αυτές τις εποχές βρίσκονται πάνω από ενάμιση αιώνα πίσω. Oταν το μακρινό 1860 Σέφιλντ και Χάλαμ βρίσκονται αντιμέτωπες στον πρώτο αγώνα ποδοσφαίρου που πραγματοποιείται στην ιστορία, κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί την απήχηση που θα απολάμβανε το νεοσύστατο άθλημα του ποδοσφαίρου. Γεννημένο στα αγγλικά σχολεία, γρήγορα θα «αποικήσει» γειτονιές με βάση τις τοπικές παμπ για να αναδειχθεί στο μαζικότερο των αθλημάτων.

Δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς είκοσι δύο άνθρωποι που κυνηγάνε μια μπάλα μπορούν να εγείρουν τέτοιες εντάσεις στο θυμικό των θεατών, αλλά εδώ είναι που μάλλον πρέπει να σταθούμε λίγο παραπάνω. Με την ευκολία ότι παίζεται και παρακολουθείται χωρίς δυσκολία από τον καθένα, το ποδόσφαιρο έχει την εγγενή ικανότητα να υιοθετείται εύκολα από πλατιές μάζες. Με το επιπλέον δεδομένο ότι η ομάδα δομείται από ένα κεντρικό τοπόσημο (από σχολείο έως παμπ ή/και σωματείο) προσφέρει ένα σημείο αναφοράς για μια κοινότητα. Ο συνδυασμός των δύο στοιχείων ξεπερνά τον αθλητισμό – ή έστω δείχνει τη δυναμική του: μια κοινότητα οπαδών δημιουργεί ταυτότητα.

Και παρότι η αγάπη για την ομάδα είναι ο κεντρικός άξονας, φίλαθλοι και οπαδοί συγκροτούσαν διαχρονικά και εναλλακτικές ομαδώσεις. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως τα μέλη της εργατικής τάξης συναθροίζονται στο γήπεδο όχι μόνο για να απολαύσουν την ομάδα τους, αλλά και για να συσφίξουν τους δεσμούς τους. Άλλο παράδειγμα είναι η ενίσχυση των δεσμών της ομάδας με εκάστοτε εθνικοαπελευθερωτικά εγχειρήματα – η Μπαρτσελόνα στην Καταλονία είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση.

Βέβαια δεν θα πρέπει να υποτιμάμε, κάνοντας αντίστοιχες ιδεολογικές συσκοτίσεις, το γεγονός ότι όλα αυτά διαχρονικά αφορούν μόνο τη μισή κοινωνία. Ναι, καλά το υποθέσατε, όλη αυτή η οπαδική συντροφικότητα αφορά κυρίως τους άντρες. Το ποδόσφαιρο δεν διαφέρει από τα υπόλοιπα πεδία ορατότητας της κοινωνίας. Αντρες παίζουν και άντρες τούς επευφημούν. Κι όταν οι γυναίκες εμφανίζονται στο προσκήνιο με το γνωστό κλισέ «ο σκηνοθέτης μάς δείχνει όμορφες παρουσίες στις εξέδρες», αυτό γίνεται και πάλι όχι για να αναδειχθούν ως υποκείμενα που συμμετέχουν, αλλά ως αντικείμενα προς θαυμασμό. Σαν εκείνα τα λουλούδια δηλαδή που είδα στη βόλτα μου στην Αλεξάνδρας…