Στην πρώτη ομιλία του ως πρόεδρος, ο Ντόναλντ Τραμπ υποσχέθηκε ότι ο ίδιος και η κυβέρνησή του «δε θα ξεχάσουμε το Σύνταγμά μας». Η υπόσχεση αυτή δεν κράτησε πολύ.
Αμέσως μετά, ο Τραμπ προχώρησε στην υπογραφή ενός καταιγισμού εκτελεστικών διαταγμάτων, ανυπόμονος να εκπληρώσει τις προεκλογικές του υποσχέσεις και να αλλάξει γρήγορα το πρόσωπο της αμερικανικής κοινωνίας.
Μεταξύ άλλων, τα διατάγματα αυτά περιλάμβαναν:
- το κλείσιμο των συνόρων ΗΠΑ-Μεξικού για τους αιτούντες άσυλο,
- την εξάρθρωση της κύριας νομικής οδού για την αναζήτηση ασύλου,
- την απονομή χάριτος σε περίπου 1.500 άτομα που διώχθηκαν και καταδικάστηκαν για την επίθεση στο Καπιτώλιο,
- την επέκταση της άδειας λειτουργείας στο κινεζικό TikTok,
- την απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα και τη μετονομασία του Κόλπου του Μεξικού σε «Κόλπο της Αμερικής».
Μερικά από αυτά τα μέτρα, όπως η εντολή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης να μην επιβάλει ορισμένους νόμους (στην περίπτωση του TikTok) ή η χάρη σε άτομα που καταδικάστηκαν για τα πιο σοβαρά εγκλήματα της εισβολής της 6ης Ιανουαρίου, εγείρουν σημαντικές ανησυχίες σχετικά με την παραβίαση δημοκρατικών κανόνων. Ωστόσο, κανένα από τα εκτελεστικά διατάγματα δεν εγείρει τόσο σοβαρές νομικές αμφιβολίες όσο εκείνος που τερματίζει το δικαίωμα εκ γενετής ιθαγένειας.
Η εκ γενετής ιθαγένεια
Αυτό το δικαίωμα κατοχυρώνεται στην 14η Τροπολογία του Συντάγματος, που επικυρώθηκε το 1868, τρία χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου. Το Σύνταγμα τροποποιήθηκε τότε για να ανατρέψει την απόφαση του Ντρεντ Σκοτ του 1857, η οποία όριζε ότι οι μαύροι δεν ήταν Αμερικανοί, και για να εξασφαλίσει ότι οι απελευθερωμένοι σκλάβοι και τα παιδιά τους θα είναι στο εξής αμερικανοί πολίτες.
Μετά την κατάργηση της δουλείας, η τροπολογία εγγυάται την ισότητα για όλους βάσει του νόμου και αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της αμερικανικής νομικής παράδοσης για περισσότερα από 150 χρόνια. Ουσιαστικά ορίζει ότι χορηγείται αυτόματα υπηκοότητα σε όποιον γεννηθεί στις ΗΠΑ. Αν και ο Τραμπ δεν στοχεύει να εξαλείψει αυτό το δικαίωμα αναδρομικά, το θεωρεί ως ένα κρίσιμο εργαλείο στην εκστρατεία του κατά της παράνομης μετανάστευσης, καθώς δίνει την ιθαγένεια στα παιδιά των μεταναστών χωρίς χαρτιά απλώς με το να γεννηθούν στη λεγόμενη «γη των ευκαιριών».
Η διάταξη επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο το 1898, όταν ο Γουόνγκ Κιμ Αρκ, ένας νεαρός άνδρας που είχε γεννηθεί στο Σαν Φρανσίσκο από γονείς μετανάστες, δεν μπορούσε να εισέλθει ξανά στη χώρα μετά από επίσκεψή του στην Κίνα για να δει την οικογένειά του. Ο Γουόνγκ άσκησε έφεση κατά της απόφασης και το δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ του. Το 1924, το δικαίωμα επεκτάθηκε και σε όλους τους ιθαγενείς Αμερικανούς.
Οι αντιδράσεις
Σύμφωνα με το διάταγμα 700 λέξεων του Τραμπ, από τον επόμενο μήνα η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα αρνείται να εκδίδει «έγγραφα που αναγνωρίζουν την αμερικανική υπηκοότητα» σε νεογέννητα, εκτός εάν έχουν έναν γονέα πολίτη ή νόμιμο κάτοικο των ΗΠΑ. Τα παιδιά των παράτυπων μεταναστών που γεννιούνται στις ΗΠΑ θα αποκλείονται από την απόκτηση ιθαγένειας. Αλλά το ίδιο θα συμβεί και για τα παιδιά των περίπου 3 εκατ. ανθρώπων που ζουν στην Αμερική με καθεστώς ανταλλαγής, εργασιακής ή φοιτητικής βίζας.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η αντίθεση στο μέτρο ήταν ταχεία στα δικαστήρια ήδη από το βράδυ της Δευτέρας, με αποκορύφωμα μια μήνυση την Τρίτη ενός συνασπισμού 22 Πολιτειών.
«Ένας πρόεδρος δεν μπορεί να ανατρέψει με ένα διάταγμα πάνω από έναν αιώνα προηγούμενου σχετικά με τον τρόπο ερμηνείας μιας συνταγματικής τροπολογίας. Αν αυτό είχε συμβεί τη δεκαετία του ‘60, η Κάμαλα Χάρις, η πρώην αντιπρόεδρος, δεν θα μπορούσε να γίνει αμερικανίδα πολίτης» σχολίασε ο Economist.
Κάτοικοι δεύτερης κατηγορίας: Ούτε μετανάστες, ούτε πολίτες
Αντίστοιχα, το CNN αναφέρει πως το αποτέλεσμα του τερματισμού του συγκεκριμένου δικαιώματος, σε συνδυασμό με το τρέχων καθεστώς περί μετανάστευσης στη χώρα, θα είναι να δημιουργηθεί μια αυξανόμενη τάξη κατοίκων δεύτερης κατηγορίας – που δεν θα είναι ούτε μετανάστες ούτε θα μπορούν ποτέ να γίνουν πολίτες.
Ωστόσο, τα περισσότερα αμερικανικά μέσα καταλήγουν πως το συγκεκριμένο μέτρο του Τραμπ φαίνεται απίθανο να επιβιώσει των νομικών προκλήσεων που θα συναντήσει, ακόμη και με ένα φιλικά προσκείμενο στον πρόεδρο Ανώτατο Δικαστήριο.