Η έκθεση του Μάριο Ντράγκι λειτουργεί ήδη ως ένα ξυπνητήρι για τους ευρωπαίους. Ενώ τις επόμενες μέρες οι υπεύθυνοι φορείς άσκησης δημόσιας πολιτικής θα αναλωθούν στην μελέτη της πολυσέλιδης έκθεσης, κάποια πρώτα συμπεράσματα είναι εμφανή.
Σε ένα περιβάλλον μονοσήμαντης, «ενιαίας σκέψης» όπου ό,τι δε μας αρέσει κρύβεται κάτω απ’το χαλί, ο ιταλός πρώην κεντρικός Τραπεζίτης και πρωθυπουργός της Ιταλίας μας υπενθυμίζει, τεκμηριωμένα, τα κακά νέα.
Ως ευρωπαίοι, είμαστε πολυδιασπασμένοι τόσο μέσα στις χώρες μας όσο και μεταξύ μας, λειτουργούμε περισσότερο με βραχυπρόθεσμη λογική και συνήθως χωρίς να εκτιμούμε το μακροπρόθεσμο κοινό καλό. Κεντρικό σημείο νομίζω στην έκθεση είναι η περαιτέρω προώθηση της έννοιας αγοράς και ιδίως των κεφαλαιαγορών και του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Θα πάρει καιρό, αλλά οι καθυστερήσεις και οι αντιδράσεις είναι μεγάλες.
Πρόκειται για ζητήματα κρίσιμα χρηματοδότησης της ανάπτυξης και καλής και ανταγωνιστικής λειτουργίας των χρηματαγορών. Είναι ξεκάθαρο ότι τα σχετικά συμφέροντα πρέπει να παρακαμφθούν τάχιστα.
Στους ψηφοφόρους πρέπει επίσης να καταδειχθεί ότι η πράσινη μετάβαση απαιτεί θυσίες. Δηλαδή υψηλότερα επίπεδα τιμών για αρκετά αγαθά και υπηρεσίες ώστε να ενσωματωθούν στις τιμές οι αρνητικές εξωτερικότητες, δηλαδή η βλάβη στο περιβάλλον, και να επενδυθούν χρήματα για μια γρήγορη και αποδοτική πράσινη μετάβαση. Τεράστιες δαπάνες απαιτούνται επίσης για τη ψηφιακή μετάβαση και για μια κοινή αμυντική βιομηχανία καθώς τα χρήματα του ταμείου ανθεκτικότητας και ανάπτυξης δεν επαρκούν. Από την άλλη πλευρά χρειάζεται ταυτοχρόνως και λιγότερο κράτος αλλά και περισσότερη κυβερνητική πρωτοβουλία εκεί που πρέπει.
Το ρυθμιστικό βάρος πρέπει ξεκάθαρα να περιοριστεί και οι δυνάμεις της αγοράς να αξιοποιηθούν περισσότερο χωρίς ταμπού και ιδεολογικές αγκυλώσεις.
Να ξεκαθαρίσουμε ότι το κριτήριο πρέπει να είναι η αρχή της αποδοτικότητας και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, όχι οι ισχυρές ομάδες. Διαφορετικά πλήττεται ο κάθε πολίτης, ο κάθε ψηφοφόρος, με φορολογικές επιβαρύνσεις αχρείαστες.
Παρεπόμενο είναι ότι έτσι δεν μπορούν να γίνουν νέες δουλειές. Από την άλλη όμως η κυβέρνηση, είτε σε ευρωπαϊκό είτε σε επίπεδο χωρών, συντονισμένα, πρέπει να επιδιώξει κοινές πολιτικές κυρίως όσον αφορά την νέα βιομηχανική πολιτική και τον τομέα της άμυνας. Ιδεολογικές τοποθετήσεις αφελών φιλελεύθερων του τύπου δεν επιθυμούμε την έκδοση κοινού ομολόγου ή ότι δεν μας αρέσουν γενικώς και αορίστως οι επιδοτήσεις είναι απαράδεκτες. Πρέπει όλα να εξετάζονται από τη σκοπιά του πρακτικού αποτελέσματος, του τι θέλει κανείς να πετύχει και ποιο είναι το καλύτερο μέσο.
Από την άλλη βέβαια, και αυτή η σπατάλη με τον κατακερματισμό των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων -για να μείνουν λίγο πολύ ικανοποιημένοι όσο περισσότεροι γίνεται- και η διόγκωση του κόστους της λειτουργίας του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος πρέπει να τερματιστούν γιατί τραυματίζουν την εικόνα της Ευρώπης στα μάτια των απλών ψηφοφόρων της μεσαίας τάξης που κάθε μέρα αγωνίζονται για τα προς το ζην.
Διαφορετικά η απώλεια της εμπιστοσύνης στην δυτική, ευρωπαϊκή δημοκρατία και στο πολιτικό σύστημα θα συνεχιστεί, ο πολιτικός θρυμματισμός και η ενίσχυση των άκρων θα συνεχιστεί, και στο τέλος της ημέρας, να μην ξεχνούμε, χωρίς ευημερία δεν υπάρχει υγιής δημοκρατία.
Ο Θεόδωρος Πελαγίδης είναι υποδιοικητής της ΤτΕ και καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο Πειραιώς.