Από το 2020 το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (ΤΑΠ), που εισπράττει και διαχειρίζεται τα έσοδα από το δημόσιο αγαθό της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ονομάζεται πλέον Οργανισμός Διαχείρισης Αρχαιολογικών Πόρων (ΟΔΑΠ). Πέρα όμως από την αλλαγή του ονόματος, ποια είναι η διαχρονική πορεία του και ποια η πολιτική που το διέπει; Ας δούμε τι μας λένε οι αριθμοί. 

Φορτωμένο από την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων με δάνειο 130 εκατ. ευρώ, όσο ο προϋπολογισμός κατασκευής του Μουσείου της Ακρόπολης, παρουσιάζοντας ελλείμματα, π.χ. 13,5 εκατ. το 2010 που η χώρα εισήλθε σε προγράμματα διάσωσης, χτυπημένο με 30,8 εκατ. από το PSI, έχοντας πληρώσει 13,9 εκατ. στο διαβόητο Ταμείο Αλληλοβοήθειας, σε αντικατάσταση της χρηματικής ροής από τον Ειδικό Λογαριασμό του υπουργείου Πολιτισμού που καταργήθηκε, παρηκμασμένο, καθώς είχε υποκατασταθεί από τον Οργανισμό Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού (ΟΠΕΠ ΑΕ) που μετά από κακοδιαχείριση οδηγήθηκε σε λύση και εκκαθάριση με χρέη 7,5 εκατ.,  το ΤΑΠ το 2014 είχε χαμηλά έσοδα 57 εκατ., ελάχιστη χρηματοδότηση προς το υπουργείο Πολιτισμού 7 εκατ. και αποθεματικό μόλις 40,9 εκατ.

Επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ επιτεύχθηκαν υπερδιπλάσια έσοδα 119 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα το 2019 να υπάρξει δεκαπλάσια χρηματοδότηση προς το υπουργείο Πολιτισμού κοντά στα 70 εκατ. και πενταπλάσιο αποθεματικό 206,2 εκατ. Ένα εντυπωσιακό επίτευγμα μέσα σε τέσσερα χρόνια που αποδείχτηκε σωτήριο, ώστε το ΤΑΠ να αντέξει το πλήγμα από την πανδημία και το σωρευτικό έλλειμμα 92,1 εκατ. της διετίας 2020 – 2021. Για να τεθεί  απλά, αν η πανδημική κρίση είχε βρει το ΤΑΠ στην κατάσταση πριν το 2015, θα είχε χρεοκοπήσει.

Πίσω από τους αριθμούς της περιόδου 2015 – 2019 βρίσκονται σημαντικές μεταρρυθμίσεις και οι άνθρωποι που αφιέρωσαν τις γνώσεις, τη δημιουργικότητα και την εργατικότητά τους στον σχεδιασμό και την υλοποίησή τους.

●       Ηλεκτρονικό εισιτήριο στα μνημεία και τα μουσεία. Αναδιοργάνωση των εισόδων της Ακρόπολης. Νέα πολιτική για τις τιμές των εισιτηρίων και τους δικαιούχους ελεύθερης και μειωμένης εισόδου.

●       Αναγέννηση των εργαστηρίων πιστών αντιγράφων των αριστουργημάτων των μουσείων μας. Αναβάθμιση πωλητηρίων. Διαγωνισμός design και παραγωγή πωλητέων εμπνευσμένων από την πολιτιστική κληρονομιά σύμφωνα με τις σύγχρονες τάσεις. Συμφωνία συνεργασίας με το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών για έργα Ελλήνων εικαστικών.

●       Νέα οπτική ταυτότητα (rebranding). Επικοινωνιακή στρατηγική και καμπάνια προβολής.

●       Νέο πλαίσιο αξιοποίησης για τα αναψυκτήρια.

●       Ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού και της τεχνογνωσίας.

●       Διαφάνεια και χρηστή διαχείριση.

●       Σπάσιμο της διασύνδεσης με το Ταμείο Αλληλοβοήθειας. Απαλλαγή από τα χρέη του ΟΠΕΠ ΑΕ και ανάκτηση της αξιοπιστίας που είχε χαθεί εξαιτίας του.

●       Λήψη μεριδίου από τα έσοδα του Μουσείου της Ακρόπολης.

Μετά τις εκλογές παραδόθηκαν πλήρεις απολογισμοί για όλα όσα επιτεύχθηκαν. Ωστόσο, η νέα πολιτική ηγεσία επιδόθηκε στην απαξίωση του έργου που είχε επιτελεστεί. Δρομολογημένα έργα και δράσεις είτε ακυρώθηκαν είτε καθυστέρησαν, χωρίς λόγο. Η ουσία έχει αντικατασταθεί από κενή επικοινωνία και υπερφίαλους πομφόλυγες. Σε μια προσπάθεια να καλυφθεί η απουσία ουσιαστικής πολιτικής, εργαλειοποιούνται τα “αρχαία μεγαλεία” με θεωρήσεις του παρελθόντος που έχουν ροπή προς την στείρα αρχαιολατρία και τον εθνικισμό, θυμίζοντας τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Ταυτόχρονα, καλλιεργείται κλίμα ακραίας εμπορευματοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, που σε ορισμένες περιπτώσεις παραπέμπει σε πανάκριβα “τσολιαδάκια” για «κουτόφραγκους». Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που συμπυκνώνει τα παραπάνω, η πρωθυπουργική εξαγγελία για το “λάδι από την Ιερά Άλτη της Ολυμπίας” που αποδείχτηκε φιάσκο.

Ο ΟΔΑΠ (πρώην ΤΑΠ) είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την πορεία της χώρας την τελευταία εικοσαετία: από το στρεβλό μοντέλο, την κακοδιαχείριση, την υπερχρέωση, τη χρεοκοπία και την απαξίωση της περιόδου μέχρι το 2014 στην εξυγίανση, την απόκτηση στέρεας βάσης και τη συνεχή άνοδο την τετραετία 2015 – 2019, χάρη στην οποία έχει πορευτεί με ασφάλεια, χωρίς άμεσο κίνδυνο κατάρρευσης, στην εποχή πολλαπλών αλλεπάλληλων κρίσεων που βιώνουμε.

Ωστόσο, σήμερα έχει περιπέσει εκ νέου σε τέλμα, οδεύοντας στη συρρίκνωση και την εκχώρηση δραστηριοτήτων και προστιθέμενης αξίας στον ιδιωτικό τομέα, όπως είναι η γενικότερη κυβερνητική στόχευση για τη διαχείριση των δημόσιων αγαθών και το κοινωνικό κράτος.

Η προοδευτική απάντηση, στο πλαίσιο μιας εναλλακτικής στρατηγικής για τη μετάβαση σε δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη, είναι η οργανική ένταξη αυτού του σημαντικού φορέα στη συγκρότηση μιας νέας πολιτικής για τα μνημεία και τα μουσεία μας.

Πρώτον, προχωρώντας σε μια μεγάλη μεταρρυθμιστική τομή για τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία εντός του υπουργείου Πολιτισμού.

Δεύτερον, ενισχύοντας τον χαρακτήρα τους ως δημόσια αγαθά και κοινά (commons).

Τρίτον, στοχεύοντας παράλληλα με την απαραίτητη οικονομική αποτελεσματικότητα και τη χρηστή διαχείριση στο να αναδειχθούν ο ερευνητικός, επιστημονικός, παιδευτικός και κοινωνικός τους ρόλος, η καθοριστική σημασία που έχουν για μια διαφορετική κουλτούρα της καθημερινότητας, για την ποιότητα ζωής και την ευημερία. Στοχεύοντας, επίσης, να αναδειχθούν τα ιδεώδη και οι πανανθρώπινες αξίες που συμβολίζουν τα μνημεία μας (ανθρωπισμός, Δημοκρατία κλπ), αλλά και ο πλούτος της πολιτισμικής ποικιλομορφίας και ανανεωμένων, νεωτερικών πολιτισμικών και ιστορικών αφηγημάτων.

Η διαχείριση των πόρων της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι απολύτως αναγκαίο και κρίσιμο να ενταχθεί σε μια συνολική αναβάθμιση της μουσειακής πολιτικής της χώρας, ένα από τα σημαντικά ζητούμενα μιας προοδευτικής διακυβέρνησης.

Ο Κώστας Στρατής είναι αρχαιολόγος – MSc Προστασία Μνημείων, πρώην υφυπουργός Πολιτισμού