«Θεωρώ ότι το «Μαχαμπαράτα» είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου, αλλά το σημαντικότερο εξ αυτών ήταν ότι μου δόθηκε η ευκαιρία συνεργασίας με τον Πίτερ Μπρουκ». Τάδε έφη Γιώργος Χωραφάς στο «Βήμα» όταν πριν από χρόνια είχαμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε, όχι συγκεκριμένα για τον Π. Μπρουκ, ο οποίος στις 2 Ιουλίου πέθανε πλήρης ημερών σε ηλικία 97 ετών, αλλά για μια άλλη δουλειά του ηθοποιού στο σινεμά. Η αναφορά στον Π. Μπρουκ ήταν αναπόφευκτη. Ανθρωπος του θεάτρου, κατ’ αρχάς, ο ίδιος ο Χωραφάς θεωρούσε κορυφαία στιγμή στη ζωή και στην καριέρα του το γεγονός ότι ο Μπρουκ, «αυτός ο μεγάλος δάσκαλος», τον είχε επιλέξει για να λάβει μέρος στην εξιστόρηση του κορυφαίου σανσκριτικού έπους της ινδουιστικής μυθολογίας, το οποίο μετά το θεατρικό ανέβασμά του στη δεκαετία του 1970 μετέφερε ο ίδιος ο Μπρουκ στην τηλεόραση το 1990 ως μίνι σειρά διάρκειας 5 ωρών και 18 λεπτών (η θεατρική προσαρμογή του είχε γίνει από τον Μπρουκ σε συνεργασία με τον Ζαν Κλοντ Καριέρ).

Αποχαιρετισμός με το «Battlefield»

Το θεατρικό έργο του Μπρουκ ήταν πλούσιο και πολυσχιδές, ενώ στην Ελλάδα είχαν φιλοξενηθεί αρκετές παραστάσεις του, με τελευταία το «Battlefield» που αναφερόταν στην επόμενη ημέρα του πολέμου της Αποκάλυψης και ανέβηκε στη χώρα μας μέσω της Αττικής Πολιτιστικής Εταιρείας που διατηρούσε στενή συνεργασία με τον Π. Μπρουκ. «Το θέατρο σου δίνει τη δυνατότητα να βάλεις έναν μεγεθυντικό φακό πάνω σε θέματα για σύντομο διάστημα» είχε πει ο ίδιος ο Μπρουκ στο «Βήμα» με αφορμή εκείνη την παράσταση. «Στο σύντομο διάστημα όλα μεγεθύνονται. Οι αρχαίοι Ελληνες το ήξεραν αυτό καλύτερα από τον καθένα. Σε αυτή τη διαδρομή πρέπει να προσέξει κάποιος να μην είναι αφελής και να πει «εδώ είναι η αλήθεια»».

Μια ματιά στη διαδρομή του Πίτερ Μπρουκ στο θέατρο αρκεί για να αποκτήσει κανείς μια ιδέα από την τεράστια συνεισφορά του σε αυτό το μέσο. Με τις έξυπνα περίτεχνες παραγωγές του, στις οποίες η απλοϊκότητα ποτέ δεν είχε θέση, ο Μπρουκ υπήρξε ο αγαπημένος σκηνοθέτης του αστικού, μεταπολεμικού κοινού του Λονδίνου αλλά και ένας περιπλανώμενος θεατρικός δημιουργός του οποίου ο αυτοσχεδιαστικός θίασος έπαιζε σε αφρικανικά χωριά μόνο με ένα χαλί για μια σκηνή. Μετά τις σπουδές του στη σχολή του Γουέστμινστερ, στη Σχολή Γκρέσαμ και στο Κολέγιο Mάγκνταλεν στην Οξφόρδη, ο Μπρουκ σκηνοθέτησε την πρώτη του παράσταση το 1943 ανεβάζοντας το έργο «Δρ Φάουστους» του Μάρλοου στο θέατρο Τορτς του Λονδίνου. Μνημειώδεις θεωρούνται οι παραστάσεις του για τη Royal Shakespeare Company στις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Τότε συνεργάστηκε εκτός άλλων με τον Πολ Σκόφιλντ («Βασιλιάς Λιρ», «Αμλετ»), τον Τζον Γκίλγκουντ («Χειμωνιάτικο παραμύθι») και το ζεύγος Λόρενς Ολίβιε – Βίβιαν Λι («Τίτος Ανδρόνικος»). Ανέβασε επίσης έργα των Αντον Τσέχοφ, Σάμιουελ Μπέκετ, Αρθουρ Μίλερ, Τεντ Χιουζ και άλλων. Πολλά ήταν εξάλλου και τα βραβεία που ο Μπρουκ είχε αποσπάσει για τις παραστάσεις του, με σημαντικότερα τα δύο Tony σκηνοθεσίας που κέρδισε για το «Marat/Sade» και το «Ονειρο θερινής νυκτός». Είχε επίσης κερδίσει και ένα Emmy για την «Κάρμεν» το 1984.

Η κινηματογραφική ματιά

Εχει τεράστιο ενδιαφέρον το γεγονός ότι ένας καλλιτέχνης τόσο πολύ ταυτισμένος με τον χώρo του θεάτρου και της όπερας κατάφερε να ακολουθήσει τόσο καλά τους κινηματογραφικούς κανόνες στις ελάχιστες φορές που κατά τη διάρκεια της πολυετούς πορείας του o Mπρουκ ασχολήθηκε με αυτό το μέσο. Οποτε έκανε κινηματογράφο, ο Π. Μπρουκ άφηνε το θέατρο απ’ έξω, γι’ αυτό και οι ταινίες του, το «Μοντεράτο Καντάμπιλε» (1960), μεταφορά της νουβέλας της Μαργκερίτ Ντιράς, ο «Αρχοντας των μυγών» (1963) από το μπεστ σέλερ του Γουίλιαμ Γκόλντμαν, όπως και η κινηματογραφική διασκευή του δικού του θεατρικού έργου «Marat/Sade» έκαναν αίσθηση για την πρωτοποριακή κινηματογραφική ματιά τους. Να σημειωθεί μάλιστα ότι τόσο το «Μοντεράτο Καντάμπιλε» όσο και ο «Αρχοντας των μυγών» υπήρξαν ταινίες υποψήφιες για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. Το 1971 ο Μπρουκ συνεργάστηκε για πολλοστή φορά με τον Πολ Σκόφιλντ για μια μεταφορά του «Βασιλιά Λιρ» στον κινηματογράφο, που είναι και η μοναδική ταινία βασισμένη σε έργο του βάρδου που ο Μπρουκ σκηνοθέτησε στο σινεμά (θα ακολουθούσε μια πολυεθνική τηλεοπτική παραγωγή του «Αμλετ» που γυρίστηκε το 2002 και είναι η τελευταία ενασχόληση με τα οπτικοακουστικά μέσα του Μπρουκ ως σκηνοθέτη).

Ισχυρά οικογενειακά θεμέλια

Ο Πίτερ Μπρουκ ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Νατάσα Πάρι με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Σάιμον και την Ιρίνα Μπρουκ, που ακολούθησαν τα βήματά του στην τέχνη. Παντρεύτηκαν το 1951 και παρέμειναν μαζί μέχρι τον θάνατό της το 2015. Ο Μπρουκ συνέβαλε στην προώθηση των έργων των παιδιών του. Οταν το 2012 η ταινία ντοκιμαντέρ «The tightrope» που σκηνοθέτησε ο Σάιμον Μπρουκ προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας, ο Μπρουκ, που εμφανίζεται σε αυτήν ως δάσκαλος υποκριτικής (έχοντας συνεργαστεί και στο σενάριό της), τον ακολούθησε για να τον στηρίξει. Γυρισμένη με πέντε κρυμμένες κάμερες σε έναν θεατρικό χώρο που δεν ονομάζεται, η ταινία είναι μια πλήρης εμβάπτιση στη δημιουργική διαδικασία πίσω από το ισχυρό, οικείο και συναισθηματικό έργο του Πίτερ Μπρουκ. Μια από τις τελευταίες δουλειές του Μπρουκ στο θέατρο ήταν το «Why?» (2019), μια από τις αρκετές συνεργασίες του με την πρώην δημοσιογράφο Μαρί Ελέν Εστιέν, με την οποία γνωρίστηκε το 1969. Το ερώτημα του τίτλου είναι ρητορικό και ίσως η λέξη-κλειδί σε όλες τις δουλειές του Μπρουκ. «Δεν πίστεψα ποτέ σε μια μοναδική αλήθεια» γράφει ο Μπρουκ στην αυτοβιογραφία του. «Ούτε στη δική μου ούτε στων άλλων. Πιστεύω πως όλες οι σχολές, όλες οι θεωρίες μπορούν να φανούν χρήσιμες, κάπου ή κάποτε. Πιστεύω όμως πως είναι αδύνατον να ζήσεις αν δεν ασπαστείς απόλυτα και παθιασμένα έναν τρόπο ζωής».