Ο ένας ήταν αστός, φιλελεύθερος, διάσημος και πλούσιος. Ο άλλος φτωχός, χωρίς μόνιμη κατοικία, περιφερόμενος από χώρα σε χώρα, έμενε στα ξενοδοχεία και δανειζόταν χρήματα στα τελευταία χρόνια της ζωής του ακόμη και από τα γκαρσόνια. Παθιασμένος, ριζοσπάστης και στο τέλος μοναρχικός. Ο πρώτος ήταν ο Στέφαν Τσβάιχ, ο διασημότερος συγγραφέας του γερμανόφωνου κόσμου στις δεκαετίες του 1920 και 1930. Για χρόνια ο πιο μεταφρασμένος ξένος συγγραφέας στη χώρα μας, ως τη δεκαετία του 1950 τουλάχιστον. Ο δεύτερος ήταν ο Γιόζεφ Ροτ, που έπρεπε να περάσει μισός αιώνας σχεδόν από τον θάνατό του για να αρχίσει να μεταφράζεται στη γλώσσα μας το έργο του και να ανακαλύπτουν οι έλληνες αναγνώστες έναν από τους μείζονες πεζογράφους του 20ού αιώνα. Ανατρέχοντας στον Νίτσε θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Τσβάιχ υπήρξε απολλώνιος ενώ ο Ροτ διονυσιακός – και όχι βέβαια επειδή πέθανε το 1939 αλκοολικός από κίρρωση του ήπατος. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια μακροχρόνια σχέση ανάμεσά τους, μια φιλία δηλαδή – με όλα τα σκαμπανεβάσματά της;

Joseph Roth / Stefan Zweig – Αλληλογραφία 1927-1938

Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου – Αγγελος Αγγελίδης. Εισαγωγή P. Deshusses, επίμετρο Π. Κ. Τσούκας.

Εκδόσεις Αγρα, 2021,σελ. 564, τιμή 21,90 ευρώ

Η έκδοση της πλήρους αλληλογραφίας Ροτ – Τσβάιχ από τις εκδόσεις Αγρα δεν μας αποκαλύπτει μόνο την ψυχοσύνθεση και τον χαρακτήρα των δύο ανδρών, αλλά προσφέρει και ένα συναρπαστικό χρονικό της εποχής τόσο στους θαυμαστές του έργου των δύο συγγραφέων όσο και στον μέσο αναγνώστη. Ιδιαίτερα μάλιστα επειδή οι επιστολές συνοδεύονται από εκτενέστατες σημειώσεις, που αποτελούν οργανικό και σημαντικότατο τμήμα της έκδοσης. Κάποιες επιστολές του Ροτ, που περιέχουν πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων, θα μπορούσε κανείς να τις θεωρήσει άλλοτε σαν μικρά διηγήματα και άλλοτε σαν προσχέδια επιφυλλίδων (είδος του οποίου ο συγγραφέας υπήρξε λαμπρός εκπρόσωπος). Εντεκα χρόνια καλύπτει η αλληλογραφία Τσβάιχ – Ροτ. Και όμως οι δύο συγγραφείς συναντήθηκαν μόνο μία φορά, στην Οστάνδη, το 1936 (απ’ όπου και η φωτογραφία στο εξώφυλλο της έκδοσης). Και ουδέποτε απευθύνθηκαν ο ένας στον άλλον στον ενικό. Ολα αυτά τα χρόνια ο Ροτ δεν είχε διεύθυνση και μετακινούνταν από πόλη σε πόλη και από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο. Δεν διέθετε λογαριασμό στην τράπεζα, η γυναίκα του ήταν ψυχοπαθής και το κόστος της περίθαλψής της δυσβάστακτο. Οταν η εξαετής σχέση του Ροτ με την ερωμένη του έλαβε τέλος, ο συγγραφέας βυθίστηκε βαθύτερα στον αλκοολισμό.

«Η Κόλαση κάνει κουμάντο»

Ο μεγαλοαστός Τσβάιχ τού καταλόγιζε πως ξόδευε περισσότερα για το ποτό από όσα μια μέση οικογένεια για να συντηρηθεί. Αλλά ο Ροτ έβλεπε, προφητικά θα λέγαμε, τη βιβλικών διαστάσεων καταστροφή που θα προκαλούσε μια ναζιστική Γερμανία, γι’ αυτό και την εγκατέλειψε στις 30 Ιανουαρίου 1933, την ημέρα που ο Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος. Σε σύντομη επιστολή του στον Τσβάιχ από το Παρίσι στα μέσα Φεβρουρίου της ίδιας χρονιάς γράφει: «Βαδίζουμε προς μεγάλες καταστροφές. Πέρα από τις προσωπικές μας ζωές – η λογοτεχνική και οικονομική ζωή μας έχουν αφανιστεί -, όλα οδηγούν σ’ έναν νέο πόλεμο. Δεν βλέπω πια ελπίδες σωτηρίας. Τα καταφέραμε: Επιτρέψαμε στη βαρβαρότητα να κυβερνήσει τον κόσμο. Μην τρέφετε ψευδαισθήσεις. Η Κόλαση κάνει κουμάντο».

Ο Ροτ θα πέθαινε στις 27 Μαΐου 1939. Σχεδόν τρεις μήνες αργότερα, την 1η Σεπτεμβρίου, θα ξεσπούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Ροτ δεν είχε αυταπάτες. Και καταλόγιζε στον Τσβάιχ το ότι δεν αντέδρασε όσο δυναμικά το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Αλλά η θύελλα ερχόταν. Ο Τσβάιχ το 1934 είχε αναγκαστεί κι εκείνος να εκπατριστεί, πρώτα στην Αγγλία και έπειτα στις ΗΠΑ, για να καταλήξει στη Βραζιλία, όπου στις 23 Φεβρουαρίου 1942, στην Πετρούπολη, μια πόλη έξω από το Ρίο ντε Τζανέιρο, θα αυτοκτονούσε μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του Λότε, απελπισμένος για την καταστροφή που ζούσε ο κόσμος.

Ο «κηδεμόνας» και ο απένταρος

Και οι δύο συγγραφείς ήταν Εβραίοι. Από την αλληλογραφία τους προκύπτει ότι ο Τσβάιχ δεν δίσταζε να παριστάνει τον κηδεμόνα, με αυστηρότητα κάποιες φορές. Ο αλκοολικός, αυτοκαταστροφικός και συνήθως απένταρος Ροτ παρίστανε ότι αυτό το αποδεχόταν. Βέβαια, ακόμη και σε περιόδους μεγάλης ένδειας τα όποια χρήματά του τα μοιραζόταν με άλλους οκτώ δικούς του. Ωστόσο, πίστευε ταυτόχρονα ότι ήταν σημαντικότερος συγγραφέας από τον Τσβάιχ. Αυτό αποδεικνύεται εν μέρει και από τα γράμματά του της τελευταίας χρονιάς, που είναι πολύ λιγότερα. Και οι δύο είχαν τις ανασφάλειές τους, όμως ο Τσβάιχ τις έκρυβε επιμελώς. Ηταν χαρακτήρες ασύμβατοι – αλλά και ως συγγραφείς δεν είχαν πολλές ομοιότητες. Οι πολιτικές τους απόψεις διέφεραν ριζικά, όπως και η στάση τους απέναντι στη ζωή. Και βέβαια εντελώς διαφορετική ήταν και η κοινωνική θέση του καθενός. Επιπλέον, τον Τσβάιχ τον θαύμαζαν, ενώ ο Ροτ εκείνο που βαθύτατα επιθυμούσε ήταν να τον αγαπούν. Η σχέση τους, ως εκ τούτου ήταν αμφιθυμική και η φιλία τους είχε πολλά σκαμπανεβάσματα, γι’ αυτό και ο καθένας τους την αντιλαμβανόταν με τον δικό του τρόπο.

Το πάθος και η προσωπικότητα του Ροτ αναδεικνύονται στην αλληλογραφία τους σαφώς πιο έκτυπα από την αντίστοιχη του Τσβάιχ. Ο σημερινός αναγνώστης βρίσκεται πλησιέστερα στον ψυχισμό του Ροτ – κυρίως όμως στο έργο του. Και ενώ τα βιβλία του Τσβάιχ δίνουν σήμερα την εντύπωση ότι είχαν ημερομηνία λήξεως, ο διονυσιακός Ροτ διαβάζεται σαν μοντέρνος συγγραφέας, χωρίς φυσικά αυτό να μειώνει την αξία του απολλώνιου Τσβάιχ.

Η Ευρώπη υπό κατάρρευση

Οι σημειώσεις παρακολουθούν τις επιστολές των δύο ανδρών και μας προσφέρουν πολύ χρήσιμα στοιχεία όχι μόνο για τους δύο άνδρες αλλά και για την εποχή, για το πώς αντιμετώπισαν συγγραφείς, διανοούμενοι και εκδότες το εβραϊκό ζήτημα, για την τύχη των διανοουμένων μετά την άνοδο των ναζιστών στην εξουσία, για το καθεστώς ανησυχίας, αβεβαιότητας και υποκρισίας που κυριαρχούσε στην Ευρώπη.

Νομίζω πως το βιβλίο απαιτεί δύο αναγνώσεις, τουλάχιστον για όσους είναι εξοικειωμένοι με το έργο και των δύο συγγραφέων. Στην πρώτη, όποιος θα μείνει μόνο στις επιστολές θα συνεπαρθεί από αυτό το χρονικό της εποχής που μοιάζει με ψυχογραφικό μυθιστόρημα. Στη δεύτερη, όταν θα τις διαβάσει παράλληλα με τις σημειώσεις, θα διεισδύσει βαθύτερα στην εποχή και στον κόσμο του Τσβάιχ και του Ροτ.

Ο Πιερ Ντεσίς δίνει στην εμπεριστατωμένη εισαγωγή του τον τίτλο Σαν μυθιστόρημα. Και πράγματι, σαν μυθιστόρημα διαβάζεται αυτή η συναρπαστική αλληλογραφία. Πολύ ενδιαφέρον είναι και το επίμετρο του Παναγιώτη Κ. Τσούκα.