Στην επιστήμη της Φυσικής, όταν ένα πείραμα αποδειχθεί επιτυχημένο, μαθαίνουμε να το αντιγράφουμε και να το εφαρμόζουμε. Η επιστήμη ωστόσο απέχει πολύ από την πολιτική. Εκεί συχνά έχουμε την ακριβώς αντίθετη μεθοδολογία!
Στο Πανεπιστήμιο Κρήτης έχουμε ένα πείραμα από κάθε άποψη επιτυχημένο. Ενα πανεπιστήμιο σε υψηλή θέση στις περισσότερες επιστημονικές κατατάξεις, ένα πρότυπο ερευνητικό κέντρο (το ΙΤΕ) που ξεχωρίζει διεθνώς, ένα ΤΕΙ με διακριτό ρόλο. Και όλα αυτά σε άμεση συνεργασία, με τους επιστήμονές τους στην πρώτη γραμμή.
Στο κέντρο μιας νέας ριζικής αναδιάρθρωσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση της χώρας, το πείραμα αυτό μελετάται; Αντιγράφεται; Δύσκολο να το δεις στις πρόσφατες πολιτικές αποφάσεις για τις «πανεπιστημιοποιήσεις» των ΤΕΙ και τη συγχώνευση Ιδρυμάτων σε όλη τη χώρα.
Το «πρότυπο της Κρήτης» εξηγεί σε συνέντευξή του στο «Βήμα» ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Οδυσσέας Ζώρας.
Γίνονται αυτή την περίοδο τεράστιες ανακατατάξεις στα ανώτατα ιδρύματα της χώρας μας. Διακρίνετε τον στρατηγικό σχεδιασμό τους;
«Αλλαγές γίνονται στα πανεπιστήμια όλου του κόσμου, γιατί αλλάζουν δραματικά και η τεχνολογία και η οικονομία. Τα πανεπιστήμια διαμορφώνουν στρατηγικές για αυτό το νέο και εν πολλοίς άγνωστο τοπίο, με διεθνοποίηση των σπουδών και των ερευνητικών δραστηριοτήτων τους, προσπαθώντας να προσελκύσουν τους καλύτερους καθηγητές, ερευνητές και φοιτητές από όλον τον κόσμο. Ανάλογα με τη φυσιογνωμία, θέση και παράδοσή τους επενδύουν περισσότερο στην έρευνα ή στην εκπαίδευση, στην προ- ή μεταπτυχιακή, στα ξενόγλωσσα ή όχι προγράμματα, στα επί τόπου ή εξ αποστάσεως. Συλλέγουν δεδομένα, αναθεωρούν τακτικά τη στρατηγική τους και οι χώρες τους τα στηρίζουν ώστε να κατακτήσουν μια σημαντική θέση που χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς. Στην Ελλάδα οι πρόσφατες ρυθμίσεις δεν φαίνεται να αντανακλούν αυτή την πρακτική. Η μετατροπή των ΤΕΙ σε πανεπιστήμια με συνοπτικές διαδικασίες, η ασφυκτική επιβολή της γραφειοκρατίας, τα θεσμικά εμπόδια και τα πολιτικά ανταλλάγματα δεν είναι σε καμία περίπτωση ο δρόμος του μέλλοντος. Δεν φαίνεται να υπάρχει στρατηγικός σχεδιασμός, εκτός αν εννοούμε τον πολιτικό σχεδιασμό με ορίζοντα τις εκλογές».
Βλέπετε μια νότα πελατειακής νοοτροπίας σε αυτή τη σκέψη;
«Δεν θέλω να κάνω δίκη προθέσεων αλλά νομίζω ότι και αν είναι δεν αποδίδει. Γνωρίζετε ότι στο παρελθόν δόθηκε η δυνατότητα στους πρώην βοηθούς και επιμελητές να γίνουν καθηγητές με κλειστές διαδικασίες. Αυτό σφράγισε τη μετριότητα σε πολλά ελληνικά πανεπιστήμια για δεκαετίες. Δεν νομίζω ότι όσοι ευνοήθηκαν τότε από τα μέτρα αυτά άλλαξαν πολιτικές απόψεις, όμως δημιουργήθηκαν νέες ομάδες εξουσίας και κάποιοι ίσως νοσταλγούν αυτή την περίοδο και αυτή τη διαδικασία. Το Πανεπιστήμιο Κρήτης γλίτωσε από αυτή τη μοίρα γιατί δεν υπήρχαν υπηρετούντες βοηθοί εκείνη την εποχή και επεδίωξε και πέτυχε να προσελκύσει σημαντικούς επιστήμονες από όλον τον κόσμο με ανοιχτές προκηρύξεις και διαδικασίες σε σύγχρονα αντικείμενα. Επικράτησε το σύνθημα «εκλέξτε καλούς γιατί οι καλοί φέρνουν καλύτερους και μην εκλέγετε κακούς γιατί οι κακοί φέρνουν χειρότερους». Βαθμιαία επικράτησε ένα καλό ακαδημαϊκό κλίμα και μια παράδοση ερευνητικής αριστείας».
Για τα προγράμματα σπουδών των ελληνικών ΑΕΙ τι λέτε;
«Είναι πολύ μεγάλη συζήτηση, και μάλιστα όχι μόνο με ελληνικό ενδιαφέρον. Οι φοιτητές μας θα ζήσουν σε έναν κόσμο με γρήγορες αλλαγές στον επιστημονικό και τεχνολογικό τομέα, με εμφάνιση νέων επαγγελμάτων και εξαφάνιση άλλων, με συχνότερες αλλαγές καριέρας, με μεγέθυνση του κλάδου της έρευνας, με γρήγορη πρόσβαση σε τεράστιο όγκο πληροφοριών. Η απομνημόνευση «όλης της γνώσης» είναι πια και άχρηστη και ανέφικτη. Αντίθετα, πρέπει να καλλιεργηθούν διανοητικές ικανότητες, δεξιότητες και ταλέντα που σχετίζονται με την πρωτοβουλία, τη συνεργασία, την επικοινωνία, την επίλυση προβλημάτων, την κριτική ικανότητα, τη διεύθυνση και τον συντονισμό ομάδων. Στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, το πανεπιστήμιο ή θα γίνει ένα απρόσωπο πανεπιστήμιο-ρομπότ ή θα επενδύσει στην προσπάθεια να καλύψει ακριβώς εκείνες τις πλευρές της εκπαίδευσης που δεν μπορεί εκ φύσεως να καλύψει η ψηφιακή τεχνολογία. Αυτό απαιτεί στενή αλληλεπίδραση φοιτητών – καθηγητών, εξατομικευμένες και ομαδικές εργασίες, ερευνητική δουλειά, σύνδεση θεωρίας – πράξης, πολύμορφα προγράμματα σπουδών, παροχή παραδείγματος ακαδημαϊκής ακεραιότητας και κοινωνικής ευθύνης. Oλα αυτά όμως απαιτούν μια λογική αναλογία φοιτητών – καθηγητών, γιατί όταν στοιβάζονται 320 φοιτητές σε ένα αμφιθέατρο τότε οι εκπαιδευτικές καινοτομίες γίνονται σκόνη».
Για να επιστρέψουμε στα αισιόδοξα, πείτε μου για το «πρότυπο της Κρήτης».
«Οι επιδόσεις του Πανεπιστημίου Κρήτης φαίνονται στις διεθνείς κατατάξεις, όπου σε όλες βρίσκεται μεταξύ των καλύτερων πανεπιστημίων της χώρας. Στο πλέον εμπεριστατωμένο σύστημα κατάταξης, εκείνο του Times Higher Education (ΤΗΕ), βρίσκεται στην κορυφή των ελληνικών ιδρυμάτων και στην 144η θέση διεθνώς με βάση τις αναφορές στο δημοσιευμένο έργο του επιστημονικού του προσωπικού. Σημειώστε ότι το Πανεπιστήμιό μας κατέκτησε αυτή τη θέση παρά το ότι λειτουργεί κάτω από το ίδιο αντίξοο πλαίσιο (οικονομικό, θεσμικό, πολιτικό) με τα υπόλοιπα ΑΕΙ της χώρας και με όχι λίγες περιπτώσεις διακρίσεων εις βάρος του. Θα περίμενε κανείς ότι το υπουργείο Παιδείας θα ήθελε και να μελετήσει και να γενικεύσει την καλή πρακτική όπου εμφανίζεται. Αντί για αυτό, νιώθουμε μερικές φορές ότι οι επιτυχίες μας προκαλούν δυσφορία μάλλον παρά ικανοποίηση. Νομίζω ότι είναι κρίμα».

Ελλάδα και Τουρκία με τη μικρότερη ελευθερία

Γιατί δεν αφήνουν οι υπουργοί Παιδείας διοικητικά και οικονομικά ελεύθερα τα πανεπιστήμια;
«Η Ενωση Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων (EUA) έχει περιγράψει την κατάσταση της αυτονομίας των πανεπιστημίων στις χώρες της Ευρώπης, της ελευθερίας να κατανέμουν τους πόρους τους και της δυνατότητας να χαράζουν στρατηγική για την ανάπτυξη και βελτίωσή τους. Ταυτόχρονα όμως έχει περιγράψει και 28 κριτήρια για την κατανομή της κρατικής χρηματοδότησης ανάμεσα στα δημόσια πανεπιστήμια. Σε αυτά περιλαμβάνονται ποιοτικά κριτήρια (π.χ. αξιολογήσεις και θέση σε διεθνή συστήματα κατάταξης), οικονομικά (π.χ. προσέλκυση διεθνών κονδυλίων έρευνας ή συμβόλαια με επιχειρήσεις για μεταφορά τεχνολογίας) κ.λπ. Στην Ελλάδα, το υπουργείο αποφασίζει για τα κονδύλια και τους εισακτέους με έναν “μυστικό αλγόριθμο” που δεν υπακούει σε κανένα προφανές κριτήριο. Υπάρχουν τμήματα του ίδιου αντικειμένου με 20 και με 80 καθηγητές, ή με 100 και με 650, και η κατανομή των φοιτητών όχι απλά δεν είναι αναλογική αλλά μερικές φορές αντιστρόφως αναλογική. Με ρωτήσατε γιατί οι υπουργοί Παιδείας δεν επιτρέπουν την αυτονομία. Πράγματι οι δύο χώρες με τη μικρότερη ελευθερία στη λήψη αποφάσεων και στην κατανομή του προϋπολογισμού τους είναι η Ελλάδα και η Τουρκία, με απόσταση από τις υπόλοιπες. Δεν θέλω να κάνω δίκη προθέσεων, είμαι όμως ελεύθερος να κάνω θλιβερές σκέψεις για το παρόν και ακόμα θλιβερότερες για το μέλλον αν συνεχίσουμε έτσι».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ