«Η απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος το βράδυ της Παρασκευής στην Τουρκία ήταν ένα μεγάλο σοκ, ίσως πάνω απ’ όλα για τους ίδιους τους Τούρκους», γράφει το CNN. «Είναι το πιο πρόσφατο ανησυχητικό σημάδι της επιδείνωσης της σταθερότητας σε μια χώρα που πριν από λίγα χρόνια είχε προβληθεί στον ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο ως πρότυπο δημοκρατικής διακυβέρνησης και οικονομικής ευημερίας. Δεκατέσσερα χρόνια μετά την πρώτη σαρωτική νίκη στις εκλογές του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η Τουρκία παραπαίει και πάλι στο χείλος του γκρεμού», τονίζει το αμερικανικό δίκτυο. Ακολουθούν αποσπάσματα από την ανάλυση του CNN:
«Σήμερα, η τουρκική κυβέρνηση δίνει ταυτόχρονα μάχες σε δύο μέτωπα ενάντια σε δύο φονικές τρομοκρατικές οργανώσεις – τους τζιχαντιστές του ISIS και τους Κούρδους αυτονομιστές του ΡΚΚ. Μόλις τον περασμένο μήνα, η κυβέρνηση κατηγόρησε το ISIS για την πολύνεκρη τριπλή βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας στο Διεθνές Αεροδρόμιο Ατατούρκ της Κωνσταντινούπολης.
Εν τω μεταξύ, ο ανταρτοπόλεμος 30 ετών μεταξύ του τουρκικού κράτους και των Κούρδων μαχητών έχει ξαναφουντώσει στο κουρδικό νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας.
Η κοινωνία είναι σε μεγάλο βαθμό πολωμένη μεταξύ των ανθρώπων που αγαπούν ή απεχθάνονται τον Ερντογάν. Οι υπηρεσίες ασφαλείας χρησιμοποιούν συστηματικά βία για να συντρίψουν απόπειρες δημόσιας διαμαρτυρίας εναντίον της κυβέρνησης. Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων επικρίνουν συνεχώς την κυβέρνηση για τις συλλήψεις επικριτικών δημοσιογράφων. Η βία έχει χτυπήσει την τουρκική τουριστική βιομηχανία και την αξία του νομίσματος της χώρας.

Αλλά, ο στρατός είχε πάψει πλέον να θεωρείται απειλή για την δημοκρατική τάξη. Οι στρατηγοί έπαιζαν ιστορικά κυρίαρχο ρόλο στο τουρκικό κράτος, το οποίο έζησε τέσσερα στρατιωτικά πραξικοπήματα από το 1950 έως το 2000. Κατά τα πρώτα χρόνια της επικράτησής του, ο Ερντογάν συγκρούστηκε με τους «πασάδες» του στρατού: η κυβέρνηση προχώρησε σε συλλήψεις και διώξεις εκατοντάδων στρατηγών, ναυάρχων και αξιωματικών στο πλαίσιο «εκκαθάρισης». Οι υποστηρικτές του λένε πως ο Ερντογάν ήταν ο πρώτος Τούρκος ηγέτης που κατόρθωσε να θέσει τον στρατό υπό την εκλεγμένη πολιτική ηγεσία της χώρας.

Τον Μάιο του 2016, οι κάποτε ψυχρές σχέσεις μεταξύ πολιτικών του AKP και ένστολων αξιωματικών φαίνονταν να έχουν εξομαλυνθεί πλήρως – ο ανώτατος διοικητής του στρατού παρέστη στον γάμο της κόρης του Ερντογάν, και ο αργηγός των ενόπλων δυνάμεων δεν έλαβε μέρος στο πραξικόπημα. Το αντίθετο, κρατήθηκε όμηρος από τους συνταγματάρχες που το προκάλεσαν.
Στις θυελλώδεις πρώτες ώρες της απόπειρας πραξικοπήματος, ο Ερντογάν υποσχέθηκε να εκκαθαρίσει τον στρατό από τα προδοτικά στοιχεία. «Θα διατηρήσουμε την θέση μας μέχρι το τέλος και όλοι αυτοί θα τιμωρηθούν όπως αξίζει σε προδότες», είπε επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη τα ξημερώματα του Σαββάτου. Δείχνοντας τα λαϊκά ερείσματά του, ο Ερντογάν κινητοποίησε με επιτυχία μεγάλα πλήθη οπαδών οι οποίοι βγήκαν στους δρόμους σε πόλεις σε όλη τη χώρα, και σε ορισμένες περιπτώσεις συγκρούστηκαν με τους στρατιώτες του πραξικοπήματος. Σε μια ένδειξη του πόσο μικρή ήταν η υποστήριξη του κόσμου προς τους πραξικοπηματίες, ακόμα και οι πιο σφοδροί επικριτές του Ερντογάν καταδίκασαν δημοσίως την συνωμοσία. Και τα τρία κύρια κόμματα της αντιπολίτευσης που εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο – το οποίο βομβαρδίστηκε από αεροσκάφη – κατήγγειλαν απερίφραστα το πραξικόπημα».