Η αύξηση του αριθμού των μεταναστών δεν συνεπάγεται αύξηση της εγκληματικότητας, συμπεραίνει γερμανική έρευνα, διαψεύδοντας όσα διαδίδουν κατά κόρον ακροδεξιοί και λαϊκιστές. Ο όρος «κουλτούρα εγκάρδιας υποδοχής» σημάδεψε τη χρονιά που πέρασε στη Γερμανία.

Δυστυχώς, ακριβώς την τελευταία ημέρα του χρόνου, στη διάρκεια του οποίου η Γερμανία υποδέχθηκε μαζικά πρόσφυγες που αναζητούσαν ασφαλές καταφύγιο και μια καλύτερη ζωή, αυτή η κουλτούρα δέχθηκε ένα σκληρό πλήγμα. Μαζικές σεξουαλικές επιθέσεις εναντίον γυναικών την παραμονή Πρωτοχρονιάς στην Κολωνία, με τους δράστες να είναι σύμφωνα με τις αρχές κυρίως βορειοαφρικανικής καταγωγής, προκάλεσαν γενικευμένη αγανάκτηση.

Αριθμοί και γεγονότα εναντίον μύθων

Μετά τα θλιβερά γεγονότα εκείνης της νύχτας, αρκετοί άρχισαν να αμφιβάλουν για τη δυνατότητα των προσφύγων να ενσωματωθούν στη γερμανική κοινωνία – οι αμφιβολίες εστίαζαν κυρίως στους μετανάστες από ισλαμικές χώρες. Από τότε συζητείται ολοένα περισσότερο εάν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες συμβάλλουν στην αύξηση της εγκληματικότητας.

Η δημοσιογραφική οργάνωση Mediendienst Integration του Βερολίνου, που ειδικεύεται στην παροχή πληροφοριών για ζητήματα ενσωμάτωσης και ασύλου, παρουσίασε τα αποτελέσματα μιας έρευνας που διαψεύδει κατηγορηματικά τον ισχυρισμό ότι η εγκληματικότητα σχετίζεται με την καταγωγή.

Όπως επισημαίνει στην DW ο Κρίστιαν Βάλμπουργκ, που εκπόνησε την εν λόγω έρευνα, «καταρχάς διαπιστώνει κανείς ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των τομέων ‘κλασικής εγκληματικότητας’ δεν παρατηρείται μέχρι τώρα αύξηση των εγκληματικών πράξεων ανά 100.000 κατοίκους.

Για παράδειγμα, ο αριθμός των κλοπών ήταν ισχυρά πτωτικός τα τελευταία χρόνια και συνέχισε να μειώνεται περαιτέρω».

Συγκριτικά λιγότερα εγκλήματα από μετανάστες

Ο γερμανός εγκληματολόγος αξιολόγησε για τα συμπεράσματά του κυρίως στοιχεία της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Δίωξης του Εγκλήματος και διαπίστωσε ότι σε ορισμένες κατηγορίες παραβατικών πράξεων, όπως στις διαρρήξεις και τις κλοπές τσαντών, καταγράφεται αισθητή αύξηση. Η αύξηση αυτή ωστόσο δεν οφείλεται στους πρόσφυγες, διευκρινίζει ο Ουλφ Κουχ, διευθυντής του εγκληματολογικού τμήματος της αστυνομίας του Μπράουνσβαϊγκ.

Όπως δήλωσε στην DW, «σε αυτές τις περιπτώσεις εγκλημάτων έχουμε συχνά να κάνουμε με άτομα που βρίσκονται εδώ και πολλά χρόνια στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά τις κλοπές τσαντών πρόκειται για δύο μεγάλες ομάδες. Από τη μία άτομα που κατάγονται από την περιοχή της ανατολικής Ευρώπης και άνθρωποι με καταγωγή από τις χώρες του Μαγρέμπ.

Αυτές είναι ‘κλασικές’ παραβατικές πράξεις που διαπράττονται και εκεί και μας δημιουργούν προβλήματα, ωστόσο δεν πρέπει να καταλογίζονται στα άτομα που ήρθαν με το περσινό προσφυγικό ρεύμα». Ακόμη πιο αξιοσημείωτα είναι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Σάντρα Μπουκέριους. Η γερμανίδα εγκληματολόγος ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια στον Καναδά, που είναι χώρα υποδοχής μεταναστών, ερευνώντας εκεί τη σχέση μετανάστευσης και εγκληματικότητας.

Όπως υπογράμμισε η ίδια στην DW, «τα συμπεράσματα των ερευνών σε διεθνές επίπεδο είναι ξεκάθαρα. Με την έννοια ότι στο μακροεπίπεδο η μετανάστευση τείνει να μειώνει τα εθνικά ποσοστά εγκληματικότητας και δεν συμβάλλει σε αύξησή τους. Σε αντίθεση με αυτό που ίσως αισθάνεται ο ευρύς πληθυσμός.

Από την άλλη μπορεί κανείς να δει αν μεμονωμένες ομάδες μεταναστών -αυτό είναι το μικροεπίπεδο- τείνουν να είναι περισσότερο ή λιγότεροι εγκληματικές συγκριτικά με τον εντόπιο πληθυσμό. Και σε αυτό το σημείο οι έρευνες είναι σαφείς, με την έννοια ότι υπάρχει μια επιστημονική σύγκλιση στο ότι οι μετανάστες τείνουν λιγότερο σε παραβατικές πράξεις συγκριτικά με γηγενείς πληθυσμιακές ομάδες».

Ματίας φον Χάιν – Άρης Καλτιριμτζής