Η βρετανική πρεσβεία στο Ιράν ανοίγει ξανά την Κυριακή καθώς «λιώνουν οι πάγοι» μεταξύ Τεχεράνης και Δύσης, τέσσερα χρόνια μετά το κλείσιμο της εξαιτίας βίαιων διαδηλώσεων.

Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Φίλιπ Χάμοντ θα ταξιδέψει στην Τεχεράνη για την επαναλειτουργία της πρεσβείας, όντας ο πρώτος κορυφαίος Βρετανός διπλωμάτης που θα επισκεφτεί την Ισλαμική Δημοκρατία μετά το 2003 και ο δεύτερος Βρετανός υπουργός Εξωτερικών που θα επισκεφθεί το Ιράν έπειτα την ισλαμική επανάσταση του 1979.

«Μετά από τέσσερα χρόνια από την επίθεση στην βρετανική πρεσβεία, σήμερα την ξανανοίγω. Οι Ιρανοί θα ανοίξουν ταυτόχρονα την πρεσβεία τους στο Λονδίνο. Η σχέση μας βελτιώθηκε από το 2011» δήλωσε ο Χάμοντ σύμφωνα με την εφημερίδα Belfast Telegraph, σημειώνοντας πως η εκλογή του Ιρανού προέδρου Χασάν Ροχανί και η κατάληξη της πυρηνικής συμφωνίας τον περασμένο μήνα ήταν σημαντικά ορόσημα.

Η επανίδρυση των πρεσβειών δεν σημαίνει πως οι δύο μεριές συμφωνούν στα πάντα, σύμφωνα με τον Χάμοντ. «Αλλά είναι σωστό η Βρετανία και το Ιράν να έχουν παρουσία η μία στην άλλη. Ο ρόλος των πρεσβειών είναι να οικοδομήσουμε συνεργασία όπου συμφωνούμε και να μειώσουμε τις διαφορές μας όπου που δεν συμφωνούμε» πρόσθεσε ο βρετανός ΥΠΕΞ.

Αρχικά οι πρεσβείες θα λειτουργούν με επιτετραμμένους, με έναν μικρό αριθμό εργαζομένων που παρέχουν περιορισμένο φάσμα προξενικών υπηρεσιών, αλλά θα τοποθετηθούν πρέσβεις στους επόμενους μήνες, σύμφωνα με τον Χάμοντ.

Η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα που η Ισλαμική Δημοκρατία υπέγραψε με τις έξι μεγάλες δυνάμεις τον περασμένο μήνα έφερε μια σειρά επισκέψεων Ευρωπαίων – ανάμεσα τους Γερμανοί και Γάλλοι υπουργοί – με στόχο την σηματοδότηση του τέλους της μακράς οικονομικής απομόνωσης του Ιράν.

Αλλά η Βρετανία λειτουργούσε χωρίς πρεσβεία από τότε που ιρανοί διαδηλωτές επιτέθηκαν στις δύο κύριες διπλωματικές ενώσεις στην Τεχεράνη στις 29 Νοεμβρίου 2011. Οι διαδηλωτές έσκισαν πορτρέτα βρετανών μοναρχών, πυρπόλησαν ένα αυτοκίνητο και έκλεψαν ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Σε συνέχεια της επίθεσης, την οποία ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον είχε χαρακτηρίσει «ντροπή», η Βρετανία έκλεισε την πρεσβεία και έδιωξε τους ιρανούς διπλωμάτες από το Λονδίνο.

Στην επίσκεψη του Χάμοντ θα τον συνοδεύουν μια μικρή ομάδα ηγετών επιχειρήσεων, ανάμεσα τους εκπρόσωποι της εταιρείας πετρελαίου Royal Dutch Shell, της εταιρείας εξόρυξης Amec Foster Wheeler και της σκωτσέζικης βιομηχανικής εταιρείας Weir Group.

«Σε πρώτη φάση θα θελήσουμε να διασφαλίσουμε πως η πυρηνική συμφωνία είναι μια επιτυχία, με την ενθάρρυνση του εμπορίου και των επενδύσεων, μεταξύ άλλων, μόλις αρθούν οι κυρώσεις» δήλωσε ο Χάμοντ.

Η άρση των κυρώσεων που εμποδίζουν το ιρανικό αργό πετρέλαιο να φτάσει στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου θα ανοίξει την απομονωμένη ιρανική οικονομία των 80εκατομμυρίων καταναλωτών με τρόπο που κάποιοι επενδυτές συγκρίνουν με το άνοιγμα της ρωσικής οικονομίας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991.

«Πρόκειται για μια τεράστια αναδυόμενη αγορά που θα ανοίξει. Το Ιράν είναι δυνητικά μια ενεργειακή υπερδύναμη» ανέφερε στο Reuters ο Νόρμαν Λάμοντ, πρώην Βρετανός υπουργός Οικονομικών και νυν πρόεδρος του βρετανικού-ιρανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου. Επισήμανε ωστόσο πως «είναι επίσης απαραίτητο να είμαστε προσεκτικοί καθώς δεν γνωρίζουμε ποιες αμερικανικές κυρώσεις θα παραμείνουν».

Καθώς η πυρηνική συμφωνία θεωρείται από κάποιους ως μια τεράστια ευκαιρία, ανάμεσα τους και από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, οι σκληροπυρηνικοί στην Ουάσιγκτον και την Τεχεράνη εναντιώνονται σε αυτήν, όπως και το Ισραήλ.

Η βαθιά έλλειψη εμπιστοσύνης παραμένει και στις δύο μεριές: Η Βρετανία θεωρείται για δεκαετίες από αντιπάλους μέσα στο Ιράν ως «ύπουλος εταίρος» των ΗΠΑ. Ενδεικτικά, το ιρανικό πρακτορείο ειδήσεων Fars αναφέρεται στην επαναλειτουργία της πρεσβείας ως η «Επιστροφή της Αλεπούς».

Η πλούσια βρετανική πρεσβεία του 19ου αιώνα στην Τεχεράνη – που χτίστηκε ως σύμβολο της αυτοκρατορικής δύναμης όταν η Βρετανία είχε εμπλακεί στο «Μεγάλο Παιχνίδι», την μάχη για επιρροή με την ταχέως επεκτεινόμενη τσαρική Ρωσία – κινούσε για καιρό το ενδιαφέρον.

Έπειτα από την επίθεση του 2011, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης ενάντια στις κυρώσεις που είχε επιβάλει το Λονδίνο για το πυρηνικό πρόγραμμα, ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ την είχε αποκαλέσει «πρεσβεία του κακού».